Στις 29 Νοεμβρίου 2024 συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τον θάνατο του Giacomo Puccini (1858-1924), αγαπημένου μουσουργού του οπερατικού κοινού, που γνωρίζει μέσω των έργων του να κερδίζει τόσο τον απλό φιλόμουσο όσο και τον ειδικό. Πράγματι, δύσκολα βρίσκει κανείς ένα από τα μεγάλα ή μικρότερα λυρικά θέατρα του κόσμου που να μην συμπεριλάβουν τουλάχιστον ένα από τα γνωστά του έργα σε κάθε καλλιτεχνική τους περίοδο.
Η αλήθεια, εντούτοις, είναι ότι μολονότι σχεδόν όλες οι όπερές του παρουσιάζονται κατά καιρούς, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο, μόνον τέσσερις είναι εκείνες που έχουν βρει σταθερή θέση στο διεθνές ρεπερτόριο, κατά σειρά σύνθεσης οι: La bohème (παγκόσμια πρώτη παρουσίαση, 1896), Tosca (παγκόσμια πρώτη παρουσίαση, 1900), Madama Butterfly (παγκόσμια πρώτη παρουσίαση, 1904) και Turandot (παγκόσμια πρώτη παρουσίαση, 1926). Αν αναλογισθούμε ότι άφησε πίσω του συνολικά δώδεκα όπερες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των τριών που σχηματίζουν το λεγόμενο Τρίπτυχο (ιταλ. Il trittico)[1] και που είθισται να παρουσιάζονται σε μία βραδιά, ασφαλώς θα επιθυμούσαμε (και δεν είμαστε οι μόνοι), τα θέατρα να έδειχναν περισσότερη τόλμη προβαίνοντας στο πιο συχνό ανέβασμα και των υπολοίπων, που αναμφισβήτητα αποτελούν, όπως και οι τέσσερις διάσημες, χρυσορυχεία ποιοτήτων. Ωστόσο, κατανοούμε ότι για εκείνα, η παρουσίαση μίας εκ των τεσσάρων αυτών, εύκολα εξασφαλίζει το πολυπόθητο sold out, σημαντικό γεγονός ειδικά σε καιρούς οικονομικά δυσμενείς όπως είναι αυτοί που διανύουμε.
Στις 27/12/2024, δύο περίπου εβδομάδες μετά από την έξοχη ερμηνεία της όπερας La Rondine του ίδιου συνθέτη, που είχαμε απολαύσει στο Barbican Hall του Λονδίνου (12/12/2024, σε συναυλιακή μορφή, από μία ομάδα υψηλής κλάσης τραγουδιστών, τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και τη Συμφωνική Χορωδία του Λονδίνου, υπό τη διεύθυνση του Sir Antonio Pappano, βλ. Critics’ Point, 10/1), είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος) μία ακόμη δική του όπερα, εκείνη με τίτλο La bohème.
Πιο συγκεκριμένα, επρόκειτο για αναβίωση της σκηνοθεσίας του έργου που είχε υπογράψει ο αξέχαστος Βρετανός Sir Graham Vick (1953-2021)[2] και η οποία είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο Θέατρο Ολύμπια κατά την καλλιτεχνική περίοδο 2007-2008 (πρεμιέρα στις 21/12/2007), με επαναλήψεις κατά τα έτη 2010, 2014, 2015 και 2017-2018.
Η εκσυγχρονισμένη ματιά του Vick μεταφέρει τη δράση του έργου από το Παρίσι του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, στην Αθήνα (σχεδόν) της εποχής μας και ειδικότερα στην περιοχή των Εξαρχείων. Η σκηνοθεσία, προσεκτικά αναβιωμένη από την Κατερίνα Πετσατώδη), γεμάτη brio (λ.χ. δεύτερη πράξη) και διάθεση εξερεύνησης του χαρακτήρα των ηρώων, υποστηριζόμενη από τα απλά σκηνικά και τα πολλών χρωμάτων σύγχρονα κοστούμια του Richard Hudson, τούτη φορά μας ευχαρίστησε ακόμη περισσότερο συγκριτικά με τις προηγούμενες φορές που την είχαμε παρακολουθήσει.
Η συγκεκριμένη παράσταση, που πρόσφατα εκτιμήσαμε, ήταν μία από εκείνες (τις όχι συχνές) κατά τις οποίες όλα έμοιαζαν να λειτουργούν όπως όφειλαν, γεγονός που στον μεγαλύτερο βαθμό, κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να πιστωθεί στη συμβολή των μουσικών συντελεστών.
Τους ρόλους του μοιραίου πρωταγωνιστικού ζευγαριού Mimì και Rodolfo κράτησαν αντίστοιχα οι Anna Sohn (Κορεάτισα υψίφωνος την οποία θυμόμαστε από παλαιότερη αθηναϊκή της εμφάνιση, πάλι σε παραγωγή της ΕΛΣ, ως εντυπωσιακή Cio-Cio-San, Puccini, Madama Butterfly, Ηρώδειο, Ιούνιος 2023, βλ. Critics’ Point,12/6/2023) και ο Ιταλός τενόρος Ivan Magrì (τον οποίον επίσης θυμόμαστε από προγενέστερη αθηναϊκή του εμφάνιση, πάντα σε σύμπραξη με την ΕΛΣ, ως εκφραστικότατο Faust στην ομώνυμη όπερα του Charles Gounod, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, 7/4/2022, βλ. Critics΄ Point, 19/5/2022), δύο καλλιτέχνες με διεθνείς σταδιοδρομίες, που πραγματικά «βίωσαν» τους ρόλους τους και τραγούδησαν με ωραίες νεανικές φωνές. Καθ΄ όλη της διάρκεια της παράστασης, ιδίως κατά τις άριες και τα ντουέτα, ξεχωρίσαμε την προσοχή που επέδειξαν στις μουσικές λεπτομέρειες, στις κλιμακώσεις και στις ολοκληρώσεις των φράσεων (λ.χ. ερωτικό ντουέτο με το οποίο σφραγίζεται η πρώτη πράξη, O soave fanciulla/Ω, γλυκό κορίτσι). Οι νότες της υψηλής φωνητικής περιοχής του Magrì ήταν πεντακάθαρες και τονικά σωστές, ενώ το legato του κρίθηκε ιδιωματικό. Η αναπνοή της Sohn κατά τις πιο μεγάλες μουσικές φράσεις, έμοιαζε περίπου ανεξάντλητη.
Από την πλευρά τους, οι τραγουδιστές που επωμίσθηκαν τους υπόλοιπους ρόλους των αξιολάτρευτων μποέμ φίλων, οι οποίοι μέσα στη φτώχια τους δεν χάνουν τη χαρά της ζωής, πρόσφεραν νεανική ενέργεια και εκρηκτικό κέφι: Μάριος Σαραντίδης (Schaunard), Νίκος Κοτενίδης (Marcello) και Τάσος Αποστόλου (Colline). Όλοι τους τραγούδησαν μουσικά σωστά, με θεατρικό οίστρο και ενθουσιασμό, αποδίδοντας τον ιδιαίτερα χαρακτήρα κάθε ρόλου. Επιπλέον, απολαυστικοί και γεμάτοι ασυγκράτητη διασκεδαστική διάθεση υπήρξαν κατά την πολυπρόσωπη δεύτερη πράξη, η οποία σύμφωνα με το libretto διαδραματίζεται στο πολυσύχναστο Café Momus του Quartier Latin (ο Vick κρατά την ονομασία Momus με φωτισμένα κόκκινα γράμματα, βλ. δεύτερη φωτογραφία)· εδώ, η συμμετοχή της Χορωδίας της ΕΛΣ, συμπεριλαμβανομένου και του παιδικού της τμήματος, πρόσθεσε στην όλο ζωντάνια ατμόσφαιρα. Η Δανάη Κοντόρα ως Musetta, περιστασιακή ερωμένη του Marcello, κατά την ίδια πράξη, απέδωσε με την απαραίτητη γοητευτική αυτοπεποίθηση την άρια, Quando me’n vo (Όταν περπατώ).
Οι ίδιοι τραγουδιστές κρίθηκαν συγκινητικοί κατά την τέταρτη και τελευταία πράξη, όταν η Mimì, που πάσχει από φυματίωση, ζει τις τελευταίες της στιγμές και όλοι τους, γύρω της, αγωνιωδώς προσπαθούν μέσα στη φτώχια τους να τη βοηθήσουν. Θα αναφέρουμε ότι ο μπάσος Αποστόλου ερμήνευσε με τη σωστή δόση στωικότητας αλλά και μελαγχολίας (ο συνθέτης σημειώνει στην παρτιτούρα την αγωγική ένδειξη allegretto moderato e triste, ενώ η τονικότητα που επιλέγει είναι εκείνη η τραγική της ντο δίεσης ελάσσονας), την άρια (ορθότερα, romanza), Vecchia zimarra (Παλαιό παλτό), που τραγουδάει ο φιλόσοφος Colline απευθυνόμενος στο αγαπημένο του παλτό, τον πιστό σύντροφο της ζωής του, στις τσέπες του οποίου φιλοξενήθηκαν βιβλία φιλοσόφων και ποιητών, λίγο προτού το αποχωριστεί για να το παραδώσει στο ενεχυροδανειστήριο προκειμένου με τα χρήματα που θα λάβει να βοηθήσει την τραγική νεαρή ηρωίδα. Ο τραγουδιστής αξιοποίησε με προσοχή τα σημειωμένα στην παρτιτούρα (poco ή molto) rallentandi, προκειμένου να αρθρώσει καθαρά συνεχόμενα φωνήεντα όπως εκείνα που περιέχονται λ.χ. στις λέξεις ti di-co, ενώ ελαφραίνοντας τη φωνή του, αντιμετώπισε με άνεση την μάλλον υψηλή για τη φωνή του μπάσου tessitura (που φθάνει σε ένα μι ύφεση πάνω από το μεσαίο ντο).
Είναι γνωστό ότι η εν λόγω όπερα περιλαμβάνει πολλά ensembles, υψηλών μουσικών και τεχνικών απαιτήσεων, για την ορθή απόδοση των οποίων καλούνται οι τραγουδιστές που τα ερμηνεύουν, να έχουν μεταξύ τους άψογη συνεργασία, αίσθηση ρυθμικής και τονικής ακρίβειας, όπως και κατανόηση του μουσικού και ποιητικού κειμένου, στοιχεία τα οποία διέθεταν και με το παραπάνω οι προαναφερθέντες και τα οποία εκτιμήσαμε κατά την παράσταση που παρακολουθήσαμε.
Στους μικρότερους ρόλους ακούσαμε και είδαμε τους άρτια προετοιμασμένους Θανάση Ευαγγέλου (Parpignol), Ιωάννη Κοντέλλη (αρχιφύλακα των τελωνειακών) και Γιάννη Σταματάκη (Τελωνειακός).
Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι μία από τις βασικότερες αρετές της παράστασης υπήρξε η πολύ εκλεπτυσμένη, αναλυτική και πάντα εύπλαστη διεύθυνση του έξοχου Καναδού αρχιμουσικού Jacques Lacombe, που είχε συμπράξει για πρώτη φορά με την ΕΛΣ, τον Μάρτιο του 2023, διευθύνοντας την όπερα Werther του Jules Massenet (1842-1912). Ο Lacombe ανέδειξε την ατμοσφαιρική γραφή του Puccini, σχημάτισε τις υπέροχα λαξευμένες μουσικές φράσεις με ζέση, εκλέπτυνση και φυσικότητα, εφαρμόζοντας σε όποια σημεία της παρτιτούρας χρειαζόταν, εύστοχα rubati. Ακόμη, επέλεξε tempi που ποτέ δεν «κάθονταν» και κάθε στιγμή ενθάρρυνε τους τραγουδιστές, τη χορωδία και την ορχήστρα της ΕΛΣ, να ερμηνεύσουν με γενναιόδωρη συναισθηματική ένταση, προσοχή στις αλλαγές δυναμικής και στις μεγάλες κλιμακώσεις, στοχεύοντας σε ένα υψηλό ποιοτικό αποτέλεσμα, το οποίο ιδιαιτέρως θαυμάσαμε νιώθοντας ευγνώμονες για τούτη την αξιομνημόνευτη ανάγνωση που κατέθεσε και μέσω της οποίας σφραγίστηκε το Έτος Puccini.
[1] Οι μονόπρακτες όπερες του Giacomo Puccini που συνθέτουν το Τρίπτυχο (ιταλ. Il trittico) είναι οι ακόλουθες: Il tabarro (ελλ. Ο Μανδύας), Suor Angelica (ελλ. Αδερφή Αγγελική) και Gianni Schicchi. Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (αγγλ. Metropolitan Opera), στις 14 Δεκεμβρίου 1918.
[2] O σκηνοθέτης Sir Graham Vick έχοντας ολοκληρώσει μουσικές σπουδές στο Northern College of Music (Manchester), αφιέρωσε τη σταδιοδρομία του αποκλειστικά στη σκηνοθεσία όπερας. Πρότεινε μεγάλο αριθμό πρωτοποριακών ανεβασμάτων, πολλά εκ των οποίων έχουν απαθανατιστεί και κυκλοφορούν σε DVD και πλατφόρμες του διαδικτύου.