Ο συντάκτης του παρόντος κειμένου παρακολουθεί τακτικά τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) εδώ και αρκετές δεκαετίες, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Θυμάται καλά παλαιότερους αρχιμουσικούς, Έλληνες και ξένους, πoλλοί εκ των οποίων δυστυχώς δεν βρίσκονται πλέον ανάμεσά μας, να εκμαιεύουν υποδειγματικές αναγνώσεις μεγάλων έργων από την ορχήστρα μας: Ανδρέας Παρίδης (1910-2000), Δημήτρης Χωραφάς (1916-2004), Οδυσσέας Δημητριάδης (1908-2005), Jansung Kakhidze (1935-2002), Gennady Rozhdestvensky (γ. 1931) και τόσους άλλους. Από τότε μέχρι σήμερα, η ορχήστρα έχει εμπλουτιστεί με πολλά νέα μέλη (ορθότερα, μάλλον έχει αλλάξει τα περισσότερα μέλη), πολλά από τα οποία έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές τους εκτός συνόρων, είναι σε θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στοχεύοντας σε αποδόσεις διεθνών προδιαγραφών. Εντούτοις, υπάρχει μια διαπίστωση, η οποία έρχεται στο νου του κάθε φορά που γίνεται κανείς μάρτυρας μιας άρτιας συναυλίας: το κλειδί της επιτυχίας είναι –σχεδόν- πάντα ένας (με όλη τη σημασία της λέξης) ικανός μαέστρος στο podium της.
Δυο από τις πρόσφατες συναυλίες της ΚΟΑ κρίθηκαν αξιομνημόνευτες, με ακριβώς αυτή την απαραίτητη προϋπόθεση: δύο ικανότατους αρχιμουσικούς, διαφορετικών γενεών, στο τιμόνι.
Αναλυτικότερα, η πρώτη δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης), στις 16/3, με αρχιμουσικό τον διάσημο Ρώσο Vladimir Ashkenazy, και ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του κλαρινετίστα και τ. κορυφαίου μέλους της ΚΟΑ, Χαράλαμπου Φαραντάτου (1922-2017). Ο Φαραντάτος, μαθητής των Σπύρο Λαζάρου (Ωδείο Αθηνών), Ulysse Delecluse και Fernand Oubradous (Conservatoire de Paris), πέραν του ότι υπήρξε σπουδαίος μουσικός, αλλά και ακούραστος παιδαγωγός (δάσκαλος πολλών σήμερα επιφανών σολίστ κλαρινέτου, φαγκότου και σαξοφώνου), διέθετε μια χαρισματική και θερμή προσωπικότητα, υποδειγματικού ήθους. Μολονότι, η ΚΟΑ σωστά σκέφθηκε να αφιερώσει την συναυλία στη μνήμη του, δυστυχώς δεν υπήρξε κανένα σχετικό in memoriam κείμενο στο έντυπο πρόγραμμα, αλλά ούτε και κάποιος εκπρόσωπος της ορχήστρας εμφανίστηκε επί σκηνής πριν από την έναρξη της συναυλίας, που να αναφερθεί –έστω και εν συντομία- στη ζωή και στο έργο του.
Η συναυλία άνοιξε με το Κοντσέρτο για κλαρινέτο KV 622 του Wolfgang Amadeus Mozart, έργο ολοκληρωμένο τον Οκτώβριο του έτους 1791, λίγο καιρό πριν από τον τόσο πρόωρο θάνατο του ιδιοφυούς δημιουργού. Σολίστ ήταν ο Σπύρος Μουρίκης, μόνιμο μέλος της ΚΟΑ και άλλοτε μαθητής του αείμνηστου Φαραντάτου, ο οποίος πολλές φορές στο παρελθόν έχει προσφέρει μουσικότατες ερμηνείες του έργου. Αυτή την φορά επέλεξε να παίξει όχι στο σύγχρονο κλαρινέτο, αλλά ακριβώς στο είδος του πνευστού οργάνου για το οποίο ο Mozart έγραψε το σολιστικό μέρος: corno di bassetto. Με μεγάλη προσοχή, αλλά και ευκολία χειρίστηκε το όργανο «εποχής» που κρατούσε στα χέρια του. Οι εκτενείς, περίπου οπερατικές, μελωδικές φράσεις προέκυπταν αβίαστα και με έμπνευση. Ο Ashkenazy, βαθύτατος γνώστης του μοτσάρτιου σύμπαντος (τόσο ως μαέστρος, όσο και ως πιανίστας), προέτρεψε την ορχήστρα να αποδώσει με ευαισθησίες ερμηνείας μουσικής δωματίου.
Στο δεύτερο μέρος ο Ρώσος αρχιμουσικός καθοδήγησε την ορχήστρα σε μια εκφραστικά δυναμική ερμηνεία της Συμφωνίας αρ. 10 του Dmitri Shostakovich, αυτού του εμβληματικού έργου της ρώσικης συμφωνικής φιλολογίας, που ακούστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1953 (από τον Yevgeny Mravinsky και την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Leningrad), μόλις μερικούς μήνες μετά από τον θάνατο (5/3/1953) του Joseph Stalin (βιβλία ολόκληρα έχουν γραφεί για την κάθε άλλο παρά ανέφελη σχέση του συνθέτη με τον πολιτικό και κεφάλαια εξετάζουν το ερώτημα αν όντως αυτή η συμφωνία αποτελεί μουσικό πορτραίτο του δικτάτορα). Θα προσθέσουμε ότι το έργο αυτό, αμέσως μετά την πρώτη του εκτέλεση, θέλησαν να διευθύνουν πολλοί διάσημοι αρχιμουσικοί μεταξύ των οποίων ήταν και ο «δικός μας» Δημήτρης Μητρόπουλος (υπήρξε το έργο που εκτέλεσε ως επικεφαλής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, στην Αθήνα, 1/10/1955). Ο Ashkenazy πέτυχε με προσοχή να κτίσει την μεγάλη κλιμάκωση του πρώτου μέρους, Moderato, όπως και να φέρει στην επιφάνεια την τραγικότητα των εκτενών μουσικών παραγράφων του. Η ορμητικότητα του σχετικά σύντομου δεύτερου μέρους, Allegro, υπογραμμίστηκε με την απαιτούμενη ένταση. Στο τρίτο μέρος, Allegretto-Largo-Piú mosso, φωτίστηκε με νόημα η σειρά των μουσικών φθόγγων που σχηματίζουν τα γράμματα DSCH (ρε, μι ύφεση, ντο και σι), τα οποία αποτελούν τα αρχικά του ονόματος και του επιθέτου του συνθέτη, όπως και εκείνη τη σειρά που σχηματίζουν οι φθόγγοι των γραμμάτων του ονόματος της Elmira (Nazirova), μαθήτριας του Shostakovich για την οποία έτρεφε τρυφερά συναισθήματα, δηλαδή «Ε, la, mi, re, la/Ε-Α-Ε-D-A» (μι, λα, μι, ρε, λα). Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, Andante-Allegro–L’istesso tempo, αρχιμουσικός και ορχήστρα έφεραν επιτυχώς στο προσκήνιο την αισιοδοξία και τον θριαμβευτικό χαρακτήρα της μουσικής.
Η δεύτερη συναυλία ήταν αυτή που ακούσαμε στις 20/4, στον ίδιον ακριβώς χώρο. Αυτή τη φορά το πρόγραμμα καλύφθηκε από την Συμφωνία αρ. 5 του Gustav Mahler. Ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του συμφωνικού ρεπερτορίου, γραμμένο μεταξύ των ετών 1901 και 1902, υψηλών ερμηνευτικών απαιτήσεων. Λόγω της μεγάλης ορχήστρας που ζητά ο συνθέτης, η ΚΟΑ χρειάστηκε να επιστρατεύσει επιπλέον μουσικούς, που ενσωματώθηκαν με θαυμαστό τρόπο στο σύνολο.
Στο podium στάθηκε ο Γερμανός αρχιμουσικός Matthias Foremny, γιος του διακεκριμένου συνθέτη και διευθυντή χορωδίας Stephan Foremny (1931-2006). Ο πατέρας είναι γνωστός κυρίως στους τρομπετίστες και τουμπίστες για τα ενδιαφέροντα έργα που έχει γράψει με πρωταγωνιστές τα προαναφερθέντα όργανα.
Κατά τα τελευταία χρόνια ο Matthias Fοremny έχει συνδέσει στενά το όνομά του με την Όπερα της Λειψίας (από το 2011 κατέχει την θέση του πρώτου μόνιμου προσκεκλημένου αρχιμουσικού), όπως και με την Ορχήστρα Δωματίου της Στουτγάρδης, η οποία, έγινε διάσημη λόγω των εκλεκτών συναυλιών και ηχογραφήσεών της, υπό την διεύθυνση του αξέχαστου ιδρυτού της, Karl Μünchinger (1915-1990, από το 2013 ο Foremny κατέχει την θέση του κύριου αρχιμουσικού της).
Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή του εμφάνιση, ο Foremny πρότεινε μια εκστατικά φορτισμένη ερμηνεία της μαλεριανής Πέμπτης. Από την αρχή της παρτιτούρας, διαπιστώθηκε η ιδιαίτερη χημεία που είχε κτίσει με τους μουσικούς της ορχήστρας, οι οποίοι έπαιξαν με όλη τους την ψυχή. Το δραματικό πένθιμο εμβατήριο του πρώτου μέρους, Trauermarsch, In gemessenem Schritt, Streng, Wie ein Kondukt, το ορμητικό δεύτερο μέρος, Stürmisch bewegt, mit größter Vehemenz, το ζωηρό τρίτο μέρος, Scherzo, Kräftig, nicht zu schnell, το υπέροχα λυρικό τέταρτο μέρος, Adagietto, sehr langsam, όπως και το καταληκτικό θριαμβευτικό Rondo–Finale, Allegro–Allegro giocoso, Frisch, βρήκαν τον σωστό τους χαρακτήρα, ενώ επιπλέον μπολιάστηκαν με μια θεατρική διάθεση, που υπήρξε όντως συναρπαστική.
Τα έγχορδα, όσο και ακόμα περισσότερο τα πνευστά, τόσο τα ξύλινα, όσο και τα χάλκινα (που σε τόσα σημεία του έργου είναι ιδιαίτερα προβεβλημένα), απέδωσαν με τεχνική και εκφραστική αρτιότητα και σιγουριά. Ξεχωρίσαμε τους άξιους πολλών επαίνων πνευστούς Σπύρο Μουρίκη (κλαρινέτο), Κώστα Σίσκο (κόρνο), Γιάννη Καραμπέτσο (τρομπέτα) και Μερκούριο Καραλή (μπάσο κλαρινέτο και κλαρινέτο).
Πολλές φορές κατά τη μελέτη και ακρόαση των συμφωνικών παρτιτούρων του Mahler, αναλογιζόμαστε πόσο καλά γνώριζε ο εν λόγω συνθέτης τις δυνατότητες των οργάνων και της ορχήστρας. Ό, τι γράφει «κάθεται» θαυμάσια στα όργανα, ακόμα και στα πιο απαιτητικά από τεχνικής άποψης σημεία.
Επίσης, οι συνδυασμοί των ομάδων της ορχήστρας ή των οργάνων, είναι τόσο ισορροπημένοι. Ο ίδιος ήταν, εκτός βεβαίως από συνθέτης, ένας από τους μεγαλύτερους αρχιμουσικούς που υπήρξαν ποτέ και ως ερμηνευτής πολλών μεγάλων έργων, τόσο προγενέστερων εποχών, όσο και της δικής του εποχής, είχε διδαχθεί πολλά: οι καρποί της εμπειρίας του διαφαίνονται μέσα από τις δικές του παρτιτούρες και από την ενορχήστρωσή τους.
Κλείνοντας, έχοντας γίνει μάρτυρες αυτής της επιτυχούς σύμπραξης μεταξύ Foremny και ΚΟΑ, προσβλέπουμε (και ελπίζουμε!) σε επόμενες συνεργασίες.