της Χριστίνας Κόκκοτα
φιλολόγου θεατρολόγου
Με τις «Τραχίνιες» του Σοφοκλή – τραγωδία περιορισμένα μελετημένη, από τη φιλολογική κριτική αδικημένη αλλά και ελάχιστα αξιοποιημένη από τη θεατρική πράξη, αναμετρήθηκε το φετινό καλοκαίρι ο επιλεκτικός Θωμάς Μοσχόπουλος. Μόλις τέσσερες φορές μέχρι σήμερα – σε σκηνοθεσία του Λίνου Καρζή τη δεκαετία του ’60 και του Αλέξη Σολομού το 1970, του Νίκου Χαραλάμπους το 1984 και του Σπύρου Ευαγγελάτου δέκα χρόνια μετά (1994) ο λόγος του τραγικού ποιητή ακούσθηκε στην τραγωδία αυτή.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης οι «Τραχίνιες» (γυναίκες της Τραχίνας) αποτελούν ένα συγκλονιστικό οικογενειακό ερωτικό δράμα, με τους δύο βασικούς ήρωες να πέφτουν θύματα του συμπαντικού ερωτικού πάθους και να οδηγούνται εξ αιτίας του στην καταστροφή. Η Διηάνειρα, παλεύει, στην ηλικία της ωριμότητας, για την αγάπη του άνδρα της. Με γνώμονα τον απόλυτο έρωτά της γι’ αυτόν και παραδομένη στην τραγική αμφιβολία της, το φόβο και την αγωνία της, καταφεύγει ακόμα και σε μαγικά φίλτρα για να παραδεχθεί καθυστερημένα «έπραξα μεγάλο κακό με καλήν ελπίδα» και να οδηγηθεί τελικά με βουβή θλίψη στην αυτοκτονία, ενώ ο Ηρακλής, πάντα ερωτικά βουλιμικός και αχαλίνωτος, είναι το θύμα της σχεδόν γεροντικής αγάπης του για τη νεαρή Ιόλη.
Πέραν όμως και πίσω από το θέμα του έρωτα, που επισημαίνεται από τον Χορό σε δύο στάσιμα με ευθεία αναφορά στο κυριαρχικό σθένος της Αφροδίτης, το έργο διαρρέουν υπόγεια ρεύματα σκοτεινών θεϊκών χρησμών του παρελθόντος, που ασκούν καταλυτική επίδραση στο παρόν των ηρώων, άποψη που σφραγίζει ο Χορός στο εξόδιο άσμα του, ψάλλοντας «Στον κόσμο τίποτα δεν γίνεται που να μην είναι Δίας».
Τόσο η Διηάνειρα όσο και ο Ηρακλής, υποκείμενοι στις απατηλές αβεβαιότητες της ανθρώπινης υπόστασης και παγιδευμένοι στα όρια της επιφανειακής ανθρώπινης γνώσης, βρίσκονται σε πλάνη σχετικά με την πραγματική τους κατάσταση. Και οι δύο μάταια αγωνίζονται για τη λύτρωσή τους, αγνοώντας ότι η δράση τους οδηγεί στην κατάρρευσή τους. Ανακαλύπτουν την αλήθεια πολύ αργά, την ώρα της καταστροφής τους, όταν η ψευδαίσθηση, που εξέθρεψαν, καταρρέει μπροστά στη δύναμη των θεϊκών ορισμών.
Όταν η Διηάνειρα, ανήσυχη για το αντικείμενο της αγάπης της, αποφασίζει να ενεργοποιήσει τον ερωτικό χιτώνα του Κένταυρου Νέσσου, δεν γνωρίζει ότι πρόκειται για θανατηφόρο δηλητήριο, για δώρο άδωρο, για μεταποιημένη εκδίκηση του τέρατος κατά του Ηρακλή, που το σκότωσε. Όμως σε κατάσταση πλάνης και τυφλότητας τελεί και ο Ηρακλής, που εκλαμβάνει την αναφορά του θεϊκού χρησμού στη «λύσιν των πόνων» ως υπόσχεση μιας ήρεμης και ευτυχισμένης ζωής και όχι ως θάνατο. Στην κλιμακούμενη δραματική ατμόσφαιρα της τραγωδίας, ας προστεθεί ότι πέραν από την επενέργεια των ανεξιχνίαστων εξουσιαστικών επιταγών στη ζωή των κεντρικών ηρώων συμβάλλει και το γεγονός ότι το ίδιο μέσο – το υποτιθέμενο ερωτικό φίλτρο – λειτουργεί ως αιτία της κοινής τους καταστροφής, θαρρείς και ένας ακατάλυτος δεσμός συνδέει τη τραγική τους μοίρα.
Απέναντι στις άδικα υποβαθμισμένες στην κατηγορία του «μελοδράματος» Τραχίνιες ο Θωμάς Μοσχόπουλος στάθηκε με ιδιαίτερη σύνεση. Επιλέγοντας την ασφάλεια της κλασσικής σκηνοθετικής ανάγνωσης και αποφεύγοντας συστηματικά και μεθοδικά τη διολίσθηση στην παγίδα του μελοδραματισμού, που ελλοχεύει στη συγκεκριμένη τραγωδία, πέτυχε ένα καθαρό και έντιμο παραστασιακό αποτέλεσμα και απέσπασε γενικά καλές ερμηνείες.
Με φόντο το γαιώδες σκηνικό της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, που συνοδευόταν εύστοχα από λιτά κοστούμια γήινων αποχρώσεων η Άννα Μάσχα κατέθεσε μια καλοσχεδιασμένη και καλοδουλεμένη Διηάνειρα και κυριάρχησε ερμηνευτικά. Ηθοποιός χαμηλών τόνων, ξεδίπλωσε με ευδιάκριτη ευαισθησία την πλούσια γκάμα συναισθημάτων, με τα οποία προικίζει ο Σοφοκλής την ηρωίδα του, από την ανησυχία και την αγωνία, το φόβο και την τραγική αμφιβολία της ερωτευμένης γυναίκας μέχρι τη διάψευση και τη ματαίωση των καλοπροαίρετων προθέσεών της.
Η σκόπιμη διόγκωση της όψης του Ηρακλή αβαντάρησε τον Αργύρη Ξάφη στην ανάδειξη της σκληρότητας, της βιαιότητας και του εγωκεντρισμού του ήρωα, ανεβάζοντας εύστοχα τους ερμηνευτικούς του τόνους, πλην όμως ο αξιόλογος ηθοποιός δεν κατάφερε να βρει τις κατάλληλες ισορροπίες ώστε τελικά να παντρέψει την επική του διάσταση του χαρακτήρα με τη σωματική δοκιμασία και την επιθανάτια αγωνία που βιώνει.
Φιλότιμη η προσπάθεια του Θάνου Τσοκάκη στο ρόλο του συμπαθητικού Ύλλου, φιγούρας μοναχικής και βαθύτατα τραγικής. Αν και μάλλον άπειρος, πάσχισε ωστόσο με αμφίβολη αποτελεσματικότητα να προβάλλει την ορμητικότητα της διχασμένης νεανικής ψυχής του, που εύκολα καταδικάζει αλλά και συγχωρεί στην περίπτωση της μητέρας του Διηάνειρας αλλά και υπακούει – αν και δεν συμφωνεί – στις επιθυμίες του ετοιμοθάνατου πατέρα του Ηρακλή.
Καίρια και αποτελεσματική η καταξιωμένη Φιλαρέτη Κομνηνού στο σύντομο ρόλο της Τροφού επέβαλε την παρουσία της με μέτρο και σύνεση. Ο Άγγελος του Κώστα Μπερικόπουλου είχε την απαιτούμενη απλοϊκότητα και λαϊκότητα ενώ στον διαμεσολαβητικό μεταξύ των τραγικών συζύγων ρόλο του Λίχα ο Γιώργος Χρυσοστόμου επέδειξε ερμηνευτική συνέπεια.
Στην παραγωγή του θετικού παραστασιακού αποτελέσματος συνέβαλε αποφασιστικά ο πολυμελής γυναικείος Χορός. Ευάγωγος, επιμελώς ασκημένος αλλά και αρμονικά συντονισμένος με την ζωντανά εκτελεσμένη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, κινήθηκε σε ποικίλα κινησιολογικά σχήματα – άλλοτε δικαιωμένα και άλλοτε αμήχανα – αλλά κυρίως τραγούδησε χαρισματικά, με τη φροντίδα της Μελίνας Παιονίδου αναδεικνύοντας τα θαυμάσια χορικά της τραγωδίας με την έντονη φιλοσοφική διάθεση και τον ευαίσθητο προβληματισμό τους για το ευμετάβολο της ανθρώπινης κατάστασης.
Μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, που ανανέωσε με σοβαρότητα το ενδιαφέρον του θεατρόφιλου κοινού για μια εντελώς αδικαιολόγητα παραγκωνισμένη πλην όμως καθ’ όλα σημαντική σοφόκλεια τραγωδία.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» (31/08/2013)