Η Ακαδημία του Αγ. Μαρτίνου των Αγρών (Academy of St Martin in the Fields), μία από τις διασημότερες ορχήστρες δωματίου διεθνώς, ιδρύθηκε το 1959 από τον αξέχαστο Άγγλο βιολονίστα, αρχιμουσικό και ελληνολάτρη Sir Neville Marriner. Το σύνολο είναι ευρέως γνωστό από τις εκατοντάδες ηχογραφήσεις του, πολλές εκ των οποίων έχουν αποσπάσει διεθνή βραβεία.
Στο παρελθόν έχουμε απολαύσει συναυλίες του συνόλου στη χώρα μας. Στις 25/2, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ακούσαμε την ορχήστρα κατά την πιο πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα, δίχως μαέστρο, σε ένα ενδιαφέρον όσο και ποικίλο πρόγραμμα.
Η βραδιά άνοιξε με το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1, KV 37, του Wolfgang Amadeus Mozart, γραμμένο, μαζί με άλλα τρία κοντσέρτα για πιάνο, από τον εντεκάχρονο συνθέτη, το 1767, εποχή που βρισκόταν στο Salzburg. Σολίστ κατά την πρόσφατη αθηναϊκή παρουσίαση ήταν ο γνωστός Τούρκος πιανίστας και συνθέτης Fazil Say. Επιστρατεύοντας ένα λεπτό toucher και άμεμπτη δακτυλική ευχέρεια, συνδύασε άψογα τον εκλεπτυσμένο ήχο του με εκείνον τον αναλυτικό της ορχήστρας πετυχαίνοντας μία ωραιότατη εκτέλεση, που τιμούσε την φρεσκάδα της ιδιοφυούς μοτσάρτιας σκέψης.
Στη συνέχεια ακούστηκε η Συμφωνία δωματίου, Op. 110a, για ορχήστρα εγχόρδων του Ρώσου συνθέτη Dmitri Schostakovich. Πρόκειται για την γνωστή μεταγραφή του σοστακοβιτσιανού Κουαρτέτου εγχόρδων αρ. 8, Op. 110, που έκανε, με τις ευλογίες του συνθέτη, ο βιολονίστας και αρχιμουσικός Rudolf Barshai. Η Ακαδημία του Αγ. Μαρτίνου των Αγρών, χωρίς μαέστρο και υπό τη μουσική κατεύθυνση που έδινε το πρώτο βιολί, Tomo Keller, χάρισε μία εκτέλεση που ανέδειξε όλη την αγωνία και βαθυστόχαστη μελαγχολία αυτού του τόσο αυτοβιογραφικού έργου, που ο συνθέτης έγραψε το καλοκαίρι του 1960. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στη Δρέσδη προκειμένου να συνθέσει μουσική για την κινηματογραφική ταινία με τίτλο Πέντε Μέρες, Πέντε Νύχτες του Σοβιετικού σκηνοθέτη Lev Arnshtam. Μέσα σε τρεις μέρες κατάφερε να ολοκληρώσει, στη θέση της μουσικής για την ταινία, το αριστουργηματικό του Όγδοο κουαρτέτο εγχόρδων συγκλονισμένος από την τραγική όψη που είχε πάρει η μεταπολεμική βομβαρδισμένη Δρέσδη. Η παρτιτούρα είναι αφιερωμένη στη μνήμη των θυμάτων του φασισμού και του πολέμου. Σημειώνουμε ότι τελικά έγραψε και τη μουσική για την ταινία (σήμερα το έργο ακούγεται στη συναυλιακή του μορφή ως Five Days-Five Nights, Σουίτα Op. 111).
Στη συνέχεια ακούσαμε τη σύνθεση με τίτλο The Moving Mansion για πιάνο και ορχήστρα εγχόρδων, Op. 72c, του Say, ολοκληρωμένη το 2017. Πρόκειται για ελκυστικό έργο με επαναληπτικά ρυθμικομελωδικά σχήματα, που εκτελέστηκε επιτυχώς από την ορχήστρα και τον ίδιο τον συνθέτη στο πιάνο.
Η συναυλία έκλεισε με το Divertimento για ορχήστρα εγχόρδων, Sz 113, του κορυφαίου Ούγγρου μουσουργού Béla Bartók. Πρόκειται για έργο του 1939, που υπήρξε παραγγελία του Ελβετού μαικήνα, αρχιμουσικού και ιδρυτή της Ορχήστρας Δωματίου της Βασιλείας (Basler Kammerorchester), Paul Sacher. Η τεχνικά απαιτητική και τόσο πλούσια σε μουσικές ιδέες αυτή παρτιτούρα, που ενσωματώνει στυλιστικές αναφορές προηγούμενων εποχών της μουσικής ιστορίας, είναι το τελευταίο έργο που ολοκλήρωσε ο συνθέτης πριν εγκαταλείψει την Ουγγαρία για την Αμερική, εν όψει του πολέμου που σύντομα θα ξεσπούσε. Αντιμετωπίσθηκε με ιδιαίτερη εκφραστική αμεσότητα και προσοχή στην ανάδειξη των έντονων ρυθμικών σχημάτων και των φολκλορικών μελωδικών στοιχείων από τους Άγγλους μουσικούς της ορχήστρας.
Εκτός προγράμματος, το σύνολο, μας προσέφερε ένα κομψό Scherzo για έγχορδα (στην ολοκληρωμένη του μορφή, Andante και Scherzo για κουαρτέτο εγχόρδων, έργο του 1888) του Ρώσου συνθέτη Alexander Scriabin.
__________________________________________________________________________________
Έργα Beethoven από την Ορχήστρα και Χορωδία Balthasar Neumann, υπό τον Thomas Hengelbrock
Στο πλαίσιο των παγκόσμιων εορτασμών της επετείου για την συμπλήρωση 250 ετών από τη γέννηση του παμμέγιστου Ludwig van Beethoven, ο διάσημος Γερμανός αρχιμουσικός οδήγησε στην Αθήνα την Ορχήστρα και Χορωδία Balthasar Neumann (σημειώνουμε ότι η ορχήστρα φέρει την επωνυμία, Balthasar Neumann Ensemble), που ο ίδιος ίδρυσε, προκειμένου να διευθύνει δύο σημαντικές μπετοβενικές παρτιτούρες. Τα σύνολα φέρουν το όνομα του σημαντικού Γερμανού αρχιτέκτονα της εποχής μπαρόκ Balthasar Neumann.
Ειδικότερα, στις 12/2, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, άνοιξαν τη συναυλία τους με την Συμφωνία αρ. 6, Op. 68, γνωστή ως Ποιμενική, ολοκληρωμένη το 1808. Ο Hengelbrock προτίμησε μία διάταξη της ορχήστρας εντελώς διαφορετική από τη συνηθισμένη, η οποία παρέπεμπε σε εκείνη της κλασικής εποχής, φέρνοντας τα πνευστά στο κέντρο μπροστά του και μοιράζοντας τα έγχορδα δεξιά και αριστερά του (όλοι οι έγχορδοι, εκτός των βιολοντσελιστών, στέκονταν όρθιοι). Έτσι, από την αρχή υπήρξε μια de facto εντονότερη προβολή του ήχου των πνευστών, ιδίως των ξύλινων. Ελαφραίνοντας κατά πολύ τον ήχο της ορχήστρας, υποστήριξε μια ερμηνεία που αισθητικά βρισκόταν πιο κοντά στο εκλεπτυσμένο μοτσάρτιο σύμπαν παρά σε εκείνο το αδρό, ευθύβολο και προμηθεϊκό του Beethoven. Η εν λόγω αισθητική κατεύθυνση ασφαλώς δεν θα ευχαρίστησε όλους τους ακροατές. Ωστόσο, ο υπέροχος λυρισμός του έργου (ειδικά κατά τα δύο πρώτα μέρη, αντίστοιχα, Allegro ma non troppo, και Andante molto mosso) ερχόταν με άνεση στην επιφάνεια, ενώ η τρομερή καλοκαιρινή καταιγίδα του τετάρτου μέρους, Allegro, κατά την οποία ο συνθέτης μάς μεταφέρει στην επιβλητικά σκουρόχρωμη τονικότητα της Φα ελάσσονας (που δεν είναι άλλη από την ομώνυμη ελάσσονα της αρχικής τονικότητας του έργου, Φα μείζονας), διέθετε όλη την απαιτούμενη ορμητική διάθεση. Το Ensemble Balthasar Neumann αποτελείται από σολίστες με μεγάλη εμπειρία στην ερμηνεία της παλαιάς μουσικής. Οι υψηλές μουσικές ποιότητες των μελών της ορχήστρας, ειδικά εκείνες των πνευστών, αναδείχθηκαν σε όλη τη διάρκεια της ερμηνείας και ειδικά εκεί όπου η ενορχήστρωση περιέχει σολιστικά περάσματα.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούστηκε άλλο ένα μεγαλόπνοο έργο του ίδιου πολύτιμου μουσουργού, η Λειτουργία σε ντο μείζονα, Op. 86, γραμμένη κατά παραγγελία του Ούγγρου Πρίγκηπα Nikolaus Esterházy Β΄ το έτος 1807. Κατά παράδοση οι Λειτουργίες για την Αυλή των Esterházy γράφονταν από τον θρυλικό Joseph Haydn, που από το 1802, λόγω προχωρημένης ηλικίας είχε αποσυρθεί. Ο Beethoven γνώριζε καλά ότι επωμιζόταν μεγάλη ευθύνη: θα έπρεπε να αναμετρηθεί με τα, όπως τα ονομάζει σε επιστολή του προς τον Πρίγκηπα (26/7/1807), ασύγκριτα αριστουργήματα του μέγα Haydn. Ο πρίγκηπας δεν έμεινε ικανοποιημένος από το έργο, γεγονός που ίσως να οφειλόταν στην ποιότητα της εκτέλεσής του. Ενδεχομένως οι πρόβες, που είχαν προηγηθεί, να ήταν ανεπαρκείς για ένα έργο τέτοιων διαστάσεων. Μολονότι η εν λόγω Λειτουργία στις μέρες μας δεν εκτελείται τόσο συχνά όσο η άλλη, μεταγενέστερη, γνωστή ως Missa Solemnis, Op. 123, πάντα του ιδίου, δεν παύει να τοποθετείται ανάμεσα στα αρτιότερα θρησκευτικά δημιουργήματα της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας.
Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή του παρουσίαση, ο Hengelbrock τοποθέτησε την χορωδία μπροστά από την ορχήστρα, όπως συνηθιζόταν κατά την εποχή του συνθέτη, και ανέθεσε τα σολιστικά μέρη σε εκλεκτά μέλη του ίδιου φωνητικού συνόλου. Η εκτέλεση του έργου που ακούστηκε, υπήρξε βαθύτατα ουμανιστική και υποδειγματικά συγκινητική. Τα λόγια του ιερού κειμένου συνδυασμένα με την τόσο προσωπική de profundis μουσική του Beethoven έβρισκαν τις ιδανικές τους αναλογίες. Το τρίτο μέρος, Credo, ερμηνεύτηκε με μια σχεδόν οπερατική και ιδιαίτερα δραματική διάθεση. Η άψογη τονική ακρίβεια, η προσοχή στις αυξομειώσεις δυναμικής και γενικότερα ο αναλυτικός ήχος τόσο της ορχήστρας όσο και της χορωδίας, υπήρξαν αξιοσημείωτα στοιχεία που ξεχώρισαν σε όλη τη διάρκεια της ερμηνείας.
Εκτός προγράμματος ακούστηκαν δυο μεγαλοπρεπή χορωδιακά (Die Himmel erzälen και Stimmt an die Saiten) από το αθάνατο Ορατόριο Η Δημιουργία (Die Schöpfung), Hob. XXI: 2, του Haydn. Μακάρι στο προσεχές μέλλον, σε μια επόμενη επίσκεψη των συνόλων του Hengelbrock στη χώρα μας, να ακούσουμε τη Δημιουργία ή το άλλο έξοχο Ορατόριο του ίδιου μουσουργού, με τίτλο Οι Εποχές (Die Jahreszeiten), Hob. XXI:3.