Οι ετήσιες εμφανίσεις μεγάλων ορχηστρών του εξωτερικού στην Αθήνα κατά τους χειμερινούς μήνες δεν είναι πλέον πολλές, εντούτοις εξακολουθούν να υπάρχουν, δίνοντας ένα ιδιαίτερο μουσικό στίγμα στα πολιτιστικά δρώμενα της πρωτεύουσας. Και πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι εν λόγω συναυλίες πραγματοποιούνται πάντα χάρη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ), που μέσα στους δύσκολους οικονομικά καιρούς που διανύουμε, έχει καταφέρει να κρατήσει ζωντανό ασφαλώς τον πιο δημοφιλή κύκλο του καλλιτεχνικού προγραμματισμού του, με τίτλο: Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Ερμηνευτές. Βεβαίως, και το Φεστιβάλ Αθηνών, μετά από κάποια χρόνια κατά τα οποία επέδειξε λιγότερο ενδιαφέρον προς τη σοβαρή μουσική, δείχνει δυναμικά να στρέφει και πάλι την προσοχή του προς το είδος μετακαλώντας μεγάλα συμφωνικά σύνολα και διαπρεπείς σολίστ. Για το επόμενο Φεστιβάλ, το πρόγραμμα του οποίου δεν έχει ακόμη επισήμως ανακοινωθεί, επιφυλάσσονται κάποιες ιδιαίτερα ευχάριστες μουσικές εκπλήξεις.
Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κύκλου του ΜΜΑ ακούσαμε την Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας, υπό τη διεύθυνση του ιδρυτή και καλλιτεχνικού διευθυντή της, Mikhail Pletnev (18/11, αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης). Η αίθουσα γέμισε, αποδεικνύοντας το γεγονός ότι το αθηναϊκό κοινό διψάει πάντα για συναυλίες διεθνούς κύρους και υψηλών προδιαγραφών. Βεβαίως, θα θέλαμε να βλέπαμε ακόμα περισσότερα νεανικά πρόσωπα στο κοινό, τα οποία απουσιάζουν από τέτοιες μεγάλες βραδιές (άραγε αυτό να οφείλεται και στον κάπως περιορισμένο αριθμό φοιτητικών εισιτηρίων που εξαντλούνται νωρίς;).
Η Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας έχει γίνει ιδιαίτερα αγαπητή στο ευρύ κοινό από τη σειρά των πολλών ηχογραφήσεών της για λογαριασμό μεγάλων δισκογραφικών εταιριών. Από το 1990, έτος ίδρυσής της, βρήκε ισχυρούς υποστηρικτές και προφανώς όχι μόνο στη Ρωσία.
Για την πρόσφατη εμφάνισή τους στη χώρα μας επέλεξαν έργα αντλημένα από το ρώσικο ρεπερτόριο, με εξαίρεση ένα, το οποίο άνοιξε η συναυλία.
Ειδικότερα, η βραδιά εγκαινιάστηκε με το Συμφωνικό ποίημα, Danse macabre, Op. 40, του Camille Saint-Saëns, γραμμένο το 1874 και βασισμένο σε ένα τραγούδι του ιδίου συνθέτη που είχε ολοκληρωθεί δύο χρόνια νωρίτερα. Ο ιδιαίτερα θερμός ήχος και η τεχνική αρτιότητα της Εθνικής Ορχήστρας της Ρωσίας ξεχώρισαν σε αυτό το εντυπωσιακό έργο του Γάλλου μουσουργού. Ο Pletnev απέδωσε τη μουσική με την πρέπουσα εκλέπτυνση στον σχηματισμό των φράσεων και με μετρημένη κίνηση των χεριών του. Σε κάποια, ωστόσο, σημεία της εκτέλεσης αναζητήσαμε περισσότερη λάμψη και υπογράμμιση του διαβολικού-σαρκαστικού στοιχείου της σύνθεσης, η οποία περιγράφει ακριβώς τον θρύλο του διαβόλου, που παίζοντας βιολί καλεί τους νεκρούς σε χορό. Το σόλο βιολί ερμηνεύτηκε με εκφραστική άνεση και τονική ακρίβεια από το πρώτο βιολί της ορχήστρας.
Κατά το υπόλοιπο μέρος του προγράμματος οι εκλεκτοί Ρώσοι μουσικοί βρέθηκαν σε ένα ασφαλώς πιο γνώριμο προς εκείνους πλαίσιο ρεπερτορίου, το οποίο μιλούσε απευθείας στην καρδιά τους.
Στο δημοφιλές Κοντσέρτο αρ. 3, Op. 30, έργο του 1909, του Sergei Rachmaninov, σολίστ ήταν ο Ρώσος βιρτουόζος των πλήκτρων Nikolai Lugansky, ο οποίος πολύ συχνά περιλαμβάνει στα προγράμματά του έργα αυτού του συνθέτη. Και ναι, η εξοικείωση με την ιδιαίτερη μουσική γλώσσα του Rachmaninov ήταν φανερή από την πρώτη νότα του εναρκτήριου μέρους, Allegro ma non troppo. Το διάσημο αρχικό θέμα στην τονικότητα της ρε ελάσσονος (φυσικά, κυρίας τονικότητας του πρώτου μέρους), αποκαλύφθηκε από εκείνον με μια υπέροχη δόση συγκρατημένης στοχαστικής μελαγχολίας. Τα στοιχεία που μας συγκινούν κάθε φορά που ακούμε τον Lugansky, τόσο σε συναυλίες και ρεσιτάλ όσο και σε ηχογραφήσεις, ξεχώρισαν και κατά την παρούσα ουσιαστική και απέριττη ερμηνεία του, που κινήθηκε μακριά από κάθε ψεύτικη ή επιτηδευμένη τάση στον σχηματισμό των μουσικών φράσεων. Λάβαμε έναν συνδυασμό υποδειγματικού μουσικού ήθους, εντυπωσιακής δακτυλικής ευχέρειας (πόσο άνετα κύλησε το τεχνικά απαιτητικό τρίτο και τελευταίο μέρος, Finale: Alla breve) και ωραίου ηχοχρώματος. Να ένας καλλιτέχνης, άξιος συνεχιστής του λιτού και συναισθηματικά γενναιόδωρου παιξίματος του ίδιου του Rachmaninov, που είναι άκρως διαφορετικό από το επιδεικτικό, μουσικά στείρο και επιφανειακό εκείνο αρκετών σύγχρονων νέων και διάσημων πιανιστών.
Ο Pletnev, ως έμπειρος πιανίστας που στο παρελθόν έχει προσφέρει εξίσου άρτιες αναγνώσεις του σολιστικού μέρους του ίδιου Κοντσέρτου, από τη θέση του αρχιμουσικού και με συνοδοιπόρους τα μέλη της λαμπρής ορχήστρας του, χάρισε στον Lugansky μια συνοδεία γεμάτη μουσικότητα και λυρισμό, υποστηρίζοντας κάθε στιγμή τις ερμηνευτικές του επιλογές.
Εκτός προγράμματος, ο σολίστ πρότεινε ένα θαυμάσιας ρυθμικής ροής Πρελούδιο Op. 23 αρ. 7, παραμένοντας στο σύμπαν του αγαπημένου του Rachmaninov: οι φθόγγοι των δεκάτων έκτων του δεξιού χεριού κύλησαν με την ταχύτητα και την ευφράδεια τρεχούμενου νερού. Έξοχος!
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ορχήστρα και αρχιμουσικός εξερεύνησαν τη μουσική των Alexander Glazunov και Sergei Prokofiev. Πρώτα κατέθεσαν μια καλοσχηματισμένη, ξεχωριστής μελωδικής έντασης και εκφραστικής συνέπειας, ανάγνωση του Πρελουδίου της Σουίτας «Από τον Μεσαίωνα», Op. 79, του Glazunov. Σημειώνουμε ότι η τετραμερής Σουίτα, την οποία μαέστρος και ορχήστρα έχουν περιλάβει πλήρη σε άλλες συναυλίες τους, γράφτηκε το 1902, αποτελεί ένα από τα γνωστότερα έργα του συνθέτη και περιγράφει εικόνες της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Ο Pletnev ολοκλήρωσε το πρόγραμμα διευθύνοντας μία Σουίτα σχηματισμένη από επτά μέρη δικής του επιλογής, προερχόμενα από το διάσημο μπαλέτο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», Op. 64, που ο Prokofiev συνέθεσε το 1935, και όχι μία από τις τρεις γνωστές Σουίτες αποτελούμενες από μέρη του ίδιου έργου. Εδώ ήταν που ο αρχιμουσικός επένδυσε όλη του την ενέργεια και έμπνευση ενθαρρύνοντας την ορχήστρα να παίξει με νεύρο και εκρηκτικό πάθος (α’ μέρος, Καπουλέτοι και Μοντέκκοι), φτεροπόδαρο μπαλετικό panache (γ’ μέρος, Μάσκες) και εκστατικό λυρισμό (ε’ μέρος, Ρωμαίος και Ιουλιέτα). Η κινησιολογία του, σε σχέση με εκείνη που υιοθέτησε κατά τη διεύθυνση των άλλων έργων, υπήρξε πολύ πιο εκφραστική, αναλυτική, άμεση και περιγραφική, γεγονός που, φυσικά, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στο ερμηνευτικό αποτέλεσμα. Εκτιμήσαμε τον προσεκτικό διαχωρισμό των πλούσιων ηχητικών όγκων, τις πολλές διαβαθμίσεις δυναμικής, τη ρυθμική ακρίβεια, την πλαστικότητα στον σχηματισμό των μουσικών φράσεων (λ.χ. στ’ μέρος, Πρωινή Σερενάτα), όπως και τις δεξιοτεχνικές ικανότητες των μελών του συνόλου στα σολιστικά περάσματα (λ.χ. τρομπέτα, φλάουτο, κλαρινέτο και σαξόφωνο). Πράγματι, οι μουσικοί της ορχήστρας έδειχναν να απολαμβάνουν τη συνεργασία τους με τον Pletnev, πείθοντας για το γεγονός ότι σχηματίζουν ένα σύνολο υποδειγματικής μουσικότητας, ενθουσιασμού και πειθαρχίας, στα σίγουρα χέρια αυτού του έμπειρου όσο και ευαίσθητου αρχιμουσικού.