Είναι γνωστό ότι οι Νίκος Χατζηαποστόλου (1884-1941) και Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1883-1950) υπήρξαν οι κορυφαίοι δημιουργοί της ελληνικής οπερέτας θριαμβεύοντας κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Προτού προχωρήσουμε σε κριτική αναφορά μας σχετικά με το ανέβασμα έργου του πρώτου, ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε ένα ακόμα όνομα σε εκείνα των δυο παραπάνω, αυτό του σύγχρονού τους, Ιωάννη Δ. Κομνηνού, για τη ζωή του οποίου λίγα είναι γνωστά· δεν μπορούν καν να προσδιοριστούν οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου του. Έχοντας κατά το παρελθόν την ευκαιρία να ανατρέξουμε σε παρτιτούρες τραγουδιών του ή στις σωζόμενες παρτιτούρες και τα σπαρτίτα οπερετών του Κομνηνού (στην εργογραφία του συναντάμε και το έργο Κική-Κοκό, που ανέβηκε με ιδιαίτερη επιτυχία το 1928 και παρουσιάστηκε τελευταία φορά στις 22/1/2015 σε συναυλιακή μορφή, με πιάνο, από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο φουαγιέ του Θεάτρου Ολύμπια) διαπιστώνουμε ότι οι μουσικές του αρετές -δηλαδή η πηγαία έμπνευση των απλών καλοστημένων μελωδιών του και η εναρμόνισή τους, όπως και η ποικιλία και φρεσκάδα των ρυθμών του, που συχνά επηρεάζονται από τους ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς χορούς της εποχής, για να μην αναφερθούμε και στα έξυπνα λιμπρέτα των οπερετών του- είναι τουλάχιστον ισάξιες με εκείνες των δύο παραπάνω δημιουργών· πιστεύουμε, λοιπόν, ότι θα άξιζε τα έργα του να εξερευνηθούν και ορισμένα από αυτά κάποτε να παρουσιαστούν.
Την πλέον αγαπημένη οπερέτα του Χατζηαποστόλου, εκείνη βεβαίως με τίτλο Οι Απάχηδες των Αθηνών, παρουσιασμένη για πρώτη φορά το 1921 με αξιοσημείωτη επιτυχία από τον θίασο του θεατρικού επιχειρηματία και ηθοποιού Φώτη Σαμαρτζή, παρακολουθήσαμε στο Ολύμπια-Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας, λίγο πριν εκπνεύσει το 2023, συγκεκριμένα στις 16/12/23. Επρόκειτο για ένα προσεγμένο ανέβασμα, που ανέδειξε τόσο την παρτιτούρα όσο και το χαρακτηριστικό άρωμα της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε. Τη νέα ενορχήστρωση της παρτιτούρας ανέλαβε ο Αχιλλέας Γουάστωρ, πολυτάλαντος πιανίστας, συνθέτης και ενορχηστρωτής, εμπλουτίζοντας την ορχήστρα σε όγκο και ηχόχρωμα. Η γεμάτη ενέργεια σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου, τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά, που μας μετέφεραν με γούστο στην Αθήνα της εποχής, τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη, οι φωτισμοί της Στέλλα Κάλτσου και οι χορογραφίες του Πάρι Μαντόπουλου, με ευστοχία έστησαν ένα κατάλληλο θεατρικό-εικαστικό πλαίσιο δίνοντας την ευκαιρία στους πρωταγωνιστές να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους.
Στους ρόλους των ερωτευμένων νέων ξεχώρισαν επιστρατεύοντας μουσικότητα και θεατρική αμεσότητα, οι Χρήστος Κεχρής ως Κώστας/Πρίγκιπας, Διαμάντη Κριτσωτάκη ως πιστή στον αγαπημένο της Κώστα, Τιτίκα, και Μυρσίνη Μαργαρίτη ως Βέρα Παραλή, που ερωτεύεται τον Κώστα, που της είχε σώσει τη ζωή μετά από ατύχημα ιππασίας. Στους κωμικούς ρόλους του Ξενοφώντος Παραλή, νεόπλουτου επιχειρηματία που αναζητά αριστοκρατικής καταγωγής σύζυγο για την κόρη του Βέρα, και της Αρετούσας Παραλή, αδελφής του πρώτου, αντιστοίχως ο δημοφιλής ηθοποιός Άγγελος Παπαδημητρίου και η Μαρίτα Παπαρίζου, κοντράλτο αναγνωρισμένη για τις ερμηνείες της σε μεγάλες όπερες και ορατόρια, απέδωσαν με άφθονο οίστρο, ικανές δόσεις χιούμορ και ιδίως η δεύτερη, επιπλέον μπόλιασε την ηρωίδα της με μία απολαυστική και σε στιγμές ασυγκράτητη υστερική συμπεριφορά όπως και με μία δόση έντονων αντιδράσεων κατά τη διάρκεια φλερταρίσματος και αναζήτησης δικού της γαμπρού, ορθότερα, γαμπρών!
Στους υπόλοιπους ρόλους άνετα κέρδισαν τις εντυπώσεις οι Γιώργος Ιωάννου (Καρούμπας), Μαρίνος Ταρνανάς (Καρκαλέτσος), Άρης Λάσκος (Νίκος) και Γρηγόρης Ποιμενίδης (Κυρ-Ανδρέας). Κατά τη δεύτερη πράξη, όπου διαδραματίζεται η μεγαλοπρεπής δεξίωση στο αρχοντικό του κυρίου Παραλή, ο ενθουσιασμός και το κέφι καλά κρατούσαν. Τον ενθουσιασμό του κοινού ομολογουμένως ανέβασε περεταίρω η αειθαλής ηθοποιός και τραγουδίστρια Ζωζώ Σαπουντζάκη, που εμφανιζόμενη ως λαμπερή guest star χάρισε, με περίσσιο μπρίο και απολαμβάνοντας την ωραία συνοδεία του πιανίστα Σπύρου Σουλαδάκη, τρία τραγούδια του ρεπερτορίου της, τα Ακόμα ένα ποτηράκι, Αλίμονο σε σένα και Θέλω να τα σπάσω.
Η Συμφωνική Ορχήστρα και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων συνέδραμαν στην επιτυχία της βραδιάς παίζοντας με συνέπεια και επαγγελματισμό. Ο αρχιμουσικός Κορνήλιος Μιχαηλίδης ως βασικός πυλώνας της παραγωγής πρόσφερε τη μουσικότητα αλλά και την ευαισθησία του στην υπογράμμιση αφενός της κεφάτης, χιουμοριστικής και ενίοτε σαρκαστικής πλευράς της παρτιτούρας, με τους ποικίλους ρυθμούς της και τις κοσμαγάπητες μελωδίες της, όσο και αφετέρου των πιο ρομαντικών και μελαγχολικών σελίδων της.
Εγκαταλείποντας τον χαμογελαστό και νοσταλγικό κόσμο των Απάχηδων, προχωράμε τη μουσικοκριτική μας περιήγηση μεταφερόμενοι σε ένα εκ διαμέτρου διαφορετικό μουσικό σύμπαν, εκείνο το σκοτεινό της όπερας με τίτλο Η Νεκρή Πόλη (γαλλ. La ville morte), τη μουσική της οποίας συνυπογράφουν οι Nadia Boulanger (1887-1979) και ο δάσκαλός της, Raoul Pugno (1852-1914), συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας και παιδαγωγός. Το libretto ανήκει στον πολυγραφότατο ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Gabriele D’Annunzio (1863-1938), βασισμένο σε ομότιτλο προγενέστερο θεατρικό έργο του ιδίου (1898). Πρόσφατο ανέβασμα του έργου παρακολουθήσαμε στις 21/1, από την εναλλακτική σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ).
Είναι γνωστό ότι η πολύτιμη συνθέτρια, διευθύντρια ορχήστρας, πιανίστα και οργανίστα, Boulanger υπήρξε κυρίως μία από τις επιφανέστερες Δασκάλες του 20ού αιώνα, από τις πολύτιμες γνώσεις της οποίας επωφελήθηκαν εκατοντάδες μαθητές που προσέτρεχαν να διδαχθούν κοντά της μουσική ανάλυση, σύνθεση και γενικότερα, ερμηνεία. Υπήρξε η μεγάλη αδελφή της σπάνια προικισμένης συνθέτριας Lily Boulanger (1893-1918), η οποία άφησε υψηλής έμπνευσης έργα πίσω της και θα είχε ένα λαμπρό μέλλον μπροστά της αν η ασθενική της κράση, της επέτρεπε να ζήσει πέραν των 24 ετών.
Η Nadia Boulanger αφιέρωσε μεγάλο μέρος της πορείας της στην προώθηση των έργων της αδελφής της, ενώ η ίδια σταμάτησε μετά τον θάνατο εκείνης να συνθέτει, χάνοντας την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της. Στα ηχηρά ονόματα των μαθητών της συναντάμε εκείνα των Walter Piston (1894-1976), Aaron Copland (1900-1990), Elliot Carter (1908-2012), Philip Glass (γ. 1937), Dinu Lipatti (1917-1950, σώζεται υπέροχη ηχογραφημένη ερμηνεία των Liebeslieder-Walzer, Op. 52, του Johannes Brahms, 1833-1897, στην οποία ο αξέχαστος πιανίστας συμπράττει μαζί της), Kathleen Ferrier (1912-1953), Idil Biret (γ. 1941) και Daniel Barenboim (1942), για να αναφέρουμε μόνο μερικά από τα τόσα ενός όντως ατέρμονου καταλόγου. O συντάκτης του παρόντος κριτικού σημειώματος λυπάται που κατά τις πολύωρες συναντήσεις που είχε στο Παρίσι και την Αθήνα με μία από τις εκλεκτές συνεργάτιδές της, την αλησμόνητη και διεθνώς αναγνωρισμένη μεσόφωνο Ίρμα Κολάση (1918-2012), δεν της ζήτησε να μοιραστεί μαζί του τις αναμνήσεις της σχετικά με τη συνεργασία που είχε με την Boulanger (σημειώνουμε ότι σώζεται κοινή ηχογράφηση των δύο σε αποσπάσματα από την όπερα Medée του Marc-Antoine Charpentier, 1643-1704, Nadia Boulanger, Icon, The American Decca Recordings, Deutsche Grammophon, Eloquence, 484 1384).
H Boulanger και o Pugno συνεργάστηκαν πάνω στη σύνθεση του έργου περίπου μεταξύ 1909 και 1912. Το έργο είχε προγραμματιστεί να ανέβει από την Opéra-Comique το 1914, όταν ξέσπασε ο α’ παγκόσμιος πόλεμος και η παρουσίαση χρειάστηκε να ακυρωθεί. Δυστυχώς η ενορχήστρωση του έργου διασώζεται μόνο εν μέρει. Μάλιστα, εικάζεται ότι οι πάρτες της ορχήστρας, που είχαν προετοιμαστεί για την παγκόσμια πρώτη, ίσως να καταστράφηκαν όταν το 1917 βομβαρδίστηκε ο χώρος στον οποίον είχαν αποθηκευτεί.
Μολονότι ο Bernstein είχε δείξει ενδιαφέρον για την πρώτη εκτέλεση του έργου (και πιθανότατα να είχε λάβει την πλήρως ενορχηστρωμένη παρτιτούρα), τελικά η παγκόσμια πρεμιέρα δόθηκε μόλις το 2005 στη Σιένα της Ιταλίας, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Chigiana, σε αποκατεστημένη και ολοκληρωμένη εκδοχή του έργου από τον συνθέτη, αρχιμουσικό και παιδαγωγό Mauro Bonifacio (γ. 1957). Η δεύτερη παραγωγή, ανέβηκε στην Όπερα του Göteborg (επίσης, στην εκδοχή του Bonifacio), ενώ η τρίτη, υπήρξε η ελληνική.
H όντως ιδιαιτέρως ιδιότυπη υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στις Μυκήνες κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και εστιάζεται σε τέσσερα πρόσωπα, στην τυφλή Anne, γυναίκα του ποιητή Alexandre, στην Hébé, επιστήθια φίλη της πρώτης (η Ann τρέφει περισσότερα από απλά φιλικά συναισθήματα για την Hébé), και στον αρχαιολόγο αδελφό της, Léonard, που φέρνει στο φως τους τάφους των Ατρειδών. Ο Alexandre εκφράζει τον έρωτά του προς την Hébé, η οποία δεν νιώθει το ίδιο για εκείνον. Ο Léonard μοιράζεται με τον Alexandre τη δική του ερωτική έλξη προς την ίδια του την αδελφή του. Η Anne, προφανώς αδίκως, ανησυχεί για τη σχέση που φαντάζεται ότι έχει αναπτυχθεί μεταξύ του άντρα της και της Hébé. Ο Léonard στο τέλος του έργου, σε μία τραγική εξέλιξη της υπόθεσης, πνίγει την αδελφή του, πνίγοντας παράλληλα και τα δικά του απαγορευμένα συναισθήματα, κρατώντας την αγνή, νέα (το όνομά της στα ελληνικά είναι Ήβη, όμοιο με εκείνο της θεάς της νεότητας στην ελληνική μυθολογία) και για πάντα μέσα του, ενώ η Anne, κατά τη διάρκεια μίας ακόμη ανατροπής στην πλοκή, ψηλαφώντας και αναζητώντας τη φίλη της, νιώθει το πόδι της νεκρής και ξαφνικά βρίσκει το φως της.
Το πρόσφατο ανέβασμα που παρακολουθήσαμε υπήρξε συμπαραγωγή της ΕΛΣ και της Catapult Opera της Νέας Υόρκης, οργανισμού που ιδρύθηκε μόλις το 2019 και όπως αναφέρεται στο σκεπτικό του «έχει σκοπό να καλλιεργήσει μια νέα γενιά εραστών της όπερας μέσω της συνεργασίας με διαφορετικούς, διεθνούς κλάσης καλλιτέχνες, για την παραγωγή νέων ή υποτιμημένων οπερατικών έργων που ξεπερνούν τα όρια του είδους». Την ενορχήστρωση είχαν κάνει οι Joseph Stillwell (γ. 1984) και Stefan Cwik (γ. 1987), υπό την επίβλεψη του David Conte (γ. 1955), ο οποίος είχε μελετήσει με την ίδια την Boulanger από το 1975 έως το 1978. Θα προσθέσουμε ότι κατά την παράσταση που παρακολουθήσαμε η παρτιτούρα προτάθηκε συντομευμένη, χωρίς τη χορωδία και τον σύντομο ρόλο της νοσοκόμας Amman (ρόλος μεσοφώνου).
Η παρτιτούρα των Boulanger-Pugno οφείλει πολλά στο ιμπρεσιονιστικό ύφος, τη μελισματική-parlando φωνητική γραφή και τη χαρακτηριστική αρμονική γλώσσα (με τις ιδιάζουσες χρωματικές μουσικές κλίμακες) του Claude Debussy (1862-1918), ιδιαιτέρως δε με την όπερά του Πελλέας και Μελισάνθη (γαλλ. Pelléas et Mélisande), η οποία έλαβε την παγκόσμια πρώτη της παρουσίαση, στο Παρίσι, το 1902, δηλαδή λίγα χρόνια πριν αρχίσει η σύνθεση της Νεκρής Πόλης.
Το ενδεκαμελές μουσικό σύνολο που συμμετείχε στην ελληνική πρώτη παρουσίαση του έργου και είχε τοποθετηθεί δεξιά από τη σκηνή, μπορεί να ήταν αρκετά μικρότερο από την ορχήστρα που θα είχαν κατά νου οι συνθέτες, ωστόσο, υπό την αναλυτική διεύθυνση του αρχιμουσικού και ιδρυτή της Gotham Chamber Opera, που ειδικεύεται στην παρουσίαση λιγότερο γνωστών έργων, Neal Goren, ικανοποίησε παίζοντας με το απαιτούμενο εκλεπτυσμένο γαλλικό στυλ, με έκφραση και με ηχητική διαύγεια και πλαστικότητα. Κάποιες φορές, ωστόσο, κυρίως στην αρχή της όπερας, ο ήχος της κάλυπτε εκείνον των τραγουδιστών.
Οι τέσσερις τραγουδιστές Melissa Harvey (Hébé), Laurie Rubin (Anne), Joshua Dennis (Léonard) και Jorell Williams (Alexandre) συνεργάστηκαν άψογα μεταξύ τους, πρότειναν μουσικά ιδιωματικές αναγνώσεις των μερών τους και υπήρξαν πολύ πειστικοί οδηγώντας στην επιφάνεια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα ασυνήθιστα συναισθήματα των ψυχικά ταλανισμένων ηρώων, που πλημμυρισμένοι από αγωνίες παλεύουν να ξεφύγουν από την ασφυκτική πραγματικότητά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η καλλίφωνη και υψηλής μουσικής αντίληψης μεσόφωνος Rubin, που ερμήνευσε την τυφλή ηρωίδα με τόση εκφραστικότητα, ένταση και, σε στιγμές, αγωνία, είναι εκ γενετής τυφλή.
Ο σκηνοθέτης Robin Guarino μέσω της γεμάτης σκέψης κίνησης των τραγουδιστών του έστησε μία κατάλληλα τεταμένη και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Το εικαστικό μέρος της παραγωγής ήταν εξίσου ατμοσφαιρικό και εύγλωττο· το σκηνικό που δημιούργησε η σκηνογράφος Andromache Chalfant κρίθηκε αισθητικά ωραίο και λειτουργικό, με ένα υπερυψωμένο δωμάτιο, εύστοχα φωτισμένο από την Jessica Ann Drayton (υπεύθυνη και των προβολών), στο οποίο καθόταν η Anne άλλοτε μόνη και άλλοτε συναντώντας τα υπόλοιπα πρόσωπα. Μακριά από το δωμάτιο της Anne, που ζούσε στον δικό της κόσμο, διαδραματίζονταν οι σκηνές των υπολοίπων ηρώων. Η σκηνή ήταν εν μέρει καλυμμένη με χώμα· πάνω του υπήρχαν λευκές σακούλες που προφανώς συμβόλιζαν το νερό της κρήνης, το οποίο τελικά πνίγει την Hébé. Τέλος, τα διαχρονικά κοστούμια της Candice Donnelly, με απέριττο τρόπο σχεδιασμένα, συνέδραμαν στο άρτιο συνολικό αποτέλεσμα, που πολύ εκτιμήσαμε.