Η ΕΛΣ στο Φεστιβάλ Αθηνών-πρώτη παραγωγή: Nabucco

Ο Giuseppe Verdi.
Ο Giuseppe Verdi.

Συναντήσαμε πρόσφατα στην Κέρκυρα, όπου κάθε χρόνο περνάμε μεγάλο μέρος του καλοκαιριού, ένα εκλεκτό μέλος της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), και αφού εκφραστήκαμε θετικά αναφερόμενοι στην απόδοση της ορχήστρας κατά την περασμένη καλλιτεχνική περίοδο, μάλιστα σε ένα απαιτητικό ρεπερτόριο, στη συνέχεια, μοιραστήκαμε μαζί του τον προβληματισμό μας σχετικά την έλλειψη φαντασίας και –ναι!- τόλμης στην επιλογή των οπερατικών έργων που παρουσιάζονται από την ΕΛΣ κατά τη φεστιβαλική περίοδο. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι τέσσερις ή πέντε δημοφιλέστερες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου αποτελούν μια βέβαιη εισπρακτική επιτυχία για το λυρικό μας θέατρο, ωστόσο, αν αναλογισθεί κανείς πόσα εξίσου μεγάλα σε αξία (αν όχι και μεγαλύτερα) έργα υπάρχουν, τα οποία σπανίως –ή ουδέποτε- έχουν παρουσιασθεί στη χώρα μας, θεωρούμε ότι είναι κρίμα να παρακολουθούμε τα ίδια εναλλάξ κάθε καλοκαίρι, ακόμα και σε διαφορετικές σκηνοθετικές διδασκαλίες. Εκτός από τον Nabucco, τον Trovatore, την Aida και τον Otello, ο Giuseppe Verdi, έχει συνθέσει πάμπολλες όπερες κατάλληλες για τη σκηνή του Ηρωδείου.  Σε ποιες αναφερόμαστε; Ernani, I due Foscari, Stiffelio, I vespri siciliani (Σικελικός εσπερινός), Don Carlo, ή τον υπέροχο ακροτελεύτιο Falstaff, για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Επίσης, πού είναι τα έργα άλλων μεγάλων συνθετών, όπως οι όπερες των Giacomo Meyerbeer, Gaetano Donizetti (εκτός από το L’ elisir d’ amore και την αριστουργηματική Lucia di Lammermoor, υπάρχουν o Roberto Devereux, η Lucrezia Borgia, η Favorita και ο Dom Sébastien), Vincenzo Bellini (εκτός από την Norma, υπάρχει και η υπέροχη όπερα «I Puritani») και κυρίως του Gioachino Rossini, από τον θάνατο του οποίου φέτος συμπληρώθηκαν εκατόν πενήντα χρόνια; Θα ήταν μοναδική ευκαιρία να χαιρόμαστε στην σκηνή του Ηρωδείου έναν Tancredi, μια Armida, ή τον αριστουργηματικό Guillhaume Tell (όλες, φυσικά, όπερες του Rossini). Με βεβαιότητα υποστηρίζουμε ότι το κοινό θα ερχόταν να τις παρακολουθήσει, υπό την προϋπόθεση βεβαίως, ότι θα είχε ακολουθήσει η σωστή και έγκαιρη διαφήμιση, που ούτως ή άλλως η ΕΛΣ εφαρμόζει –και μάλιστα εξαιρετικά- πριν από κάθε της παραγωγή. Όπως συμβαίνει και σε χώρες του εξωτερικού, έτσι και στην Ελλάδα, η συμμετοχή του λυρικού θεάτρου στο Φεστιβάλ θα όφειλε να είναι συνυφασμένη με νέες προτάσεις. Αυτά όσον αφορά στις θερινές επιλογές της ΕΛΣ, διότι η χειμερινή της περίοδος των τελευταίων ετών (η αλήθεια, πρέπει να λέγεται και να γράφεται!), φέρνει στην επιφάνεια ρεπερτόριο σπάνιο ή παντελώς άγνωστο για την Ελλάδα (λ.χ. όπερες του Leoš Janáček).

Αυτών λεχθέντων, ερχόμαστε στις δύο φετινές παραγωγές της ΕΛΣ, που δεν ήταν άλλες από τις όπερες Nabucco του Giuseppe Verdi (παρουσιασμένη για πρώτη φορά στις 9 Μαρτίου 1842 στο Teatro alla Scala του Μιλάνου) και Carmen του Georges Bizet (που ανέβηκε για πρώτη φορά στις 3 Μαρτίου 1875 στην  Opéra-Comique των Παρισίων).

Ο Δημήτρης Πλατανιάς στον ρόλο του Nabucco (φωτο: ΕΛΣ).

Ειδικότερα, την πρώτη μέρα του Ιουνίου (επίσημη έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών), σε ένα γεμάτο Ηρώδειο, παρακολουθήσαμε τον διεθνή Έλληνα βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά στον ρόλο του Nabucco, βασιλιά της Βαβυλωνίας. Είχαμε παρακολουθήσει τον καλλιτέχνη στον ίδιο ρόλο και χώρο, στις 26/7/2011 (σκηνοθεσία και κοστούμια του ευφάνταστου Γιάννη Μετζικώφ), και είχαμε εντυπωσιαστεί από την συνολική του απόδοση. Έτσι και αυτή τη φορά, μας κέρδισε με την εντυπωσιακή του φωνή και την άνετη μεγαλοπρέπεια με την οποίαν προσέγγισε τον ρόλο. Υποστήριξε με τέχνη τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του μονάρχη από την αλαζονεία στην αντίπερα όχθη της στοργικότητας. Η ερμηνεία του έχει ωριμάσει όπως και ο τρόπος που νιώθει τον ρόλο του. Η άρθρωση των μουσικών φράσεων και το ιδιωματικό-«ιταλικό» legato που υιοθετούσε, υπήρξαν, επίσης, στοιχεία άξια προσοχής. Η προσευχή του (Dio di Giuda), κατά την οποία, στην πρώτη σκηνή της τέταρτης πράξης, ο ήρωας ζητά συγχώρεση και δύναμη, μετά από τη σκηνή της τρέλας, τραγουδήθηκε με προσοχή και ηχητική πληρότητα. Ναι, με ιδιαίτερη χαρά παρακολουθούμε την εξέλιξη του Πλατανιά σε δραματικό βαρύτονο σπάνιων ποιοτήτων.

Τον ρόλο της Abigaille, η οποία ψευδώς ισχυρίζεται ότι είναι κόρη του Nabucco, επωμίσθηκε η Κορεάτισα υψίφωνος Sae Kyung Rim. Η τελευταία σημείωνε κατά την εν λόγω παραγωγή το ντεμπούτο της στον ρόλο. Θυμίζουμε ότι πέρσι την είχαμε παρακολουθήσει στον ρόλο της Butterfly (Giacomo Puccini, Madama Butterfly), σε παραγωγή της ΕΛΣ, στον ίδιο χώρο. Καίτοι στις πιο λυρικές στιγμές του ρόλου της, η μουσικότητά της ήρθε στην επιφάνεια, εντούτοις οι πολλές, καθαρά δραματικές πτυχές της Abigaille, βρήκαμε ότι σαφώς απαιτούν μια εντελώς διαφορετική φωνή, πολύ πιο μεγάλη σε όγκο, πιο γεμάτη, με δυνατά κέντρα και ασφαλώς πιο σκουρόχρωμη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ρόλος υπήρξε ο αγαπημένος διάσημων δραματικών υψιφώνων: η ενσάρκωση της Βουλγάρας Ghena Dimitrova (1941-2005) παραμένει αξέχαστη (κάποιοι θα θυμούνται την εμφάνισή της στον ίδιο αυτόν ρόλο, το 1981, πάλι στο Ηρώδειο).

Ο Δήμος Φλεμοτόμος στον ρόλο του Ismaele, ανιψιού του Βασιλιά της Ιερουσαλήμ, υπήρξε καλά μελετημένος και συνεπής. Ο Zaccaria, αρχιερέας των Εβραίων, ερμηνεύτηκε με ζεστή φωνή, όχι μεγάλου μεγέθους αλλά ωραίου ηχοχρώματος, από τον Riccardo Zanellato. Στον ρόλο της Fenena, κόρης του Nabucco, στάθηκε πειστικότατα, τόσο μουσικά, με ωραίους σχηματισμούς φράσεων και καλό έλεγχο αναπνοής, όσο και υποκριτικά, η Μολδαβή μεσόφωνος Elena Cassian, την οποία είχαμε ξεχωρίσει και σε παλαιότερες συμπράξεις της με την  ΕΛΣ. Οι Δημήτρης Κασιούμης (αρχιερέας του Bel), Γιάννης Καλύβας (Abdallo) και Βαρβάρα Μπιζά (Anna) ικανοποίησαν συμπληρώνοντας την διανομή.

Η χορωδία, που στην όπερα αυτή κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ενισχυμένη και από έκτακτα μέλη, προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, είχε πολλές ποιοτικές στιγμές (λ.χ. πρότεινε μια συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία του διάσημου «Va pensiero», κατά την δεύτερη σκηνή της τρίτης πράξης), αλλά και περιόδους κατά τις οποίες απειλείτο ο ορθός συντονισμός και συγχρονισμός των φωνών, κυρίως όταν ήταν χωρισμένη πάνω στη σκηνή.

Η ορχήστρα της ΕΛΣ, με προθυμία ακολούθησε τις οδηγίες του διαπρεπούς Γάλλου αρχιμουσικού Philippe Augin, μουσικού διευθυντή της Εθνικής Όπερας της Washington και τακτικού συνεργάτη των διασημότερων λυρικών θεάτρων και ορχηστρών διεθνώς. Επέλεξε μάλλον γρήγορες ταχύτητες, οδηγώντας κάποιες στιγμές την ορχήστρα (όπως και τη χορωδία) στα όρια των τεχνικών δυνατοτήτων της, ελάφρυνε τον ήχο και στόχευσε σε μια ανάγνωση εύπλαστη και σβέλτη. Σε στιγμές, όμως, αναζητούσαμε μια πιο μεστή και «ιταλική» ανάγνωση, που θα υπογράμμιζε τις σκοτεινότερες πλευρές της παρτιτούρας του Verdi. Σε όπερα του γαλλικού ρεπερτορίου, η ΕΛΣ θα έκανε σωστή επιλογή στην μετάκληση του Augin (στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, είχε ανακοινωθεί ότι η ΕΛΣ σκόπευε να ανεβάσει «Pelléas et Mélisande» του Claude Debussy).

Ο Ιταλός σκηνοθέτης Leo Muscato, στην πρώτη του συνεργασία με την ΕΛΣ, έφερε τη δράση πιο κοντά στη σύγχρονη εποχή και όπως υποστηρίζει ο ίδιος στο κείμενό του σχετικά με την αθηναϊκή παραγωγή,  «…η αισθητική ταυτότητα των σκηνικών και των κοστουμιών έχει στόχο την απόδοση ενός αφηρημένου τόπου και χρόνου, ώστε να εστιάσει την προσοχή στην ουσία. Για να αναπλάσουμε περιβάλλοντα διαφορά και απομακρυσμένα, χρησιμοποιούμε ένα σταθερό σύστημα σκηνικών: ένα πάτωμα, πέντε εισόδους, μερικά σκηνικά αντικείμενα και προβολές βίντεο στους τρεις τοίχους του θεάτρου». Όντως, τα σκηνικά (Tiziano Santi) ήταν λίγα, και βρήκαμε ότι ήταν κυρίως οι εύστοχες βιντεοπροβολές του ταλαντούχου Luca Attilii, που συνέδραμαν στη δημιουργία ασφυκτικής ατμόσφαιρας παρουσιάζοντας σκηνές, τρομακτικές φλόγες, αίμα, πουλιά, και γενικότερα στοιχεία που ενίσχυαν την πλοκή. Τα κοστούμια της Silvia Amonino κρίθηκαν λειτουργικά, χωρίς να διαθέτουν την αισθητική τελειότητα εκείνων του Μετζικώφ, που είχαμε θαυμάσει το καλοκαίρι του 2011. Ο Muscato πέτυχε να υπογραμμίσει τον πόνο και την αγωνία των αιχμαλώτων, παραπέμποντας σαφώς στη ναζιστική περίοδο και επιπλέον, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Guantánamo, όπως και την αλαζονική συμπεριφορά των εξουσιαστών.

Οι συντελεστές στο τέλος της παράστασης.
Οι συντελεστές στο τέλος της παράστασης.

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.