H πεντάπρακτη όπερα Manon του Jules Massenet, σε λιμπρέτο των Henri Meilhac και Philippe Gille, βασισμένο στη νουβέλα του Abbé Prévost, αποτελεί ένα από τα μεγάλα θαύματα του γαλλικού μελοδραματικού ρεπερτορίου. Η παρτιτούρα είναι ξέχειλη από συγκινητικές μελωδίες, λεπτοδουλεμένη ενορχήστρωση και ερωτική ατμόσφαιρα.
Η διεισδυτική και ευαίσθητα χρωματισμένη μουσική του Massenet πετυχαίνει να σκιαγραφήσει με αποκαλυπτικό τρόπο την πορεία της γοητευτικής Manon από την αθωότητα της εφηβικής ηλικίας στην άνοδο και την πτώση της ερωτικής ζωής, μέχρι την ύστατη στιγμή της μετάνοιας και του θανάτου στην αγκαλιά του αγαπημένου της, Ιππότη des Grieux.
Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 19 Ιανουαρίου 1884, στο Παρίσι, με μεγάλη επιτυχία και σύντομα αγαπήθηκε όσο λίγα έργα του γαλλικού ρεπερτορίου. Μετά από την πρεμιέρα του αριστουργήματος, πολλά λυρικά θέατρα στην Ευρώπη και τη Αμερική θέλησαν να ανεβάσουν το έργο.
Η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης πρωτοανέβασε το έργο στις 16 Ιανουαρίου 1895 και έκτοτε έχει προτείνει παραγωγές πραγματικά εξαιρετικές. Το πιο πρόσφατο ανέβασμα της όπερας από το εν λόγω λυρικό θέατρο (σε συμπαραγωγή με τη Βασιλική Όπερα Covent Garden του Λονδίνου, το Θέατρο της Scala του Μιλάνου και το Θεάτρο του Καπιτωλίου της Τουλούζης) πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από τον θάνατο του Massenet και στήθηκε γύρω από την πολυδιαφημισμένη σύγχρονη Ρωσίδα ντίβα Anna Netrebko, σοπράνο που διαθέτει την κατάλληλη ελκυστική φωνή, τη μουσικότητα και βεβαίως, γοητευτική σκηνική παρουσία. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν προϋπόθεση για τη σωστή προσέγγιση του ρόλου.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της σειράς Met HD Live, στις 10/4, στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, παρακολουθήσαμε μαγνητοσκοπημένη μετάδοση από το περίφημο αυτό αμερικανικό λυρικό θέατρο παράστασης της Manon, που είχε δοθεί δύο μέρες νωρίτερα ( 8/4).
Στο podium της έξοχης ορχήστρας της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης στάθηκε ο Ιταλός αρχιμουσικός Fabio Luisi, ο οποίος με μεγάλη προσοχή εκμαίευση θαυμάσια ηχοχρώματα τόσο από τους μουσικούς του ορχηστρικού συνόλου όσο και από τους τραγουδιστές του.
H Netrebko με ελκυστικό τρόπο βούτηξε στα άδυτα του ρόλου της Manon και με φωνή στη βάση της δουλεμένη, τραγούδησε με νόημα και λυρισμό τις μεγάλες φράσεις. Ίσως κάποια από τα υψηλά ρε της tessitura να μην ήταν ακριβώς στη θέση τους, ωστόσο η τέχνη του σχηματισμού των φράσεων και της χρήσης των αναπνοών, όπως και η προσοχή με την οποίαν μπόλιαζε τις λέξεις (θαυμάσια αρθρωμένα τα γαλλικά της!), μας συγκίνησαν. Γίναμε μάρτυρες της αγωνίας και του κλάματος της ηρωίδας που με τόση ευστοχία μεταφερόταν μέσω της πολύτιμης φωνής της.
Δίπλα της, ο Piotr Beczala, που για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του αντιμετώπιζε τον ρόλο του Ιππότη des Grieux, αποδείχθηκε άξιος συνοδοιπόρος της: δεν ήταν μόνο η πλούσια φωνή του που μας κέρδισε, αλλά η ατελείωτη αναπνοή του και η αμεσότητα της έκφρασής του (με πόση αισθαντικότητα απέδωσε την άρια En fermant les yeux και με πόσο νόημα ερμήνευε τις κρατημένες νότες). Το ζευγάρι βρήκε πολλά σημεία επικοινωνίας, που έκαναν την ερμηνεία της όπερας ιδιαίτερη.
Ο Βραζιλιανός βαρύτονος Paolo Szot απέδωσε τον ρόλο του Lescaut, εξαδέλφου της ηρωίδας, με δραματικότητα. Ο Αμερικανός μπασοβαρύτονος David Pittsinger προσέγγισε με παλμό τον μάλλον σύντομο ρόλο του πατέρα des Grieux. Οι τρεις κοπέλες, Ditto Anne–Carolyn Byrd, Jennifer Black και Ginger Costa–Jackson, υπήρξαν ιδιαίτερα πειστικές στις κουτσομπολίστικες ατάκες τους. Ο ρόλος του Guillot de Morfontaine καλύφθηκε με χιούμορ, ειρωνική φινέτσα και θεατρικό οίστρο από τον Christoph Mortagne. Η υπόλοιπη διανομή των μικρότερων ρόλων στάθηκε στο ίδιο υψηλό μουσικό επίπεδο: Bradley Garvin (De Brétigny), Philip Cokorinos (Πανδοχέας), Kathryn Day (Υπηρέτρια), Alexander Lewis (Φρουρός) και David Crawford (Φρουρός).
Η χορωδία, προετοιμασμένη από τον πολύπειρο βετεράνο διευθυντή χορωδίας Donald Palumbo, κρίθηκε εξαιρετική σε κάθε εμφάνισή της, ενώ το μπαλέτο εκτέλεσε με κέφι τις χορογραφίες του Lionel Hoche.
Ο Laurent Pelly, που υπέγραφε την παραγωγή και τον σχεδιασμό των κοστουμιών, έστησε μια παράσταση απολύτως καλαίσθητη και μέσα στο πλαίσιο των ζητουμένων της παρτιτούρας: απέριττα και λειτουργικά σκηνικά (της Chantal Thomas) συνδυασμένα με καλοσχεδιασμένα και ξεχωριστά στην κομψότητά τους κουστούμια (έξι διαφορετικά κοστούμια για την Manon!), φωτισμένα με νόημα από τον Joël Adam, ευχαριστούσαν τα μάτια.