Κορυφαίο γεγονός της τρέχουσας καλλιτεχνικής περιόδου του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ) αποτέλεσε ο κύκλος των τεσσάρων συναυλιών της Κρατικής Ορχήστρας του Βερολίνου (Staatskapelle Berlin), υπό τη διεύθυνση του γεννημένου στην Αργεντινή από Αργεντινο-Ισραηλίτες γονείς αρχιμουσικού Daniel Barenboim (γ. 1942), που δόθηκαν στις 27, 29, 30 και 31 Οκτωβρίου (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης).
Τόσο η εν λόγω ορχήστρα, που ανήκει στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου, όσο και ο Barenboim, που κατέχει τη θέση του γενικού μουσικού τους διευθυντή (ορχήστρας και όπερας), είναι γνωστοί στο ευρύτερο διεθνές ακροατήριο κυρίως από τις πολλές εξαιρετικές τους ηχογραφήσεις αλλά και από τις ετήσιες περιοδείες τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη ιδρύθηκε το 1570, ενώ ο δεύτερος, στα αρχικά του βήματα έλαμψε ως παιδί θαύμα του πιάνου και λίγο αργότερα, χωρίς να εγκαταλείψει το πιάνο, εξελίχθηκε σε διαπρεπή αρχιμουσικό έχοντας την τύχη να συνεργαστεί με ονομαστές ορχήστρες, αλλά και με μεγάλους σολίστ (ως μαέστρος) και μαέστρους (ως πιανίστας) της παλαιότερης γενιάς, από τους οποίους διδάχθηκε πολλά, λ.χ. Arthur Rubinstein (1887-1982) και Otto Klemperer (1885-1973), για να αναφέρουμε μόνο δύο από τα πολλά ονόματα. Το μεγάλο του παράπονο ήταν ότι δεν κατάφερε ποτέ να συμπράξει με τον θρυλικό Γερμανό αρχιμουσικό Wilhelm Furtwängler (1886-1954), μολονότι προσκλήθηκε από εκείνον αλλά οι γονείς του θεώρησαν ότι ήταν ακόμη νωρίς. Επίσης, στον γράφοντα είχε κάποτε εκμυστηρευτεί στο Βερολίνο, ότι πάντα θυμάται με ξεχωριστό τρόπο τη σύμπραξή του με τον «δικό μας» αρχιμουσικό Δημήτρη Μητρόπουλο (1896-1960).
Οι πρόσφατες αθηναϊκές εμφανίσεις της Staatskapelle Berlin και του ιδίου, με τις οποίες εγκαινιάστηκε η διεθνής τους περιοδεία, ήρθαν για να αντικαταστήσουν εκείνες που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν πάλι στο ΜΜΑ, στις 12-16 Νοεμβρίου 2020, και που είχαν αναβληθεί λόγω της πανδημίας. Πέρυσι στο πρόγραμμα δέσποζε ο πλήρης κύκλος των Εννέα Συμφωνιών του Ludwig van Beethoven (1770-1827), με αφορμή την συμπλήρωση διακοσίων πενήντα ετών από τη γέννηση του Τιτάνα της μουσικής, ενώ φέτος, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων συναυλιών, ακούστηκε ο πλήρης κύκλος των (4 + 4, αντίστοιχα) Συμφωνιών των Robert Schumann (1810-1856) και Johannes Brahms (1833-1897), κάθε βράδυ από μία του κάθε συνθέτη, κατά σειρά.
Θα θυμίσουμε ότι η σειρά αρίθμησης των συμφωνιών του Schumann δεν αποτελεί τη σειρά δημιουργίας τους, αλλά τη σειρά με την οποία εκδόθηκαν˙ κατά σειρά σύνθεσης είναι: Συμφωνία αρ. 1, Op. 38, της Άνοιξης, ολοκληρωμένη τον Φεβρουάριο 1841, Συμφωνία αρ. 4, Op. 120, ολοκληρωμένη το 1841 και εκτενώς αναθεωρημένη το 1851 προκειμένου να εκδοθεί, Συμφωνία αρ. 2, Op. 61, ολοκληρωμένη το 1846, και Συμφωνία αρ. 3, Op. 97, του Ρήνου, ολοκληρωμένη το 1850. Προσθέτουμε εδώ ότι υπάρχει και μία προγενέστερη των παραπάνω, η Συμφωνία, WoO29, η επονομαζόμενη του Zwickau, καθώς αυτή ήταν η πόλη στην οποία ακούστηκε για πρώτη φορά το εναρκτήριο μέρος της, Moderato–Allegro: ο Schumann εργάστηκε πάνω σε αυτό το έργο κατά τα έτη 1832-1833, αλλά στη συνέχεια το εγκατέλειψε σε ημιτελή μορφή. Ο κύκλος των τεσσάρων ολοκληρωμένων συμφωνιών δημιουργήθηκε μέσα στην εξαιρετικά γόνιμη δεκαετία της ζωής του, 1841-1851.
Ήταν πραγματικά ευχής έργο το γεγονός ότι μας δόθηκε η σπάνια ευκαιρία μέσα σε λίγες μόνο μέρες να ακούσουμε όλες τις συμφωνίες των δύο παμμέγιστων αυτών Γερμανών μουσουργών του ρομαντισμού από ένα τόσο ιστορικό σύνολο και έναν μαέστρο της αξίας του Barenboim. Ευθύς εξαρχής θα τονίσουμε ότι ο τελευταίος, που όπως προαναφέρθηκε εκτός από σημαντικός αρχιμουσικός είναι και επιφανής πιανίστας (επιπλέον με εμπειρία στην εκτέλεση έργων μουσικής δωματίου), επιστράτευσε για το λάξευμα των τόσο εύφορων και πλούσιων σε ιδέες ερμηνειών που κατέθεσε, όλη του τη γνώση του πιανιστικού, συμφωνικού και φωνητικού ρεπερτορίου των μεγάλων μουσουργών της λεγόμενης ρομαντικής περιόδου της μουσικής ιστορίας (και όχι μόνον των δύο τιμωμένων, λ.χ. ξεχωρίσαμε ένα βαγκνερικό ορχηστρικό gravitas αλλά και μία μεγαλειώδη μπρουκνερική πνοή στα κτισίματα των εκτενών μουσικών παραγράφων). Μέσα από αυτές τις επιβλητικές εκτελέσεις νιώσαμε ακόμα τον απέραντο θαυμασμό του απέναντι στην ερμηνευτική αισθητική, «ρομαντική» μέχρι το κόκαλο, των θρυλικών αρχιμουσικών του ένδοξου παρελθόντος.
Ειδικότερα, στα έργα του Schumann, που κατέλαβαν τα πρώτα μέρη των συναυλιών, ο ίδιος φώτισε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ρυθμικά στοιχεία, την έντονη φαντασία, τις σκοτεινές στιγμές αγωνίας αλλά και εκείνον τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό που εμφορείται από ένα αστείρευτο πάθος και μία ενθουσιώδη αγάπη για τη ζωή.
Η αφηγηματική δύναμη, οι ποιητικές διαστάσεις, αλλά και οι μπετοβενικές επιρροές της Συμφωνίας αρ. 1, της Ανοίξεως, Op. 38, τα σε βάθος επεξεργασμένα δομικά χαρακτηριστικά και η τόσο δυνατή σε συνθετικό όραμα διάθεση της Συμφωνίας αρ. 2, Op. 61, η φρεσκάδα, η ωριμότητα σκέψης και η μεγαλοπρέπεια της πενταμερούς Συμφωνίας αρ. 3, Op. 97 ή εκείνη η χαρακτηριστική μυστηριακή μελαγχολία της Συμφωνίας αρ. 4, Op. 120, αποκαλύπτονταν συναρπαστικά από τον Barenboim και από τους μουσικούς του, οι οποίοι σε κάθε μουσικό μέτρο τού πρόσφεραν τον καλύτερό τους εαυτό, με θαυμασμό, εμπιστοσύνη και αγάπη. Επρόκειτο για μία απολύτως εύφορη και δοκιμασμένη σύμπραξη με ανεκτίμητες διαστάσεις μουσικής αξίας. Και μολονότι η ερμηνεία κάθε έργου ήταν στην εντέλεια δουλεμένη και προετοιμασμένη (ακόμη και κατά τη διάρκεια των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα, ο αρχιμουσικός έδινε επιπλέον οδηγίες στα μέλη της ορχήστρας), δεν υπήρχε ίχνος αίσθησης ρουτίνας, η οποία ενίοτε μαστίζει ερμηνείες πολυπαιγμένων έργων που υποστηρίζονται από μερικούς άλλους εξίσου διάσημους μαέστρους και από άλλα διεθνή ορχηστρικά σύνολα. Κατά τις αθηναϊκές αναγνώσεις, ο ακροατής έμενε με την εντύπωση ότι μόλις εκείνη την ώρα «ανακαλύπτονταν» και ξεδιπλώνονταν με συναρπαστική ελευθερία και απροσποίητο αυθορμητισμό, οι τόσο εμβριθείς ιδέες, η συναισθηματική ποικιλία και οι βαθυστόχαστες μουσικές σκέψεις του πολύτιμου και πάντα ανήσυχου Schumann.
Ο μεγάλος, θερμός, ιδιαιτέρως βαθύς, βελούδινος όπου έπρεπε και γεμάτος υπέροχες αποχρώσεις ήχος του γερμανικού συνόλου, ριζωμένος καλά μέσα στη σπουδαία γερμανική ορχηστρική παράδοση και με ποιότητες άλλων εποχών, ζέσταινε με αμεσότητα τις καρδιές των ακροατών τόσο κατά τη διάρκεια των σουμανικών παρτιτούρων, όσο και κατά τη διάρκεια εκείνων των μεγαλειωδών σελίδων των τεσσάρων συμφωνικών ογκόλιθων του Brahms, που κατέλαβαν τα δεύτερα μέρη των συναυλιών.
Στις συμφωνίες του Brahms, που συγκριτικά με εκείνες του Schumann βρίσκουν συχνότερα τον δρόμο τους στα προγράμματα των συναυλιών, η αίσθηση της στρουκτούρας, η συνεχής διάθεση εμβάθυνσης και ανάδειξης του συναισθηματικού εύρους όπως και του μελωδικού, αρμονικού, ρυθμικού και ενορχηστρωτικού πλούτου των σελίδων τους εκ μέρους του Barenboim και της υπέροχης ορχήστρας του, ευχαρίστησαν με ιδιαίτερο τρόπο όλους όσους είχαμε την ευκαιρία (και προφανώς, την τύχη) να γίνουμε μάρτυρες των αναγνώσεων.
Αναλυτικότερα, με προσοχή και σεβασμό απέναντι τόσο στις αγωγικές ενδείξεις όσο και στις ενδείξεις δυναμικής, με ιδιωματικό γούστο και κατανόηση βασισμένη σε πολυετή μελέτη και εμπειρία, φωτίστηκαν ο μεγαλειώδης χαρακτήρας της Συμφωνίας αρ. 1, Op. 68 (η στη λεπτομέρεια δουλεμένη παρτιτούρα, που παραδόθηκε το 1876, χρειάστηκε πάνω από δεκατέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί), ο τρυφερός λυρισμός και η αισιοδοξία της Συμφωνίας αρ. 2, Op. 73 (1877), οι συναισθηματικές αμφιταλαντεύσεις της Συμφωνίας αρ. 3, Op. 90, που αποτελεί ένα από τα πιο προσωπικά έργα του συνθέτη και περιλαμβάνει το διάσημο τρίτο μέρος, poco allegretto (ένα νοσταλγικού χαρακτήρα μελαγχολικό βαλς σε ντο ελάσσονα), όπως και η μεγαλοπρεπής, με τόσες τραγικές προεκτάσεις Συμφωνία αρ. 4, Op. 98, η μοναδική συμφωνία του συνθέτη που ολοκληρώνεται σε ελάσσονα τονικότητα.
Εν κατακλείδι, τέσσερις συναυλίες οι οποίες θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη μας χάρη στις άφθαστες ερμηνευτικές τους ποιότητες.