Κάθε καλοκαίρι, τον Ιούλιο, επισκεπτόμαστε την αριστοκρατική Σύρο, νησί με αξιοσημείωτη ιστορία και πολιτισμό, προκειμένου να παρακολουθήσουμε εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αιγαίου. Ο εν λόγω θεσμός ιδρύθηκε το 2005 από τον ενθουσιώδη και παθιασμένο με την Ελλάδα ελληνοαμερικανό αρχιμουσικό Peter (Παναγιώτη) Tiboris, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην Νέα Υόρκη, επίκεντρο των δραστηριοτήτων του, και από τη γυναίκα του, υψίφωνο Eilana Lappalainen, με καταγωγή από την Φινλανδία και τον Καναδά, η οποία έχει εμφανιστεί σε σημαντικά λυρικά θέατρα του εξωτερικού.
Τόσο ο αριθμός τον εκδηλώσεων όσο και η ποιότητά τους εύκολα προκαλούν τον θαυμασμό. Ικανός αριθμός εκλεκτών μονωδών, που πλαισιώνονται από σύνολα, ορχήστρα και χορωδίες, συντελούν στην εξασφάλιση της επιτυχίας της διοργάνωσης. Οφείλουμε εδώ να υπογραμμίσουμε ότι πρόκειται για ένα Φεστιβάλ που πλέον ελάχιστη οικονομική στήριξη εισπράττει από τον Δήμο, γεγονός που σαφώς δυσχεραίνει το έργο του. Εντούτοις, ακόμα και κάτω από τις παρούσες αντίξοες οικονομικές συνθήκες και χάρη στην γενναιοδωρία του εμπνευστή και χρηματοδότη του, Tiboris, καταφέρνει όχι μόνο να πραγματοποιείται, αλλά και να προσφέρει εξαιρετικούς καρπούς.
Το φετινό Φεστιβάλ Αιγαίου άνοιξε στις 10 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε στις 23 του ίδιου μήνα. Παρακολουθήσαμε τις εκδηλώσεις που δόθηκαν μεταξύ 14-16 Ιουλίου.
Ειδικότερα, μέσα στο εκθαμβωτικής καλαισθησίας Θέατρο Απόλλων (η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε το 1864 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Pietro Sampo), κατά την πρώτη βραδιά της επίσκεψής μας, παρακολουθήσαμε συναυλία της ορχήστρας Pan-European Philharmonia, αποτελούμενης από Πολωνούς μουσικούς, υπό την διεύθυνση των Tiboris, στο πρώτο μέρος, και Giovanni Pacor, στο δεύτερο.
Το εναρκτήριο μέρος της συναυλίας, καλύφθηκε αποκλειστικά από το Κοντσέρτο αρ. 1, Op. 11, του Frédéric Chopin, έργο ολοκληρωμένο το 1830 και παρουσιασμένο για πρώτη φορά από τον ίδιο τον συνθέτη στο πιάνο, στις 11 Οκτωβρίου του ίδιου έτους στη Βαρσοβία. Σολίστ κατά την συριανή εκτέλεση υπήρξε η όμορφη Ρωσίδα Asiya Korepanova, γεννημένη το 1984, που είχε μαθητεύσει κοντά στην διαπρεπή Eliso Virsaladze (Ωδείο Μόσχας). Με στιβαρά δάχτυλα, εκμαίευσε από το πιάνο της έναν μεγάλο και αρκετά μεταλλικό ήχο. Υποστήριξε μία ανάγνωση που βασίστηκε στην προβολή των δεξιοτεχνικών τμημάτων του σολιστικού μέρους και των επικών στοιχείων (πρώτο μέρος, Allegro maestoso). Πέτυχε να ξεπεράσει με άνεση τα πολλά επικίνδυνα τεχνικά περάσματα του τελευταίου μέρους, Rondo-vivace. Ωστόσο, λιγότερο φώτισε την ποίηση του έργου και ειδικά την ονειρική ατμόσφαιρα του υπέροχου δεύτερου μέρους, Romanze-Larghetto. Ο Tiboris, με μεγάλη προσοχή, της πρόσφερε μια συνοδεία όλο μουσικότητα και λυρισμό.
Στο δεύτερο μέρος ακούσαμε την Συμφωνία αρ. 6, Op. 74 (Παθητική) του Pyotr Ilyich Tchaikovsky. Πρόκειται για το πλέον προσωπικό και αυτοβιογραφικό αριστούργημα του μουσουργού, που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1893 και δέχθηκε την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση με τον ίδιο τον δημιουργό στο podium, μόλις εννέα μέρες πριν από τον θάνατό του.
Στην Σύρο, το έργο διηύθυνε ο Ιταλός (γεννημένος στην Τεργέστη το 1957) αρχιμουσικός Giovanni Pacor. Ο τελευταίος είναι γνωστός στο ευρύτερο κοινό ως επιτυχημένος μαέστρος όπερας. Αξίζει να θυμίσουμε ότι μεταξύ των ετών 2008-2010 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής: κατά το σύντομο αυτό διάστημα της παραμονής του, είχε προσφέρει μουσικά ικανοποιητικότατες ερμηνείες μελοδραμάτων του μεγάλου ρεπερτορίου. Οι ωραίες μουσικές αναμνήσεις από τη διεύθυνσή του, ανανεώθηκαν κατά την πρόσφατη ακρόαση της κορυφαίας τσαϊκοφσκικής παρτιτούρας. Έχοντας στη διάθεσή του μια ορχήστρα, αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από νεαρά μέλη, έτοιμη να τον ακολουθήσει έκτισε με ενδιαφέρον και συγκέντρωση της μεγάλες κλιμακώσεις του πρώτου μέρους (Adagio-Allegro non topo). Κατά το δεύτερο μέρος, Allegro con grazia, ανέδειξε το μπαλετικό στοιχείο και τον χαρακτηριστικό χορευτικό ρυθμό των 5/4. Οι αντιθέσεις των διαθέσεων ήρθαν επιτυχώς στην επιφάνεια. Στο επόμενο μέρος, Allegro molto vivace, βρήκε τον οίστρο των φράσεων και με ενθουσιασμό προέτρεψε τους μουσικούς να προσφέρουν μια ιδιαίτερα δεξιοτεχνική ανάγνωση με προσοχή στις ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες και ειδικότερα στη γραφή για τα ξύλινα πνευστά. Η δραματική μελαγχολία που οδηγεί στο απόλυτο τέλος του θανάτου (τέταρτο μέρος, Finale: Adagio lamentoso-Andante) ήρθε στην επιφάνεια με πειστικό τρόπο.
Το απόγευμα της επομένης ημέρας (15/7), στον επιβλητικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου, σχήματος σταυρού, που θεμελιώθηκε το 1848 και εγκαινιάστηκε, ανολοκλήρωτος ακόμα, το 1870, ακούσαμε συναυλία της παιδικής χορωδίας, Choeur d’Enfants d’Ile-de-France, των Παρισίων, υπό τη διεύθυνση του Francis Bardot. Σημειώνουμε ότι είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε αυτή την χορωδία και κατά την διάρκεια προηγούμενων ετών του ίδιου φεστιβάλ. Έργα Giovanni Battista Pergolesi, César Franck, Guy Ropartz και Francis Poulenc, αποδόθηκαν με τονική ακρίβεια, προσοχή στον ρυθμό και άφθαστη εκφραστική συγκίνηση. Καιρό είχαμε να ακούσουμε το έργο, Litanies à la Vierge Noire (Λιτανείες προς τιμήν της Μαύρης Παρθένου), που ο Poulenc συνέθεσε (για γυναικεία χορωδία και εκκλησιαστικό όργανο) το 1936 κατά την επίσκεψή του στην περιοχή Rocamadour της νοτιοδυτικής Γαλλίας, όπου βρίσκεται ο ναός της Notre Dame και το ξυλόγλυπτο άγαλμα της Μαύρης Παρθένου, ερμηνευμένο με τόσο αποκαλυπτικό νόημα και ευαισθησία. Ο Jérôme Boutillier, στο μέρος του εκκλησιαστικού οργάνου, παρείχε μια άρτια φορμαρισμένη ιδιωματική συνοδεία.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, στο Θέατρο Απόλλων, παρακολουθήσαμε παράσταση της όπερας I Pagliacci, (Οι Παλιάτσοι), την πλέον επιτυχημένη και δημοφιλή όπερα του Ruggero Leoncavallo, της οποίας η πρεμιέρα δόθηκε στο Μιλάνο (Teatro Dal Verme), στις 21 Μαΐου 1892, υπό την διεύθυνση του Arturo Toscanini. Η όπερα, της οποίας η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την ζωή και τους πρωταγωνιστές ενός περιπλανώμενου θιάσου, οφείλει εν πολλοίς την ύπαρξή της σε μια άλλη, στην Cavalleria Rusticana (Αγροτική Ιπποσύνη) του Pietro Mascagni, παρουσιασμένη το δύο χρόνια νωρίτερα, στις 17 Μαίου 1890, την οποία ο Leoncavallo θαύμαζε (δεν ήταν ο μόνος, βέβαια) και αποφάσισε να γράψει ένα δικό του έργο στα χνάρια του ίδιου ύφους, που είναι γνωστό ως βερισμός: είδος το οποίο εμπνέεται από θέματα της καθημερινότητας. Τα δύο έργο, λόγω της σχετικά περιορισμένης διάρκειάς τους, συνήθως παρουσιάζονται και ηχογραφούνται μαζί. Ωστόσο, κάποια λυρικά θέατρα επιλέγουν να τα παρουσιάσουν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλα συντομότερα μελοδράματα. Το Φεστιβάλ Αιγαίου επέλεξε να τα παρουσιάσει μεμονωμένα κατά τη διάρκεια δύο καλλιτεχνικών περιόδων. Η αλήθεια είναι, ότι πρόκειται για έργα διαφορετικής θεματικής και εσωτερικού κόσμου, τα οποία, τελικά, προτιμάει κανείς να εκτιμάει ξεχωριστά.
Τον ρόλο του ζηλιάρη Canio κράτησε ο Piero Giuliacci. Με έμπειρη γνώση, στέρεη φωνητική τεχνική και ιδιωματική έκφραση, πρόσφερε μια ερμηνεία σφαιρικά ολοκληρωμένη, δραματική και τραγική εκεί που έπρεπε.
Η σε βάθος μελετημένη και προετοιμασμένη Eilana Lappalainen έδωσε στον ρόλο της Nedda, ερωτικής και αξιέραστης συζύγου του Canio, βαθιές τραγικές προεκτάσεις. Το τραγούδι της διέθετε κύρος και εκφραστική ενέργεια.
Ο ταλαντούχος βαρύτονος Massimiliano Fichera έπλασε έναν Tonio θεατρικό, απολύτως τρομακτικό και υποχθόνιο. Έμοιαζε με μέθυσο εμμονικό αποφασισμένο απέναντι στην επιθυμία του να κερδίσει την Nedda, η οποία με την σειρά της τον περιφρονεί. Η βαθιά και τραχιά φωνή του ταίριαζε απόλυτα στον σκοτεινό αντιπαθητικό ήρωα, που σωστά έπλασε.
Ο Ιωάννης Κάβουρας, στον ρόλο του Beppe, και ο Joseph Lim, στον ρόλο του Silvio, ευχαρίστησαν με τις καλοστημένες φωνές τους και την υποκριτικής τους ικανότητα.
Ο Giovanni Pacor, στο τιμόνι της Pan-European Philharmonia, της Χορωδίας του Στούντιο Όπερας του Φεστιβάλ Αιγαίου και της παιδικής Choeur d’Enfants d’Ile-de-France, άφησε θετικότατες εντυπώσεις, φροντίζοντας με δοκιμασμένη γνώση για την υποστήριξη μιας ισορροπημένης και πλούσια σε ουσία εκτέλεσης, που αποκάλυπτε με ενδιαφέρον τα μουσικοθεατρικά ζητούμενα της παρτιτούρας.
Ο σκηνοθέτης Detlef Soelter και η ομάδα του (Jens Huebner, σκηνικά και φωτισμοί, Αντωνία Νομικού, μακιγιάζ, και Εύα Σεφραδίου, κοστούμια) στόχευσαν σε ένα εικαστικό αποτέλεσμα που, ναι μεν εκσυγχρόνιζε την πλοκή, ωστόσο δεν ενόχλησε την δράση και δεν εμπόδισε τους ήρωες από το να αναπτύξουν τους ρόλους τους μέσα σε ένα λογικό νοηματικό πλαίσιο (διόλου αυτονόητο κατά τους καιρούς που διανύουμε, με την πλειοψηφία των σκηνοθετών να έχουν ως μοναδικό τους σκοπό την αλλοίωση κάθε στοιχείου σε σχέση με την υπόθεση των οπερατικών έργων με τα οποία καταπιάνονται και που τελικά καταπνίγουν, βγάζοντας εκτός πλαισίου τους ήρωες με, συνήθως, καταστροφικές-ακυρωτικές συνέπειες).
Δεν θα παραλείψουμε να αναφερθούμε και στον αρχιμουσικό Ραφαήλ Πυλαρινό, που στην εν λόγω παραγωγή είχε ρόλο βοηθού μαέστρου και διευθυντού χορωδίας, φροντίζοντας για τον ορθό συντονισμό και το εξαιρετικό τελικό αποτέλεσμα της χορωδιακής απόδοσης.
Προχωρώντας, κατά την τελευταία βραδιά της φετινής μας παραμονής, ακούσαμε συναυλία της Pan-European Philharmonia, υπό τη διεύθυνση των Peter Tiboris, πρώτο μέρος, και Giovanni Pacor, δεύτερο μέρος.
Η συναυλία άνοιξε με την Τραγική Εισαγωγή, Op. 81, του Johannes Brahms, έργο του 1880. O Tiboris ενθάρρυνε με κύρος τους μουσικούς, να αναδείξουν τον ανήσυχο και δραματικό χαρακτήρα της παρτιτούρας, που δίχως άλλο οφείλει αρκετά στην μπετοβενική διάνοια, προσδίδοντας την πρέπουσα βαρύτητα και σημασία.
Στη συνέχεια, ακούσαμε μια από τις ωραιότερες σελίδες της γαλλικής φωνητικής μουσικής, την Καντάτα, Ο Θάνατος της Κλεοπάτρας (La Mort de Cléopâtre, H 36), έργο με το οποίο το 1829 ο νεαρός Hector Berlioz προσπάθησε να κερδίσει το περίφημο Prix de Rome, προκειμένου για έναν χρόνο να μελετήσει στη Ρώμη (Villa Medici). Μολονότι εκείνη τη χρονιά δεν τα κατάφερε (πέτυχε τον σκοπό του την επόμενη, με το έργο, Sardanapalus), εντούτοις, δημιούργησε ένα έργο πολύτιμο, που με έξοχη ευαισθησία περιγράφει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της θρυλικής βασίλισσας της πτολεμαïκής Αιγύπτου.
Το σολιστικό μέρος ανέλαβε η μεσόφωνος Κατερίνα Ρούσσου, που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό (Στοκχόλμη). Με ισχυρή μουσική προσωπικότητα, φωνή ξεχωριστού ηχοχρώματος και με την απαραίτητη εκφραστική noblesse (προϋπόθεση για την ορθή ερμηνεία αυτού ειδικά του έργου), βούτηξε στα βαθιά νερά της απαιτητικής μπερλιοζιανής Καντάτας. Στάθηκε επί σκηνής με την πρέπουσα άνεση της βασίλισσας, που υποδυόταν. Με λίγες αλλά σημαίνουσες κινήσεις των χεριών της, με ένα βλέμμα που αντικατόπτριζε τις ταραγμένες σκέψεις της Κλεοπάτρας και μέσω του θερμού τραγουδιού της, έδωσε την ευκαιρία στην υπέροχη μουσική και στο καλογραμμένο ποιητικό κείμενο (του πολυτάλαντου ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και κριτικού Pierre-Ange Vieillard de Boismartin) της παρτιτούρας να θριαμβεύσουν. Η σωστή εκφορά της γαλλικής γλώσσας (η καλλιτέχνις έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα σύμφωνα των λέξεων) αναμφίβολα συνέδραμε στην επιτυχία της ανάγνωσης.
Ο μαέστρος Peter Tiboris και η Pan-European Philharmonia, της παρείχαν συνοδεία καλού γούστου, εκφραστικής γενναιοδωρίας και προσοχής όσον αφορά στην απόδοση των περιγραφικών στοιχείων του ποιητικού κειμένου που φωτίζονται από την ιδιαίτερη ενορχήστωση.
Κατά το δεύτερο μέρος, με αρχιμουσικό τον Pacor, επαναλήφθηκε η Συμφωνία αρ.6 του Tchaikovsky, που είχαμε ακούσει στις 14/7. Η καλή χημεία ορχήστρας και μαέστρου υπήρξε εμφανής και κατά την παρούσα εκτέλεση.