της Χριστίνας Κόκκοτα
θεατρολόγου-μέλους Ε.Ε.Θ.Κ.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ Ειρήνη
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Κ.Β.Θ.Ε.
Σε έναν καιόμενο κόσμο, στον οποίο η ζωή του ανθρώπου εξακολουθεί να δηλητηριάζεται από τα δεινά του πολέμου και να σπαταλιέται αλόγιστα στο βωμό των άνομων συμφερόντων της σύγχρονης πολεμοκαπηλείας, είναι εύλογο η αριστοφανική «Ειρήνη» να διατηρεί αμείωτη την επικαιρότητά της και να λειτουργεί, έστω και παροδικά, ως λυτρωτική ψευδαίσθηση και καθαρτήρια ουτοπία.
Ο Αριστοφάνης είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει και να νιώθει ευτυχισμένος, όταν πρωτοπαρουσίαζε την αντιπολεμική αυτή κωμωδία του στα «Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια» το 421 π.Χ. Η πρώτη φάση του αιματηρού και αδελφοκτόνου πολέμου – ο Δεκαετής ή Αρχιδάμειος πόλεμος – είχε τελειώσει και τα γεράκια του, ο Κλέωνας από τη μια μεριά και ο Βρασίδας από την άλλη είχαν πέσει θύματα της αδυσώπητης πολεμικής μηχανής, που οι ίδιοι είχαν στήσει. Ο δρόμος για την έστω επισφαλή Νικίειο ειρήνη ήταν πλέον ανοικτός.
Ήταν επομένως η καταλληλότερη στιγμή για να υψώσει ο ποιητής σθεναρά την ειρηνόφιλη και αντιπολεμική φωνή του και μέσα από την παθολογία του πολέμου να αναδείξει τις ηδονές της ειρηνικής ζωής, να ψάλλει τον θρίαμβο της ζεστής χαράς του κάμπου και να χαιρετήσει την επιστροφή των αμπελουργών και των ανθρώπων του μόχθου στην αγροτική ευτυχία, που μόνο η ειρήνη μπορούσε να τους εξασφαλίσει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το αντιπολεμικό σάλπισμα του Αριστοφάνη στην «Ειρήνη» διαπνέεται από πανελλήνιο αίσθημα και στέκεται μακριά από στενόμυαλους και ατελέσφορους τοπικισμούς, γι’ αυτό και η συχνά επαναλαμβανομένη στο κείμενο της κωμωδίας προσφώνηση «Ώ Πανέλληνες».
Ο μύθος του έργου απλοϊκός, παρακολουθεί την δονκιχωτική ανάβαση του ειρηνόφιλου Τρυγαίου και του καλοταϊσμένου σκαθαριού του στα δώματα του Δία προκειμένου να απελευθερώσει την φυλακισμένη από τον Πόλεμο Ειρήνη. Η επιστροφή του στη γη μετά από την επιτυχία του τολμηρού εγχειρήματος, συνοδεύεται από ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς, με κατακλείδα της κωμωδίας τον γάμο του αιθεροβάμονα ήρωα με την Οπώρα, ένα συμβολικό σμίξιμο της αγροτιάς με την πλούσια σοδειά και πλατύτερα τον κάθε Έλληνα με τα αγαθά της ευλογημένης ειρήνης. Η πρόχειρη πάντως σύνθεση της «Ειρήνης» δεν αντανακλάται μόνο στην απλοϊκότητα της υπόθεσης. Αποτυπώνεται και στη χαλαρότητα της δομής της αλλά και στα αδούλευτα και βεβιασμένα χωρατά της, αδυναμίες που πιθανότατα συνδέονται με την ατιθάσευτη προσωπική ευδαιμονία του Αριστοφάνη κατά το χρόνο της δημιουργίας της.
Χωρίς να παραγνωρίσει κανείς την εύστοχη προσπάθεια για την απόδοση του ενθουσιαστικού κλίματος και της πανηγυρικής ατμόσφαιρας, που κυριαρχεί στην «Ειρήνη», δεν μπορεί παρά να σημειώσει συγχρόνως ότι η σκηνοθετική εκφώνηση του Σωτήρη Χατζάκη επεδίωξε μία κατά κόρον αναγωγή της αριστοφανικής κωμωδίας στο σήμερα, που παραστασιακά παρέπεμπε στο αρχέγονο κομμάτι της επιθεώρησης, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αριστοφανικού λόγου και το ξερίζωμα από την εποχή του. Μια σκηνοθετική επιλογή που κατέληξε σε μια πιασάρικη και εκτονωτική παράσταση, ενίοτε φλύαρη και υπερφορτωμένη, στην οποία περίσσεψαν τα σεξουαλικά υπονούμενα και οι τηλεοπτικές ατάκες αλλά και δεν έλειψαν οι αυτοσχεδιαστικές τοπικιστικές αναφορές. (Πότε πρόλαβαν να τις εντάξουν, άραγε, στη ροή του λόγου;).
Κλίμα ευφορίας, γελαστικό και ευφρόσυνο, μετέδωσε το δίδυμο των δούλων (Δ. Μορφακίδης και Ν. Μαγδαληνός) των επιφορτισμένων με την περιποίηση του σκαθαριού στο άνοιγμα της παράστασης. Ο ταλαντούχος Βασίλης Χαραλαμπόπουλος υποστήριξε τον Τρυγαίο λιτά και ανεπιτήδευτα, με τη γνώριμη σκηνική του άνεση, υπολείφθηκε όμως σε ενέργεια και ευελιξία, που χαρακτηρίζει τον υπερδραστήριο και δονκιχωτικό αριστοφανικό ήρωα. Στην απόδοση του ρόλου του Ερμή – πορτιέρη των θεών, που ως χαρακτήρας συνυφαίνει γοητευτικές αντιφάσεις – από τον Φάνη Μουρατίδη κυριάρχησε η συνήθης τα τελευταία χρόνια τραβεστί σκηνική εκδοχή, που επέτεινε προκλητικά τον διασυρμό του κακομεταχειρισμένου τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία θεού.
Τη βαρβαρότητα του Πολέμου, ως ισχυρής νοηματικής αντίστιξης προς την Ειρήνη, ανέδειξε εύστοχα ο Βασίλης Σεϊμένης, ενώ στο ρόλο των καιροσκόπων του πολέμου – του χρησμολόγου Ιεροκλή και του Οπλοπώλη – οι Χρήστος Νίνης και Γιάννης Χαρίσης κινήθηκαν με επιθεωρησιακή λογική. Σοβαρός αλλά μάλλον αμήχανος και ανένταχτος στο κλίμα της παράστασης ο παλαίμαχος ηθοποιός Γιώργος Κωνσταντίνου ως Ποιητής της Παράβασης.
Ζωηρότητα, εμμέλεια και συντονισμό απέπνεε ο πρόσχαρος αγροτικός Χορός της κωμωδίας, που τραγούδησε υπό τους ήχους λαϊκών μελωδιών επιλεγμένων από τον Μίνωα Μάτσα και χόρεψε με την κινησιολογική καθοδήγηση της Κικής Μπάκα. Χωρίς φαντασία το διακοσμητικού και γραφικού ύφους ζωγραφιστό σκηνικό της Έρσης Δρίνη εστίασε στην πρόσοψη των ανακτόρων του Δία, υποτιμώντας τη σκηνογραφική αξιοποίηση που παρέχει το θαυμάσιο σκηνικό εύρημα του τεράστιου σκαθαριού. Αντίθετα η δουλειά της ευτύχησε πολύ περισσότερο στο ενδυματολογικό μέρος, με την πολυχρωμία και την διαφορετική υφολογία των κοστουμιών να αναδεικνύουν τον πολυσυλλεκτικό και πανηγυριώτικο κόσμο της αριστοφανικής κωμωδίας.
Το πρόβλημα δεν είναι αν η αναλογία και η επικαιροποίηση κρίνεται ως απαραίτητη συνθήκη για την κατανόηση του Αριστοφάνη από το σύγχρονο κοινό αλλά η αμετρία αυτής της σκηνικής τακτικής, η διολίσθηση και η εκτροπή της σε επιθεωρησιακές τεχνικές, η σκόπιμη υπερμεγέθυνση και η διόγκωση της αριστοφανικής βωμολοχίας και του ερωτικού πρωτογονισμού, που αναπόφευκτα ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου σε μια λαϊκίστικη προσέγγιση του αριστοφανικού έργου.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» (27/07/2013)