Εορταστικό Gala με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

Το εορταστικό Gala της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Φωτο: Χ. Ακριβιάδης.

Γράφει ο Δρ Ιωάννης H. Βλάχος*

Το εορταστικό Gala της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Φωτο: Χ. Ακριβιάδης.
Το εορταστικό Gala της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Φωτο: Χ. Ακριβιάδης.

 

Το εορταστικό πρόγραμμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς συνεχίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μετά από το εξαιρετικό μπαλέτο του Μonte Carlo, με ένα Gala της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έχει βεβαίως μεγάλη προϊστορία ξεκινώντας από τα τέλη του 19ου αιώνα ως Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και με τον τίτλο ως Κρατική Ορχήστρα Αθηνών από τον Φεβρουάριο του 1943. Από το podium  της έχουν περάσει διαπρεπείς Έλληνες και ξένοι αρχιμουσικοί όπως οι Richard  Strauss, Δημήτρης Μητρόπουλος, Igor Μarkevitch, Ανδρέας Παρίδης, Βύρων Φιδετζής κ.ά.

Στην εορταστική αυτή συναυλία, που δόθηκε στις 30/10, το σύνολο εκτός από τα καθαρά ορχηστρικά έργα, εισαγωγή στον “Γουλιέλμο Τέλλο” του Gioachino Rossini (1792-1868) και εισαγωγή στην οπερέτtα “H νυχτερίδα” του Johan Strauss (1825-1901), περιέλαβε στο πρόγραμμά του άριες και duetti,  από γνωστές όπερες. Υποθέτουμε ότι λόγω της έλλειψης τενόρων, η επιλογή των έργων έγινε με επιτυχία βέβαια, με βαρύτονο και υψίφωνο, παρόλο που τα έργα για τέτοιες φωνές βαρύνουν ένα εορταστικό πρόγραμμα.

Τα μέλη της ορχήστρας εμφανίστηκαν ντυμένα ομοιόμορφα, οι άνδρες με φράκο και οι κυρίες με μαύρα μακριά φορέματα, δίνοντας ένα τόνο επισημότητας του Πρωτοχρονιάτικου Gala. Ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου επίσης εμφανίστηκε με σμόκιν κουστούμι και ένα κόκκινο μαντήλι στο τσεπάκι του στήθους.

Η εισαγωγή (overture) του Rossini  στην όπερα “William Tell” παρουσιάστηκε το 1829 και είναι μακράς διαρκείας, αποτελούμενη από τέσσερα μέρη χωρίς διακοπή. Οι μελωδίες της έχουν χρησιμοποιηθεί σαν μουσικό θέμα σε ποικίλες κινηματογραφικές σειρές και ταινίες.

Η εισαγωγή μάς μεταφέρει μουσικά στις ελβετικές Άλπεις. Το πρώτο μέρος, διάρκειας περίπου 3′,  αρχίζει με ένα σόλο βιολοντσέλο, σε σολ ύφεση μείζονα που έρχεται να απαντηθεί από τα υπόλοιπα celli και τα κοντραμπάσα. Στο βάθος ακούγονται τα τύμπανα να αναφέρονται σε έναν επερχόμενο κεραυνό.
Στο δεύτερο μέρος, διάρκειας 3′ επίσης, έχει επέλθει πλέον η θύελλα που παίζεται από όλη την ορχήστρα. Αρχίζει με τα βιολιά και τις βιόλες που διακόπτονται από περάσματα ανέμου, με τρεις νότες πρώτα από τα piccolo, μετά από τα φλάουτο, τα όμποε, από τα κλαρινέτα και τελικά από τα μπάσα. Η καταιγίδα επιπίπτει με τα γαλλικά κόρνα, τις τρομπέτες και τα τρομπόνια μέχρι που σιγά-σιγά καταλαγιάζει αφήνοντας ένα φλάουτο να παίζει μονάχο του.

Στο δεύτερο αυτό μέρος φάνηκε και η ικανότητα του μαέστρου να ελέγχει το σύνολο της ορχήστρας του και να παράγει ηχοχρωματικές αντιστίξεις παρόλο που συνεχίζει την διεύθυνση ρυθμού και δυναμικής-ηχοχρώματος και με τα δύο χέρια ταυτοχρόνως.

Στο τρίτο μέρος, σε λα ύφεση μείζονα, η επελθούσα γαλήνη μετά την καταιγίδα  εισάγεται από τα αγγλικά κόρνα, αλλά διαχειρίζεται προοδευτικά από το φλάουτο που απέδωσε με μεγάλη προσοχή στην έκφραση και στην τονική ακρίβεια η Χρυσή Πιλαφτσή. Η μελωδία  αυτή του φλάουτου, που διαρκεί περίπου 2’, επανέρχεται πολλές φορές στη διάρκεια της κύριας όπερας και κυρίως στην τελευταία πράξη. Για όσους έχουν παρακολουθήσει την ταινία cartoon του Walt Disney, είναι η μουσική επένδυση.

Το τέταρτο μέρος το φινάλε (overture) είναι το marsch των Ελβετών στρατιωτών σε σολ μείζονα (όπως το πρελούδιο). Αλλά εδώ είναι ένας καλπασμός που ξεκινάει μεν από τις τρομπέτες, αλλά παρασύρει αργότερα όλη την ορχήστρα σε ένα μεγαλειώδες και ξέφρενο ηρωικό ρυθμό. Αναφέρεται στη νικηφόρα μάχη των Ελβετών στρατιωτών που απελευθέρωσαν την χώρα τους από τους αυστριακούς και διαρκεί επίσης 3′. Παρόλο που στην όπερα δεν υπάρχουν σκηνές με άλογα ή ιππικό, το μουσικό αυτό το κομμάτι έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές σε σκηνές καλπασμού αλόγων και είναι το μουσικό θέμα της ταινίας «Μοναχικός καβαλάρης».  Έχει χρησιμοποιηθεί επίσης από τον Dmitri Shostakovich στις πρώτες σελίδες της Συμφωνίας αρ. 15.

Στη συνέχεια ο γνωστός ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος απέδωσε την γνωστή άρια του Figaro, “Largo al factotum” από την όπερα buffa του Rossini “O κουρέας της Σεβίλλης”. Ο βαρύτονος Χριστογιαννόπουλος έχει κάνει ήδη εμφανίσεις και καριέρα στις ελληνικές, αλλά και σε μεγάλες σκηνές του εξωτερικού, στηριζόμενος όχι μόνο στην σωστή άρθρωση και μουσικότητά της φωνής του αλλά και στη φυσική του παρουσία και υποκριτική ικανότητα. Τελευταία τον απολαύσαμε σε εκπομπή του Mezzo, από την ελβετική τηλεόραση, στην “Traviata”. Αυτά τα στοιχεία έδωσε εκτός από τον Figaro και στο duetto με την υψίφωνο Βάσια Αλάτη.

Η όπερα «Κουρέας της Σεβίλλης», σε πρώτη εγγραφή παρουσιάστηκε το 1816, στο Teatro Argentina στην Ρώμη. Όμως, η πρώτη αυτή παράσταση δεν είχε επιτυχία γιατί το κοινό αποδοκίμασε τον Rossini υποκινούμενο από τον Giovanni Paisiello, που είχε συνθέσει μία όπερα με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, βασισμένη στο έργο του Pierre de Beaumarchais, Γάλλου θεατρικού συγγραφέα. Η δεύτερη, όμως, παρουσίαση στην Αγγλία (10 Μαρτίου 1818), στο King’s Theater του Λονδίνου και στις 13 Οκτωβρίου στο Covent Garden, υπήρξε μεγάλη επιτυχία και έκτοτε παίζεται σε όλα τα μουσικά θέατρα, δίνοντας χαρά επί 200 χρόνια τους μουσικόφιλους ανά τον κόσμο.

Στην συναυλία αυτή της Κρατικής Ορχήστρας, ο Χριστογιαννόπουλος, στην καβατίνα του Figaro, ήταν πολύ πειστικός σκηνικά αλλά πολύ γρήγορος και βιαστικός στα περάσματα. Όπως για παράδειγμα στο «Colla donetta… col cavaliére» ίσως λόγω του tempo που του έδινε ο μαέστρος, ενώ ο βαρύτονος εκεί μπορεί να «τραβήξει» την άρια και την κορώνα κάνοντας παιχνιδίσματα με τη φωνή του.

Στη συνέχεια της συναυλίας η άρια της Lucia από την πρώτη πράξη της όπερας “Lucia di Lammermoor”. Η υψίφωνος Βάσια Αλάτη έκανε μία λίαν αξιοπρεπή εμφάνιση, κομψή και λυγερόκορμη καθώς είναι, με μια φωνή που εξέφραζε τον πόνο και την αγωνία της Lucia. Οι πρώτες νότες της εισαγωγής της άριας  από μία άρπα, την παίρνουν τα έγχορδα και συνοδεύουν από κει και πέρα ένα βαθύ «αχ» από την πρωταγωνίστρια, εκφράζοντας όλο το πάθος και τον πόνο της.  Η καλλιτέχνις, ίσως και λόγω ηλικίας, ενώ είναι τονικά πολύ σωστή και διαθέτει ωραίο ηχόχρωμα, η φωνή της, όμως, στερείται, ακόμη έντασης.  Έτσι στα χαμηλά περάσματα εκαλύπτετο από την ορχήστρα. Αυτό συνέβη και στο ντουέτο με τον βαρύτονο, από την Τraviata, με την φωνή της Αλάτη να δέχεται το πεπρωμένο της. Εδώ ο Χριστογιαννόπουλος ανταποκρίθηκε στην φωνητική έκταση της παρτιτούρας και έδειξε όλες τις δυνατότητές του.

Οι άριες βέβαια αυτές είναι ούτως ή άλλως τόσο αγαπημένες και συγκινούν το ακρωτήριο, ώστε είναι απόλαυση πάντα να τις ακούει κανείς. Η Μαρία Κάλλας έλεγε ότι οι άριες του Bellini,  του Donizetti  και του Verdi ήταν αυτές που αγαπούσε να τραγουδάει.

Το δεύτερο μέρος της συναυλίας ξεκίνησε με το πρελούδιο από την Τraviata του Verdi που αποδόθηκε από την ορχήστρα πολύ ποιητικά. Στο πρελούδιο της α’ πράξης τα βιολιά δίνουν τον τόνο της εύθραυστης ηρωίδας, ακολουθούμενα από τα υπόλοιπα έγχορδα. Η Κρατική Ορχήστρα και ο μαέστρος άγγιξαν το μουσικό θέμα με μεγάλη τρυφερότητα και η μουσική που έδωσαν καθήλωσε το κοινό σε προσμονή για το επόμενο λυρικό  τραγούδι  της Βιολέτας, ενώ το πρόγραμμα τελικά πέρασε στη γνωστή άρια του Germont προς τον γιό του από την β’ πράξη.  Το απέδωσε με πάθος ο Χριστογιαννόπουλος, όπου είχε πολύ καλές στιγμές και στις χαμηλές και στις υψηλές νότες.

Η βραδιά συνεχίστηκε με μια επιτυχημένη εκτέλεση της εισαγωγής από την νυχτερίδα του Strauss. «Η Νυχτερίδα» (Die Fledermaus), που γράφτηκε το 1874. Το είδος αυτό (operette), που συνδυάζει τη μουσική με την διασκέδαση, λόγω του χαρακτήρα του, δεν θεωρήθηκε τόσο σοβαρό και σημαντικό όσο οι όπερες. Λόγω του χαρακτήρα της έχει διαφορές από την όπερα. Σαν παράδειγμα, η οπερέττα στα διάφορα μέρη (arie, recitativi και χορωδιακά) διακόπτεται από διαλόγους που έχουν υπονοούμενα ή προκαλούν γέλιο, χωρίς μουσική υπόκρουση. Οι οπερέττες τελικά είναι οι πρόδρομοι των musicals. Η ουσιώδης ίσως διαφορά ανάμεσα σ΄αυτά τα δύο είδη, που εξελίχθησαν τον τελευταίο αιώνα, είναι ότι η οπερέττες  είναι ελαφρές όπερες με θεατρική παρουσία, ενώ το Musical είναι θεατρικό έργο με μουσική και χορό. Αυτό φαίνεται και στο casting των ηθοποιών. Στην όπερα και στην οπερέττα συμμετέχουν λυρικοί καλλιτέχνες. Ενώ στο μιούζικαλ συμμετέχουν ηθοποιοί που έχουν ικανότητα να τραγουδούν και να χορεύουν.

Η συνέχεια της βραδιάς ήταν πλέον πιο χαρούμενη. Συνεχίστηκε ανάλαφρα με το φιλήδονο τραγούδι της Giuditta,  “Meine Lippen, sie küssen so heiß!” (με άλλα λόγια «τα φιλιά μου είναι καυτά!»), από την δ’ πράξη της ομώνυμης οπερέττας του Lehár. Η Αλάτη απέδωσε την άρια με απόλυτη μουσικότητα και σωστή τονική ακρίβεια, αλλά αυτή η χαριτωμένη και  ψηλόλιγνη κοπέλα, εκπρόσωπος αγνότητας, πώς να δώσει σε ένα τραγούδι «φλογερά φιλιά» και να πείσει;

Το πρόγραμμα έκλεισε με το γνωστό ντουέτο του ρολογιού από την “Νυχτερίδα” του Strauss που το τραγούδησαν και το χόρεψαν οι δύο λυρικοί καλλιτέχνες καταχειροκροτούμενοι.

Το θερμό χειροκρότημα του κοινού προκάλεσε το πρώτο bis  που ήταν το γνωστό ντουέτο – βαλς της «Εύθυμης χήρας» του Lehár, όπου εκτός του ότι το τραγούδησαν με χάρη και μπρίο οι δύο λυρικοί καλλιτέχνες, το χόρεψαν κιόλας, με το Χριστογιαννόπουλο να κάνει και show, ανεβαίνοντας στο podium και εκδιώκοντας τον μαέστρο ώστε να έχει αρκετό ύψος για να χορέψει την σαφώς πιο ψηλή συμπρωταγωνίστριά του. Αποτέλεσμα το κοινό να τους καταχειροκροτήσει έτσι ώστε να δοθεί άλλο ένα bis  το γνωστό από τον «Βαφτιστικό» του Θεοφράστου Σακελλαρίδη ντουέτο, «Η καρδιά μου πονεί για σας», που το συνόδεψε το κοινό με ρυθμικό χειροκρότημα, ώστε να καταλήξει η ορχήστρα και ο μαέστρος να κλείσουν χαρούμενα και επετειακά τη βραδιά με τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.

Και του χρόνου.

 

* Ο Δρ Ιωάννης Η. Βλάχος είναι Ορθοπαιδικός – Χειρουργός, τ. Καθηγητής Παν/μίου Κρήτης.