«Η Βαλκυρία» του Richard Wagner σε πρώτη παρουσίαση από την Εθνική Λυρική Σκηνή – συναυλίες της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Η "Βαλκυρία" του Richard Wagner όπως παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ κατά την πρεμιέρα. Φωτογραφία: Γ. Καλκανίδης.
Σκηνή από το επικό μουσικό δράμα “Η Βαλκυρία” του Richard Wagner, με τους Allison Oakes (Sieglinde), Stefan Vinke (Siegmund) και Πέτρο Μαγουλά (Hunding), όπως παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ κατά την πρεμιέρα. Φωτογραφία: Γ. Καλκανίδης.

Αναμφισβήτητα, το πρόσφατο ανέβασμα της Βαλκυρίας (γερμ. Die Walküre, WWV 86B), δεύτερου μέρους του κύκλου με γενικό τίτλο Τo Δαχτυλίδι του Nibelung (γερμ. Der Ring des Nibelungen, WWV 86) του Richard Wagner (1813-1883), από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), αποτέλεσε γεγονός. Ήταν η πρώτη παρουσίαση του επικού μουσικού δράματος από το λυρικό μας θέατρο, καίτοι το ίδιο έργο είχε παρουσιαστεί πολύ παλιότερα στην Αθήνα (Θέατρο Ρεξ), στις 27/11/1938,  στο πλαίσιο του πλήρους κύκλου από την Όπερα της Φρανκφούρτης, υπό τη διεύθυνση του Γερμανού αρχιμουσικού και βιολονίστα Franz Konwitschny (1901-1962), σε σκηνοθεσία του Γερμανού Hans Meissner (1896-1958) και με μία πλειάδα εκλεκτών τραγουδιστών.

Μολονότι το έργο, που έλαβε την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή του στις 26/6/1870, στο Εθνικό Θέατρο του Μονάχου, όπως είναι γνωστό, κάθε άλλο παρά αποτελεί σπανιότητα για τα μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου, αντίθετα συχνά εντάσσεται στο ετήσιο ρεπερτόριό τους, η ΕΛΣ δεν είχε αποτολμήσει τη προσέγγισή του. Εξάλλου, η αλήθεια είναι, ότι γενικότερα, τα βαγκνερικά οπερατικά έργα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν αποτελούν προτεραιότητα, όχι μόνο της ΕΛΣ, αλλά και του Φεστιβάλ Αθηνών. Τα πράγματα μετά την τελευταία επιτυχημένη παρουσίαση, αναμένεται να αλλάξουν.

Ειδικότερα, το ανέβασμα της ΕΛΣ πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Βασιλική Όπερα της Δανίας. Παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα, που δόθηκε στις 10/3 (ακολούθησαν ακόμη πέντε παραστάσεις, στις 13, 16, 19, 24 και 31/3). Ο Άγγλος σκηνοθέτης John Fulljames, που υπήρξε διευθυντής της Βασιλικής Όπερας της Δανίας (2017-2022) και έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με την ΕΛΣ, συμπράττοντας με τους Tom Scutt (σκηνικά, κοστούμια) και D.M. Wood (υπεύθυνο φωτισμού), στόχευσε, μέσα από τη δική του προσωπική ματιά, τοποθετώντας, όπως ο ίδιος αναφέρει, την πλοκή σε ένα «φανταστικό σύμπαν». Σύμφωνα με εκείνον, ο Wotan, πατέρας των Θεών, αποκτά τη μορφή «ηγέτη μιας τεράστιας μιντιακής αυτοκρατορίας» και κινεί τα νήματα της δράσης ως το κεντρικό πρόσωπο της όπερας· τον βλέπουμε στη σκηνή ήδη από την πρώτη πράξη, κατά την οποίαν δεν τραγουδάει. Μία μεγάλων διαστάσεων πλατιά σκάλα δέσποζε στη σκηνή. Πάνω στα σκαλοπάτια της διαδραματίζονταν πολλές σκηνές του έργου, ενώ κατά την πρώτη πράξη, σε περιστροφή, η σκάλα σχημάτιζε τον χώρο της κατοικίας του Hunding, μέσα στην οποία η γυναίκα του, Sieglinde συναντιέται με τον Siegmund και ο έρωτας κυριαρχεί μεταξύ τους. Η ποικιλία στους φωτισμούς του Wood υποστήριζαν τις συναισθηματικές αλλαγές των ηρώων.

Σκηνή από το επικό μουσικό δράμα “Η Βαλκυρία” του Richard Wagner, με τους Marina Prudenskaya (Fricka) και Tommi Hakala (Wotan), όπως παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ κατά την πρεμιέρα. Φωτογραφία: Γ. Καλκανίδης.

Η διανομή των απαιτητικών ρόλων καλύφθηκε από λυρικούς καλλιτέχνες ικανότατους και στην περίπτωση των περισσοτέρων, έμπειρους όσον αφορά στο βαγκνερικό ρεπερτόριο.

Τον ρόλο της Βαλκυρίας Brünhilde, λατρεμένης κόρης του Wotan, κράτησε η Αγγλίδα δραματική υψίφωνος Catherine Foster, που έχει χειροκροτηθεί στο Φεστιβάλ του Bayreuth, όπου πραγματοποίησε το ντεμπούτο της το 2013, και την οποία είχαμε ακούσει προ μηνών, και πάλι στην Αθήνα, στο Ηρώδειο, πέρυσι στις 16/9, κατά το Gala αφιερωμένο στην μνήμη της Μαρίας Κάλλας (βλ. critics’point, 6/10/2023). Όπως και τότε, έτσι και τώρα κέρδισε εκ νέου τις θετικές μας εντυπώσεις. Η θαυμαστής επάρκειας φωνή της σε συνδυασμό με μία βέβαιη τεχνική, με ασφαλείς ψηλές νότες και, προφανώς, μέσω της έμπειρης γνώση της, της επέτρεψαν να εισέλθει στα βαθιά νερά του ρόλου της.

Ο Φινλανδός βαρύτονος Tommi Hakala υποστήριξε έναν Wotan επιβλητικό, δυναμικό και τραγικό. Τόσο εκείνος όσο και η Foster υπήρξαν πειστικοί στις μεταξύ τους σκηνές και ιδίως κατά την τελευταία. Τραγούδησε τον περίφημο τελικό αποχαιρετισμό του προς την κόρη του (Wotans Abschied), με αίσθημα, με την απαιτούμενη μεγαλοπρέπεια και ωραίο φωνητικό μέταλλο.

Το ερωτευμένο ζευγάρι Siegmund και Sieglinde, παιδιά του Wotan και δίδυμα αδέλφια, ερμηνεύθηκε αντίστοιχα από τους Stefan Vinke και Allison Oakes. Ο πρώτος, Γερμανός τενόρος, έμπειρος στην ερμηνεία του Wagner, τραγούδησε με δυνατή φωνή, άνεση στον σχηματισμό των φράσεων, καθαρή άρθρωση του κειμένου και σωστό ηχόχρωμα ηρωικού τενόρου, μολονότι υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες παρατηρήσαμε τονικές αστάθειες ειδικά σε φθόγγους της υψηλότερης φωνητικής περιοχής, οι οποίοι ενίοτε «μπαλάριζαν» αρκετά. Η δεύτερη, Βρετανίδα υψίφωνος, προσέγγισε τον ρόλο της με μουσικότητα, καλά στηριγμένη φωνή και ψυχικό δόσιμο. Κατά την πρώτη πράξη, προφανώς με προτροπή του σκηνοθέτη, υπογράμμισε εμφατικά (σε στιγμές, κατά την άποψή μας, ίσως υπερβολικά) τον φόβο που νιώθει απέναντι στον άντρα της, Hunding. Ο τελευταίος ρόλος τραγουδήθηκε εξαιρετικά από τον όπως πάντα άρτια προετοιμασμένο μπάσο Πέτρο Μαγουλά. Ο ίδιος, επιστρατεύοντας υποκριτική δεινότητα, πρόβαλε την άγρια και βίαιη πλευρά του ήρωα που ενσάρκωνε.

Σκηνή από το επικό μουσικό δράμα “Η Βαλκυρία” του Richard Wagner, με τους Tommi Hakala (Wotan) και Catherine Foster (Brünhilde), όπως παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ κατά την πρεμιέρα. Φωτογραφία: Γ. Καλκανίδης.

Τον ρόλο της θεάς Fricka, συζύγου του Wotan και πρόστατιδας του γάμου, η οποία κατά τη δεύτερη πράξη είναι έντονα ενοχλημένη από τον έρωτα μεταξύ των δύο αδελφιών και πείθει τον άντρα της να μην επηρεάσει την έκβαση της μάχης μεταξύ του θνητού γιού του Siegmund και του Hunding, ερμήνευσε με φωνή πλούσια σε όλη της την έκταση και ιδιαίτερου ηχοχρωματικού ενδιαφέροντος, όπως και με έντονη προσωπικότητα, η Ρωσίδα μεσόφωνος Marina Prudenskaya. Μολονότι διαπιστώσαμε ότι θα μπορούσε να είχε επενδύσει περισσότερο στην καθαρότερη άρθρωση πολλών λέξεων, υπήρξε αξιοθαύμαστη στην ερμηνεία της (τρανό παράδειγμα άρθρωσης και όχι μόνον, αποτελούν οι απαθανατισμένες σε ήχο, CD, και εικόνα, DVD, για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon, ενσαρκώσεις του ρόλου από την αλησμόνητη Γερμανίδα ομότεχνή της, Christa Ludwig, 1928-2021).

Στους ρόλους των υπολοίπων Βαλκυριών διακρίθηκαν με φωνές σωστά υποστηριγμένες οι Katherina Sandmeier (Helmwige), Βιολέττα Λούστα (Gerhilde), Ταξιαρχούλα Κανάτη (Ortlinde), Νεφέλη Κωτσέλη (Waltraute), Δήμητρα Καλαϊτζή-Τηλικίδου (Siegrunde), Φωτεινή Αθανασάκη (Roßweiße), Άννα Τσελίκα (Grimgerde) και Χρυσάνθη Σπιτάδη (Schwertleite).

Σκηνή από το επικό μουσικό δράμα “Η Βαλκυρία” του Richard Wagner, με τους Tommi Hakala (Wotan) και Catherine Foster (Brünhilde), όπως παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ κατά την πρεμιέρα. Φωτογραφία: Γ. Καλκανίδης.

Η ορχήστρα της ΕΛΣ, υπό τη διεύθυνση του Γερμανού αρχιμουσικού Roland Kluttig, ο οποίος αντικατέστησε τον Γάλλο ομότεχνό του Philippe Auguin, που μόλις στις 26/2 ανακοινώθηκε ότι αποχωρεί από την παραγωγή (όπως πληροφορηθήκαμε στη συνέχεια από ιδιωτική πηγή, λόγω διαφωνίας που προέκυψε με την ορχήστρα), στάθηκε άψογα στο ύψος των απαιτήσεων της μεγάλης παρτιτούρας, προσφέροντας μία ιδιωματική ερμηνεία ουσίας και  παράλληλα αποσπώντας από την ορχήστρα ήχο μεστό. Επιπλέον, καθοδήγησε την ορχήστρα σε προσεγμένο σχηματισμό φράσεων και σωστό κτίσιμο κλιμακώσεων δυναμικής, ενώ πέτυχε η ένταση του ήχου να μην είναι ποτέ τόσο ανεβασμένη ώστε να καλύπτει τις φωνές, όπως ενίοτε συμβαίνει. Η γόνιμη συνεργασία του με το σύνολο, μας κάνει να πιστεύουμε ότι δεν θα αργήσουμε να τον ξαναδούμε στο podium του.

Συνοψίζοντας, μας δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσουμε μία παραγωγή που απέδειξε ότι η ΕΛΣ είναι απολύτως σε θέση να ανεβάσει επιτυχώς βαγκνερικά μουσικά δράματα. Τώρα, η σειρά των υπολοίπων τριών έργων του Δαχτυλιδιού ή ίσως ενός Parsifal;

Συνεχίζοντας το μουσικοκριτικό μας σημείωμα, θα μεταφερθούμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης), όπου παρακολουθήσαμε τρεις συναυλίες διεθνών ορχηστρών.

Η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου με σολίστ τον Christian Tetzlaff. Φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης.

Πιο συγκεκριμένα, στις 23/2, η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου (αγγλ. London Philharmonic Orchestra), η οποία ήταν αρχικά προγραμματισμένο να εμφανιστεί υπό τη διεύθυνση της Αμερικανίδας-ελληνικής καταγωγής αρχιμουσικού Karina Canellakis, που δυστυχώς κατά τη διάρκεια της δοκιμής με την ορχήστρα, εδώ στην Αθήνα και την ίδια μέρα της συναυλίας, ένιωσε έντονη αδιαθεσία, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να αποσυρθεί. Κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή επιστρατεύτηκε ο μαέστρος και βραβευμένος κλαρινετίστας Διονύσης Γραμμένος, ο οποίος κλήθηκε να την αντικαταστήσει (για το δεύτερο μέρος της συναυλίας) δίχως δοκιμή. Μολονότι κάποια άλλη ορχήστρα ανάλογης φήμης, ενδεχομένως να είχε ακυρώσει τη συναυλία, ωστόσο η ίδια επέλεξε να προχωρήσει στην πραγματοποίησή της. Έτσι, το αρχικά προγραμματισμένο εναρκτήριο έργο, Πρελούδιο από την όπερα Khovanshchina (ρωσ., Хованщина), δεν ακούστηκε, και η συναυλία άρχισε απευθείας με το δεύτερο έργο του προγράμματος, που ήταν το Κοντσέρτο νια βιολί και ορχήστρα αρ. 1, Op. 77/99, του Ρώσου συνθέτη Dmitri Shostakovich (1906-1975), με σολίστ τον διακεκριμένο Γερμανό βιολονίστα Christian Tetzlaff. Ο τελευταίος, αναλαμβάνοντας επιπλέον χρέη μαέστρου όσο καλύτερα μπορούσε σε ένα έργο τέτοιων υψηλών μουσικών και τεχνικών απαιτήσεων που αποζητά από τον σολίστ την προσοχή και συγκέντρωση στο δικό του δύσκολο μέρος, απέδωσε το έργο αριστοτεχνικά, με ήχο καλοδουλεμένο και με ιδιαίτερη προσοχή στα μουσικά νοήματα και ρυθμικά στοιχεία· οδήγησε στην επιφάνεια τα σκοτεινά (πρώτο μέρος, NocturneModerato), σαρκαστικά (δεύτερο μέρος, ScherzoAllegro και τέταρτο μέρος, BurlesqueAllegro con brioPresto) και έντονα αγωνιώδη στοιχεία που περιέχονται στην παρτιτούρα. Τα μέλη της ορχήστρας συνεργάστηκαν υποδειγματικά μεταξύ τους και με ακόμη περισσότερη προθυμία και ετοιμότητα· αντιμετώπισαν ηρωικά την αναπάντεχη περίσταση εφαρμόζοντας έξοχη ομαδική αναπνοή, ακολούθησαν τον σολίστ προσεκτικά και έπαιξαν με το απαιτούμενο συναισθηματικό δόσιμο. Εκτός προγράμματος, ο Tetzlaff χάρισε μία υπέροχα στοχαστική  Sarabanda, τρίτο μέρος από την Παρτίτα για σόλο βιολί αρ. 2, BWV 1004, του Johann Sebastian Bach (1685-1750).

Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, η Φιλαρμονική του Λονδίνου ερμήνευσε τη Συμφωνία αρ. 4, Op. 98, του Johannes Brahms (1833-1897), όπως προαναφέρθηκε με τον Γραμμένο στο podium. Πρόκειται για ένα αγαπημένο έργο το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο σταθερό ρεπερτόριο κάθε ορχήστρας. Οι ποιότητες της ορχήστρας, με τον θερμό ήχο και το έξοχο legato των εγχόρδων, όπως και με τον «δεμένο» εκείνον ήχο των πνευστών, αναδείχθηκαν σε όλη τη διάρκεια της ερμηνείας. Η εκφραστική πνοή και η στιβαρή δομή του μπραμσιανού αριστουργήματος υπηρετήθηκαν στο ακέραιο. Προφανώς η ερμηνεία που λάβαμε έφερε τη σφραγίδα της διδασκαλίας της Cannelakis, ωστόσο η σταθερή και κινησιολογικά εύστοχη διεύθυνση του Γραμμένου δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί.

Η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, υπό τον Mikko Franck, και με σολίστ τον Gautier Capuçon. Φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης.

Στην ίδια αίθουσα, στις 12 και 13/3 απολαύσαμε δύο συναυλίες της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας (γαλλ. Orchestre Philharmonique de Radio France), υπό τη διεύθυνση του Φινλανδού αρχιμουσικού και μουσικού της διευθυντή ως το 2025, Mikko Franck. Το πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας καλύφθηκε από έργα αποκλειστικά Γάλλων μουσουργών. Άνοιξε με μία ονειρικής διάθεσης και ποιητικής εκλέπτυνσης εκτέλεση του Πρελουδίου στο απομεσήμερο ενός Φαύνου (γαλλ. Prélude à l’après-midi d’un faune) του Claude Debussy (1862-1918).

Στη συνέχεια ο διαπρεπής Γάλλος βιολοντσελίστας Gautier Capuçon, που κατά τη συναυλία αντικατέστησε τον συμπατριώτη του πιανίστα JeanYves Thibaudet, πρότεινε μία δυναμική, πληθωρικής έκφρασης, ασυγκράτητα ρομαντική και δεξιοτεχνικά εντυπωσιακή ανάγνωση του σολιστικού μέρους του δημοφιλούς Κοντσέρτου για βιολοντσέλο και ορχήστρα αρ. 1, Op. 33, του Camille SaintSaëns (1835-1921). Η ορχήστρα, υπό τον Franck, τον υποστήριξαν με γενναιοδωρία έκφρασης, ενδιαφέρον και γνώση. Εκτός προγράμματος, ο Capuçon ένωσε τις δυνάμεις του με εκείνες του εκλεκτού αρπίστα της ορχήστρας, Nicolas Tuilliez, χαρίζοντας μία λεπτών αποχρώσεων ανάγνωση του διάσημου Κύκνου (γαλλ. Le Cygne), δέκατο τρίτο μέρος από τη Σουίτα Το Καρναβάλι των Ζώων (γαλλ. Le Carnaval des animaux) του ίδιου μουσουργού.

Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ορχήστρα και μαέστρος αποκάλυψαν με αναλυτικό τρόπο και με ήχο εξαιρετικά εύπλαστο, φίνο και μαγευτικά πολυδιάστατο, αρχικά τη Συμφωνική Σουίτα Printemps (ελλ. Άνοιξη, εμπνευσμένη από το ομότιτλο έργο του ζωγράφου Sandro Botticelli, 1445-1510) του Debussy, σε ενορχήστρωση του συνθέτη, αρχιμουσικού και καθηγητή Henri Büsser (1872-1973, η αρχική εκδοχή του έργου είναι για πιάνο-τέσσερα χέρια) και κατόπιν τη Σουίτα με τίτλο Ma mère lOye (ελλ. Η Μάνα μου η Χήνα) του Maurice Ravel (1875-1937), η μουσική αφήγηση της οποίας ξεδιπλώθηκε μέσα σε κατάλληλα χρωματισμένη παραμυθένια ατμόσφαιρα. Η βραδιά σφραγίστηκε με μία εκτός προγράμματος συγκινητική εκτέλεση της Παβάνας για μια νεκρή ινφάντα (γαλλ. Pavane pour une infante défunte), βεβαίως του Ravel.

Η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, υπό τον Mikko Franck, και με σολίστ την Vilde Frang. Φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης.

Η επόμενη συναυλία άνοιξε με το Κοντσέρτο αρ. 1, Op. 77/99, του Shostakovich, το οποίο είχαμε ακούσει μόλις μερικές εβδομάδες νωρίτερα, με τον Tetzlaff ως σολίστ (βλ. παραπάνω). Η Νορβηγίδα βιολονίστα Vilde Frang, γνωστή στο ευρύτερο κοινό από τις λαμπρές ηχογραφήσεις της για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Warner Classics (εννέα albums μέχρι στιγμής), με ήχο στη λεπτομέρεια δουλεμένο και πλούσια τεχνικά και εκφραστικά μέσα, υποστήριξε μία ερμηνεία δυνατής ρητορικής και συγκέντρωσης, τεχνικά αψεγάδιαστης. Οι εκτενείς και γεμάτες βαθιά σκέψη και ανησυχία σοστακοβιτσιανές μουσικές δηλώσεις και παράγραφοι, όπως και οι εκρηκτικής δύναμης σελίδες των γρήγορων μερών, βρήκαν την ίδια, την ορχήστρα και τον μαέστρο σε απόλυτη φόρμα.

Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, λάβαμε μία όλο brio και οίστρο ερμηνεία, με έμφαση στο χορευτικό ρυθμικό στοιχείο, του τετραμερούς μπαλέτου Pétrouchka (ρωσ., Петрушка), στην εκδοχή του 1947, του Igor Stravinsky (1882-1971). Οι σκηνές, οι παραμυθένιες εικόνες και οι περιγραφικές στιγμές προσεγγίστηκαν με élan, ιδιάζουσα ευαισθησία και έγνοια στην ανάδειξη του χαρακτήρα τους. Η ξεχωριστή μουσικότητα και η δεξιοτεχνική ικανότητα της ορχήστρας, όπως και το καλό γούστο του Franck, έφθαναν στην επιφάνεια με πειστικότατο τρόπο.

Εκτός προγράμματος, προσφέρθηκε το σύντομο ορχηστρικό έργο με τίτλο, Πόλκα Τσίρκου: για έναν μικρό ελέφαντα (αγγλ. Circus Polka: For a Young Elephant) κατά το οποίο εύστοχα υπογραμμίστηκε το χιουμοριστικό στοιχείο, σφραγίζοντας έτσι με ένα πλατύ χαμόγελο δυο αξιοσημείωτης ποιότητας βραδιές.

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.