Με ιδιαίτερη ικανοποίηση παρακολουθεί κανείς από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) έργα τα οποία ανήκουν στα πιο σπάνια του λυρικού ρεπερτορίου. Μολονότι το ευρύτερο κοινό συνήθως δείχνει προτίμηση στην επανάληψη των ίδιων πέντε ή έξι οπερών που νιώθει ότι γνωρίζει καλά, ωστόσο είναι σημαντικό για ένα λυρικό θέατρο, όπως προφανώς και για τη φιλέρευνη εκείνη μερίδα του κοινού του, να εξερευνά παράλληλα και τις πιο άγνωστες πτυχές τόσο του διεθνούς όσο και του εγχώριου ρεπερτορίου.
Πρόσφατα, στις 12/11, παρακολουθήσαμε στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, παραγωγή που περιέλαβε, εν είδη διπτύχου, τις όπερες Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα (ουγγρ. A kékszakállú herceg vára), Sz. 48, του Ούγγρου μουσουργού Béla Bartók (1881-1945) και Aleko (ρωσ. Алеко) του Ρώσου μουσουργού Sergei Rachmaninoff (1873-1943), αμφότερες ολοκληρωμένες κατά τα νεανικά δημιουργικά χρόνια των μουσουργών˙ η πρώτη, το 1911 (με περαιτέρω επεξεργασία το 1912 και 1917), και η δεύτερη, το 1892. Μάλιστα, εκείνη του Rachmaninoff υπήρξε έργο αποφοίτησης από το Κονσερβατόριο της Μόσχας.
Θυμίζουμε ότι η ΕΛΣ είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά την εν λόγω παραγωγή της όπερας του Bartók, τον Μάρτιο 2023, όμως εκείνη τη φορά συνδυασμένη με την κωμική όπερα Gianni Schicchi του Giacomo Puccini (1858-1924).
Για το ψυχογραφικού χαρακτήρα και γεμάτο συμβολισμούς έργο του Bartók, ο σκηνοθέτης Θέμελης Γλυνάτσης, στη δεύτερη συνεργασία του με την ΕΛΣ (μετά από την όπερα το Λευκό ρόδο, γερμ. Weisse Rose, του Udo Zimmerman, 1943-2021, που είχε ανέβει τον Νοέμβριο του 2018, βλ. Critics Point, 25/11/2018), ένωσε τις δυνάμεις του με εκείνες του πολύπειρου στον χώρο της όπερας Άγγλο σκηνογράφο-ενδυματολόγο Leslie Travers, οι οποίοι μαζί με τους Στέλλα Κάλτσου (φωτισμοί), Μάριο Γαμπιεράκη και Χρυσούλα Κοροβέση (προβολές) δημιούργησαν ένα κατάλληλο παραμυθένιο και ονειρικό πλαίσιο, τόσο ταιριαστό στο σκοτεινό libretto του Ούγγρου συγγραφέα και ποιητή Béla Balázs (1884-1949), βασισμένο στην εξιστόρηση του Γάλλου Charles Perrault (1628-1703). Είδαμε μέσα σε έναν βράχο, μέρος του Πύργου, ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι και ελάχιστα έπιπλα, μία σκάλα αριστερά του και ένα δεύτερο κρεβάτι, εκτός δωματίου, μπροστά του. Στον ρόλο του μυστήριου όσο και τρομακτικού Κυανοπώγωνα, που κρατάει μυστικά μέσα στα κλειστά δωμάτια, ο μπάσος Τάσος Αποστόλου, με θερμή φωνή και μουσική συγκέντρωση, πέτυχε να αναδείξει την αινιγματική φύση του ρόλου με ιδιαίτερο τρόπο. Δίπλα του, η υψίφωνος Βιολέττα Λούστα, στον ρόλο της νέας (τέταρτης κατά σειρά…) γυναίκας του Ιουδίθ, τόνισε με θεατρικότητα και φωνή αντοχής, την έντονη περιέργεια και επιθυμία της ηρωίδας να μάθει τι κρύβεται πίσω από τις κλειστές πόρτες. Ο Ιταλός αρχιμουσικός Fabrizio Ventura, μπροστά σε μία απαιτητική παρτιτούρα, πέτυχε να εξασφαλίσει τονική και ρυθμική ακρίβεια, όπως και να εκμαιεύσει ηχοχρωματική ποικιλία από την ορχήστρα του λυρικού μας θεάτρου.
Ο ίδιος υπήρξε βασικός μοχλός επιτυχίας και της δεύτερης όπερας, που παρακολουθήσαμε στη συνέχεια. Ειδικότερα, καθοδήγησε την ορχήστρα και τους τραγουδιστές του σε μία ερμηνεία που υποστήριζε με αμεσότητα το δράμα του πρωταγωνιστή Aleko, κοσμοπολίτη αστό που παντρεύεται την τσιγγάνα Zemfira, η οποία κουρασμένη από την πιεστική του συμπεριφορά και τη ζήλεια που δείχνει, επιπλέον θέλοντας να διατηρήσει την ελευθερία της προσωπικότητάς της, στρέφεται προς έναν νεαρό τσιγγάνο τον οποίον ερωτεύεται, οδηγώντας τον άντρα της στην τρέλα και στον φόνο. Η διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός και σκηνοθέτις Fanny Ardant (η οποία είχε συνεργαστεί και πάλι με την ΕΛΣ, τον Μάιο του 2019, στο ανέβασμα της όπερας Lady Macbeth από το Mtsensk του Ρώσου μουσουργού Dmitri Shostakovich, 1906-1975, βλ. Critics’ Point, 22/5/2019) ενθάρρυνε τους τραγουδιστές να βιώσουν τα τραγικά συμβάντα και να φωτίσουν τους ήρωές τους με αμεσότητα.
Το εικαστικό μέρος ήταν ιδιαίτερα καλαίσθητο˙ τα σκηνικά υπήρξαν ωραία σχεδιασμένα από τον Pierre-André Weitz και οι φωτισμοί του César Godefroy κρίθηκαν εύστοχοι. Ειδικότερα, κέντριζαν την προσοχή δημιουργώντας ένα κατάλληλο απειλητικό-αινιγματικό κλίμα μέσα στη νύχτα, τα μαύρα μακριά γυμνά κλαδιά που σαν τρομακτικές σκιές πλαισίωναν τις τροχήλατες άμαξες-σπίτια των τσιγγάνων. Επιπλέον, τα προσεγμένα στη λεπτομέρεια κοστούμια της Katarzyna Lewińska ήταν απολύτως ταιριαστά στα δρώμενα της υπόθεσης, την οποία η σκηνοθέτις με νόημα τοποθέτησε στη Ρωσία του 1824, εποχή που ο Ρώσος συγγραφέας Alexander Pushkin (1799-1837) έγραφε το ποίημά του, Οι Τσιγγάνοι, πάνω στο οποίο βασίστηκε το libretto της όπερας που με τη σειρά του υπέγραψε ο Ρώσος θεατράνθρωπος και συγγραφέας Vladimir Ivanovich Danchenko (1858-1943).
O βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος έκτισε με προσοχή τα ξεσπάσματα του κτητικού ήρωα Aleko. Η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη υπήρξε γοητευτική, μοιραία και προκλητική στον ρόλο της Zemfira. Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος τραγούδησε και έπαιξε πειστικά το μέρος του νεαρού τσιγγάνου (το libretto δεν δίνει όνομα στον ήρωα). Η μεσόφωνος Ινές Ζήκου (μία τσιγγάνα) αντιμετώπισε με τεχνική επάρκεια την ιδιαιτέρως χαμηλή tessitura του ρόλου της, που στην πραγματικότητα αποζητά φωνή contralto. Ξεχωρίσαμε τον μπασοβαρύτονο Γιάννη Γιαννίση (ένας ηλικιωμένος) που ερμήνευσε τις λέξεις και κάθε μουσική φράση με σκέψη, παράλληλα αξιοποιώντας την υψηλών προδιαγραφών φωνή του, μεγάλη σε έκταση, καλά προβεβλημένη και πάντα γεμάτη χρώμα. Τέλος, οι χορευτές που ερμήνευσαν την έντονα εκφραστική χορογραφία του διαπρεπούς χορευτή flamenco και χορογράφου Israel Galván, όπως και η σωστά προετοιμασμένη Χορωδία της ΕΛΣ, συνέδραμαν στο άρτια ισορροπημένο τελικό αποτέλεσμα.