Το όνομα του σύγχρονου πολυδιαφημισμένου Βρετανού συνθέτη Thomas Adès (γ. 1971), απόφοιτου του Guildhall School of Music and Drama, έγινε γνωστό στο ευρύτερο φιλόμουσο κοινό το 1997, όταν κατά τη διάρκεια περιοδείας της City of Birmingham Symphony Orchestra, ο αρχιμουσικός Sir Simon Rattle, ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του, παρουσίασε το έργο του, με τίτλο Asyla. Σήμερα συνθέσεις του Adès ακούγονται συχνά από μεγάλες ορχήστρες, όπως είναι η Φιλαρμονική του Βερολίνου και η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης.
To 1995 συνέθεσε τη δίπρακτη όπερα δωματίου (την πρώτη του όπερα) με τίτλο Powder Her Face, Op. 14, σε libretto του Philip Hensher. Παρουσιάστηκε στο Μουσικό Φεστιβάλ του Cheltenham και η επιτυχία που γνώρισε οδήγησε τη Βασιλική Όπερα του Covent Garden να του αναθέσει τη σύνθεση μιας νέας όπερας. Για αυτή την παραγγελία εμπνεύστηκε από το διάσημο έργο The Tempest (Η Καταιγίδα) του William Shakespeare (το οποίο επίσης είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών συνθετών του παρελθόντος). Μελοποιώντας το libretto της Αυστραλιανής θεατρικής συγγραφέας Meredith Oakes (γ. 1946, από το 1970 έχει ως βάση της το Λονδίνο) πρόσφερε ίσως το αρτιότερό του έργο μέχρι σήμερα, μια συναρπαστική τρίπρακτη όπερα. Η Oakesέδωσε ένα εντελώς νέο κείμενο, αρκετά ενδιαφέρον στο στήσιμό του, το οποίο μόνο την πλοκή του σαιξπηρικού αριστουργήματος υιοθετεί και αυτή μάλιστα με ορισμένες αλλαγές και παραλείψεις. Το κείμενο αποδείχθηκε κατάλληλο και πρόσφορο για μελοποίηση.
Η μουσική γλώσσα του Adès διατηρεί το προσωπικό της στίγμα, εντούτοις δείχνει να οφείλει πολλά σε προγενέστερους μουσουργούς όπως οι Alban Berg, Béla Bartók, Igor Stravinsky, Benjamin Britten και Kurt Weill. Τα βασικά συστατικά της άρτια οργανωμένης παρτιτούρας είναι ρόλοι καλά λαξευμένοι, εξπρεσιονιστικά εκφραστικά ξεσπάσματα, πλούσια αρμονική γλώσσα, άλλοτε ήπιες και άλλοτε αιχμηρές διάφωνες συγχορδίες, ονειρικές αλληλουχίες τολμηρά κτισμένων αρμονιών, συγχορδίες ιμπρεσιονιστικού χαρακτήρα, ποικίλα ορχηστρικά ηχοχρώματα, διευρυμένοι ηχητικοί όγκοι (ο επιβλητικός ήχος των χάλκινων πνευστών δεσπόζει στη μουσική των Μιλανέζων αυλικών), που άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται και άλλοτε έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, μελωδίες που ξετυλίγονται με εκφραστική ένταση, απότομες εναλλαγές δυναμικής και μια ενορχήστρωση επεξεργασμένη με λεπτότητα, πραγματικά ξεχωριστή. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο συνθέτης μοιάζει να λατρεύει τη ψηλότερη περιοχή της ανθρώπινης φωνής, με αποτέλεσμα σε όλους σχεδόν τους βασικούς ρόλους να την εξερευνά και να την εκμεταλλεύεται, ενίοτε στο έπακρον. Όπως και ο αξεπέραστος Britten στις όπερές του, έτσι και εκείνος εμβαθύνει προσεκτικά και ψυχογραφεί με τέχνη τους ήρωές του.
Η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας δόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2004, από το Covent Garden, με μεγάλη επιτυχία: το κοινό κυριολεκτικά αποθέωσε τον συνθέτη στο τέλος της πρώτης παράστασης. Πιο πρόσφατα, η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (The New York Metropolitan Opera) αποφάσισε να το περιλάβει στο ρεπερτόριο της τρέχουσας καλλιτεχνικής της περιόδου (συμπαραγωγή με την Κρατική Όπερα της Βιέννης και την όπερα του Québec) και στο πλαίσιο των μεταδόσεων Met Live in HD. Έτσι, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το έργο, στις 14/11, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη), σε μαγνητοσκοπημένη μετάδοση από παράσταση που δόθηκε μερικές μέρες νωρίτερα, στις 10/11.
Την παραγωγή υπέγραφε ο Καναδός θεατράνθρωπος Robert Lepage, που για όγδοη φορά στην σταδιοδρομία του καταπιανόταν με τη σαιξπηρική Καταιγίδα. Θυμίζουμε ότι επαινέθηκε από τη μεγαλύτερη μερίδα κοινού και κριτικών (υπήρξαν και αρκετοί διαφωνούντες) για την πρόσφατη παραγωγή του βαγκνερικού Δαχτυλιδιού (Der Ring des Nibelungen), συνολικού κόστους δεκαέξι εκατομμυρίων δολαρίων, που παρουσιάστηκε επίσης από την Met (2010-2012). O Lepage πέτυχε να αναδείξει τα μαγικά στοιχεία του έργοu του Adès, τις παραμυθένιες, άλλοτε σκοτεινές, άλλοτε ρομαντικές και άλλοτε εφιαλτικές πλευρές. Κατάφερε να ενεργοποιήσει τη δυναμική των ρόλων, πρότεινε εντυπωσιακές σκηνογραφικές επινοήσεις (σκηνικά της Jasmine Catudal), ακροβατικές κινήσεις-χορογραφίες (στην αρχή του έργου βλέπουμε τον Ariel να κρέμεται από έναν πολυέλεο –μάλλον εκείνον της Scala- ενώ από κάτω μαίνεται φοβερή τρικυμία), έξυπνα παιχνίδια με τις σκιές, τα χρώματα και τον φωτισμό (υπεύθυνος φωτισμού, Michel Beaulieu) και μια πάντα ευφάνταστη κίνηση των τραγουδιστών. Με δυο λόγια, τράβηξε το πέπλο αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο κόσμο ζωηρής φαντασίας και ποικίλων χρωμάτων.
Το εσωτερικό της Scala του Μιλάνου αποτέλεσε το βασικό θέμα της σκηνογραφίας. Ο Lepage σκέφτηκε να συνδέσει το περίφημο Μιλανέζικο θέατρο με τον κεντρικό ήρωα της όπερας Μάγο Prospero, Δούκα του Μιλάνου. Το ιταλικό αυτό λυρικό θέατρο του δεκάτου ογδόου αιώνα (εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1778), ήταν ένα από τα πρώτα που διέθεταν τον λαμπρό εκείνο τεχνικό εξοπλισμό, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα σε κάθε ευφάνταστη σκέψη ή εφέ να πραγματοποιηθεί. Έτσι, η πλοκή του έργου, σύμφωνα με τον Lepage, διαδραματίζεται στη σκηνή του λυρικού θεάτρου, την οποία βλέπουμε από διαφορετικές πλευρές (The Met meets La Scala!). O Prospero κινεί τα νήματα και βρίσκει τον ιδανικό χώρο για να υλοποιήσει τα μαγικά του τεχνάσματα.
Τα κοστούμια της Αυστραλιανής Kym Barrett ήταν πραγματικά παραμυθένια, καλοσχεδιασμένα και λειτουργικά. O γοητευτικός κόσμος των νεραϊδών ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μας με τρόπο εντυπωσιακό και πάντα πειστικό.
Ο Βρετανός βαρύτονος Simon Keenlyside, που κράτησε τον κεντρικό ρόλο του Prospero, όπως εξάλλου είχε κάνει και κατά την πρεμιέρα της όπερας στο Λονδίνο (ο ρόλος δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνον!), κρίθηκε θαυμάσιος: τραγούδησε με εκφραστική ένταση και ζηλευτή μουσικότητα. Κινήθηκε στη σκηνή με προσωπικότητα και δυναμισμό μεγάλου σαιξπηρικού ηθοποιού. Χρησιμοποίησε όλο του το σώμα για να αποδώσει τις αγωνίες και τον υψηλό ανθρωπισμό του ήρωα, στον οποίον χάρισε μια νεανική χροιά. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του ξεχάσαμε τον γερο-Prospero που γνωρίζαμε. Τα πολλά τατουάζ που κάλυπταν το γυμνασμένο σώμα του, του έδιναν τη μορφή ιθαγενούς σε κάποιο μακρινό ξεχασμένο νησί. Ο αριστερός του ώμος σκεπαζόταν από παλτό ανώτατου αξιωματικού του ναυτικού.
Η σοπράνο Audrey Elizabeth Luna (Ariel) πέτυχε να ερμηνεύσει με άνεση την τρομακτικά υψηλή tessitura του Ariel, με τις πάμπολλες κολορατούρες. Με την είσοδό της στη σκηνή καλείται να ερμηνεύσει δεκαεπτά ψηλά μι (!) και βεβαίως, οι προκλήσεις του ρόλου συνεχίζονται στη διάρκεια της όπερας, με ψηλά φα, ακόμα και σολ. Από τεχνικής άποψης πιθανόν να είναι ο πιο απαιτητικός ρόλος για κολορατούρα που έχει γραφεί. Σε στιγμές οι κολορατούρες ήταν τόσο ψηλές που φάνταζαν περισσότερο σαν εφιαλτικές στριγκλιές παρά σαν οτιδήποτε άλλο. Η ίδια καλλιτέχνις υπήρξε εκπληκτική μέσα στη λυρική έκσταση του Five fathoms deep (πράξη πρώτη, σκηνή πέμπτη).
Το ζευγάρι των ερωτευμένων Miranda-Ferdinand ερμηνεύτηκε με ρομαντισμό, προσοχή στην ανάδειξη των ωραίων φωνητικών γραμμών και άφθονη ευαισθησία και αθωότητα από τους πολύ καλούς Isabel Leonard, μέτζο, και Alek Shrader, τενόρο: θαυμάσιοι υπήρξαν στο μεγάλο ερωτικό ντουέτο What was before… (πράξη δεύτερη, σκηνή τέταρτη). Σημειώνεται ότι ο βελούδινος ήχος των εγχόρδων και ο γλυκός ήχος των ξύλινων πνευστών δέσποζαν στην ενορχήστρωση της μουσικής του ζεύγους.
Οι Iestyn Davies (Trinculo), Alan Oke (Caliban), William Burden (Βασιλέας της Νάπολης), Kevin Burdette (Stefano) και Toby Spence (Antonio) κρίθηκαν εξαιρετικοί στους ρόλους τους: πολύ καλά προετοιμασμένοι και με μεγάλη αίσθηση μουσικοθεατρικής μαγείας εντόπισαν και υποστήριξαν με την απαιτούμενη ένταση, τόσο τα ζητούμενα της μουσικής όσο και του ποιητικού κειμένου. Πιο συγκεκριμένα, ο τενόρος Burden ερμήνευσε με εκλεπτυσμένη διάθεση τον ρόλο του Βασιλέα-πατέρα, που θεωρεί τον αγαπημένο του γιο πνιγμένο. Επίσης, ο προικισμένος τενόρος Oke, στον ρόλο του Caliban (τον ρόλο είχε επωμισθεί στην πρώτη παγκόσμια παρουσίαση του έργο ο λαμπρός Βρετανός τενόρος Ian Bostridge), ήταν υποδειγματικός στον τρόπο που άρθρωνε τις λέξεις, δίνοντάς τους το κατάλληλο συναισθηματικό βάρος. Οι Davies, κόντρα τενόρος, και Burdette, μπάσος, υπογράμμισαν με νόημα τα χαρακτηριστικά θεατρικά στοιχεία των δικών τους ρόλων.
Τους τραγουδιστές και την ορχήστρα διήθυνε ο ίδιος ο Adès, με παλμό, δραματικό ένστικτο και προσοχή στις λεπτομέρειες. Το ταλέντο του αναδείχθηκε και από τη θέση του διευθυντού ορχήστρας. Το έργο έχει ωριμάσει στη σκέψη του και η ερμηνεία διέθετε ποιότητες σπάνιες, κυρίως όσον αφορούσε στη ροηκότητα της μουσικής, στις φωνητικές ισορροπίες και στην ανάδειξη των ενορχηστρωτικών στοιχείων.
Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι η χαρισματική σοπράνο Deborah Voigt ανέλαβε τον ρόλο της παρουσίασης της όπερας. Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος συνομίλησε με τους τραγουδιστές, τον σκηνοθέτη και βεβαίως με τον συνθέτη, οι οποίοι της εξέθεσαν τις σκέψεις και τις απόψεις τους σχετικά με το έργο και τη συνεργασία τους με την Met. Απολύτως διαφωτιστική εμπειρία για το κοινό.