«Η Κρητικοπούλα» του Σπύρου Σαμάρα: Μια ιστορική αποκατάσταση, στο Ολύμπια-Δημοτικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας»

Σκηνή από την όπερα "Η Κρητικοπούλα" (φωτο: studio kominis)
Σκηνή από την όπερα "Η Κρητικοπούλα" (φωτο: studio kominis)
Σκηνή από την όπερα “Η Κρητικοπούλα” (φωτο: studio kominis)

 

Η Κρητικοπούλα, κωμική όπερα σε τρεις πράξεις, που ανέβασε η Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία του Δήμου Αθηναίων με την επιπλέον συμμετοχή πλειάδας σπουδαίων ερμηνευτών και συντελεστών (http://www.xmas2021opanda.gr/listing/i-kritikopoyla-4/) αποτελεί το τελευταίο έργο του διεθνούς Σπύρου Σαμάρα, κλείνοντας την άτυπη τριλογία των οπερετών που συνέθεσε από την εγκατάστασή του στην Αθήνα το 1911 και έως τον θάνατό του (1917). Το έργο είναι γραμμένο σε λιμπρέτο του Νικόλαου Λάσκαρη και του Πολύβιου Δημητρακόπουλου. Πρωτοπαρουσιάστηκε –όπως πληροφορούμαστε από κείμενο του προγράμματος του Καθηγητή Θεατρολογίας Μανώλη Σειραγάκη– το 1916 και εκτελέστηκε σποραδικά τη δεκαετία του 1920, ενώ επαναλήφθηκε –αποσπασματικά– το 1944 από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Για πολλές δεκαετίες παρέμεινε σε αφάνεια, ενώ επανήλθε το 2011 (διαδοχική κοντσερτάντε και σκηνική παρουσίαση). Η φετινή παραγωγή της Κρητικοπούλας από τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων στο ιστορικό θέατρο «Ολύμπια», 100 σχεδόν χρόνια μετά την πρεμιέρα της, αποκαθιστά το έργο στη συνείδηση του φιλόμουσου κοινού και το τοποθετεί αμετάκλητα ανάμεσα στα έργα ρεπερτορίου του ελληνικού λυρικού θεάτρου.

Η υψηλών ερμηνευτικών και τεχνικών απαιτήσεων κωμική όπερα είχε θαυμάσια απόδοση. Η ορχήστρα ακριβής σε κάθε τμήμα της. Τα έγχορδα ολοκάθαρα και το τμήμα των πρώτων βιολιών στυλοβάτης. Τα χάλκινα πολύ καθοριστικά σε καίρια τμήματα. Τα ξύλινα σίγουρα και εκφραστικά. Τα κρουστά επίσης. Οι λυρικοί πρωταγωνιστές εξαίρετοι, καθείς στον ρόλο του. Η δε χορωδία κοσμούσε πραγματικά το σύνολο. Ο μαέστρος, Ανδρέας Τσελίκας, διηύθυνε με σιγουριά, πυγμή, αλλά και ευαισθησία.

Το έργο, ως κατακλείδα της δημιουργίας του Σπύρου Σαμάρα, εμπερικλείει τη δημιουργική διαδρομή του συνθέτη στο δραματικό λυρικό θέατρο και ταυτόχρονα ανοίγει με σαφήνεια και ευρηματικότητα τον δρόμο της ελληνικής οπερέτας, προαναγγέλλοντας τους Θ. Σακελλαρίδη και Ν. Χατζηαποστόλου. Ο συνδυασμός μελωδικών θεμάτων δραματικού περιεχομένου, και άλλων, κωμικού χαρακτήρα, εξυφαίνει μια ενιαία μουσική γλώσσα, παρά τον πλουραλισμό της. Οι εύστοχες και εύληπτες κωμικές μελωδίες, σημαντικών δεξιοτεχνικών απαιτήσεων, χρησιμοποιούν ρυθμικά μοτίβα (τιρι-τιρι-τα), ενίοτε με “παιδικές” αναφορές (μιάο-μιάο, τσίπι-τσίπι κ.λπ.). Παράλληλα, σημαντική είναι και η αξιοποίηση στοιχείων της ελληνικής μουσικής παράδοσης (τρόποι και ρυθμοί), τα οποία αρμολογούνται έτσι ώστε να σχηματίζουν δημοτικοφανείς μελωδίες, ή περνούν υπόρρητα μέσα στο μουσικό υλικό σχολιάζοντας τη δράση με έμμεσο τρόπο. Η αυτόνομη θαυμάσια ορχηστρική επεξεργασία των παραδοσιακών χορών που περιλαμβάνονται στο έργο προαναγγέλλει την ομώνυμη σκαλκώτεια δημιουργία πολύ περισσότερο από άλλα σχετικά έργα της ελληνικής δημιουργίας (Γ. Κωνσταντινίδης, Π. Πετρίδης). Η δε χορωδιακή εναρμόνιση του αναστάσιμου τροπαρίου «Χριστός Ανέστη» στην αρχή του έργου (Πρώτη Πράξη) αντανακλά τις πολυφωνικές επεξεργασίες βυζαντινών μελών τόσο στην επτανησιακή λειτουργική παράδοση, όσο και σε εκείνη των ελληνικών κοινοτήτων του εξωτερικού (Βενετία, Τεργέστη, Βιέννη, Παρίσι), αλλά και της Αθήνας. Τα δε προβεβλημένα χάλκινα στην ορχηστρική γραφή, λειτουργούν ως ταυτόχρονη αναφορά στην οπερατική δημιουργία του Wagner, και στις περίφημες μπάντες των Επτανήσων. Συνολικά, η γραφή του Σαμάρα συμπυκνώνει και μεταλαμπαδεύει την ελληνική μουσική της εποχής του.

Η καθ΄ όλα επιτυχής παράσταση της Κρητικοπούλας επιβεβαιώνει την ιστορική σημασία της και συντελεί καθοριστικά στην καθιέρωση του έργου του Σαμάρα στο ρεπερτόριο του ελληνικού λυρικού θεάτρου, δίπλα στα δραματικά έργα του δημιουργού της. Μια τέτοια συγκυρία δεν μπορεί παρά να θεωρείται ευτυχής.

 

Μαγδαληνή Καλοπανά, Μουσικολόγος, Δρ.