Φέτος συμπληρώθηκαν ακριβώς εκατό χρόνια από τον θάνατο του Σπύρου Σαμάρα (Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας, 29/11/1861-7/4/1917). Ασφαλώς πρόκειται για έναν από τους επιφανέστερους συνθέτες της χώρας μας. Γεννημένος –που αλλού;- στην Κέρκυρα, μελέτησε αρχικά κοντά στον Σπυρίδωνα Ξύνδα και στη συνέχεια φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών. Στο τέλος του 1881 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου στο Conservatoire de Paris, έχει την τύχη να μελετήσει κοντά στον Γάλλο ρομαντικό συνθέτη Léo Delibes, δημιουργού της αθάνατης «Lakmé». Από εκείνον διδάσκεται τα μυστικά της σύνθεσης. Μετά το Παρίσι, το 1885, πηγαίνει στην Ιταλία, όπου εγκαινιάζει μια εντυπωσιακή σταδιοδρομία συνθέτη όπερας. Μια σειρά από ιδιαίτερα επιτυχημένα μελοδράματα τον φέρνουν στην απολύτως πρώτη γραμμή των συνθετών της εποχής του. Όπερες όπως οι «Flora Mirabilis» (1886), «Storia d’ Amore» (1903), «Mademoiselle de Belle-Isle» (1905) και «Rhea» (1908) κατατάσσονται στα αναμφισβήτητα αριστουργήματά του. Είναι κρίμα που τα σύγχρονα διεθνή λυρικά θέατρα και Φεστιβάλ δεν τον έχουν ανακαλύψει ακόμα. Πάντως, στην σύγχρονη Ιταλία το όνομά του είναι γνωστό, αλλά μέχρι εκεί. Η ποιότητα της μουσικής του σκέψης άνετα μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των ομοτέχνων του, Giacomo Puccini και Pietro Mascagni. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι για πολλά χρόνια συνέθετε για ονομαστές λυρικές σκηνές του εξωτερικού και συνεργαζόταν με τον μουσικό εκδοτικό οίκο Sonzogno (έτος ίδρυσης 1807).
Πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το λυρικό δράμα σε τέσσερις πράξεις, «Mademoiselle de Belle-Isle» (Δεσποινίς ντε Μπελ-Ιλ), σε συναυλιακή μορφή, από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, 12/5). Η παρτιτούρα της «Mademoiselle de Belle-Isle», είναι γραμμένη με μεγάλη τέχνη, περίσσεια γνώση των δυνατοτήτων της ανθρώπινης φωνής, αλλά και προσοχή στην ενορχήστρωση, στους χρωματισμούς, στην ισορροπία των ηχητικών όγκων και στον σχολιασμό της δράσης και των συναισθημάτων των ηρώων από διάφορα όργανα ή ομάδες οργάνων. Βεβαίως, ακόμα και όταν έχει κανείς μελετήσει την παρτιτούρα, το να την ακούει «ζωντανά», προσφέρει μια αρκετά διαφορετική αίσθηση των αρετών της. Θεωρούμε απαραίτητο να σημειώσουμε ότι ο διαπρεπής μουσικολόγος, μελετητής και βιογράφος του συνθέτη, Γιώργος Λεωτσάκος, στο μνημειώδες έργο του, «Σπύρος Σαμάρας, Ο Μεγάλος Αδικημένος της Έντεχνης Ελληνικής Μουσικής, Δοκιμή Βιογραφίας» (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2013), αναφέρει ότι από το υλικό ορχήστρας της πρώτης πράξης λείπουν τα μέρη των 2 όμποε, των 3 τρομπονιών και της άρπας, τα οποία βάσει του υπάρχοντος υλικού του σπαρτίτου, αποκαταστάθηκαν από τον Βύρωνα Φιδετζή.
Θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε, έστω και εν συντομία, στο λεπτοδουλεμένο, όσο και ευαίσθητο ποιητικό κείμενο (libretto) του Γάλλου Paul Milliet, ο οποίος, με τη σειρά του, βασίστηκε στο γνωστό δράμα του Alexandre Dumas, που εκδόθηκε το 1839. Ο Milliet, λιμπρετίστας και του Jules Massenet (ναι, ήταν ένας από τους τρεις συγγραφείς του βασισμένου στο έργο του Johann Wolfgang von Goethe, ποιητικού κείμενο της αθάνατης όπερας «Werther»!), έγραψε τα libretti και δύο άλλων μελοδραμάτων του Σαμάρα: «Storia d’amore» και «Ρέα».
Είναι αυτονόητο ότι κάθε συνθέτης που δημιουργεί μια όπερα, την προορίζει για την σκηνή και όχι για παρουσίαση σε συναυλιακή μορφή, δηλαδή χωρίς σκηνικά, κοστούμια και κυρίως, κίνηση. Και η αλήθεια είναι ότι κατά την πρόσφατη παρουσίαση, μας έλλειψε το εικαστικό μέρος. Το ζητούσε η ίδια η μουσική του Σαμάρα και μάλιστα με έντονο τρόπο. Εντούτοις, αν αναλογισθεί κανείς πόσο σπάνια έχουμε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε μελοδράματα του Σαμάρα (ή και άλλων Ελλήνων συνθετών της εποχής του), θα πρέπει να θεωρήσουμε πραγματικό ευτύχημα το γεγονός ότι με την ευκαιρία της επετείου του συνθέτη, μπορέσαμε να ακούσουμε το εν λόγω έργο. Και αυτό, οφείλουμε ευθύς εξαρχής να υπογραμμίσουμε, χάρη στον ακούραστο αρχιμουσικό Βύρωνα Φιδετζή, ο οποίος εδώ και χρόνια, υποστηρίζει με όλες του τις δυνάμεις την Ελληνική μουσική παραγωγή, κυρίως εκείνη του δεκάτου ενάτου και εικοστού αιώνα (αλλά όχι μόνον). Με τον γνωστό του ενθουσιασμό, που συνδυάζεται με την βαθιά γνώση της παρτιτούρας που προσεγγίζει, βούτηξε στα υπέροχα νερά της όπερας του Σαμάρα στοχεύοντας και πετυχαίνοντας μια ερμηνεία απολύτως ποιοτική, τόσο σε μουσικό όσο και δραματικό επίπεδο.
Ο ίδιος είχε στην διάθεσή του ομάδα ικανότατων τραγουδιστών, οι οποίοι με ταλέντο και προσοχή, τίμησαν τους ρόλους, που επωμίσθηκαν. Ειδικότερα, η νεαρή σοπράνο Άννα Στυλιανάκη, προσέγγισε με φωνητική άνεση και γοητευτική έκφραση τον ρόλο της Mademoiselle de Belle-Isle.
H σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου, όπως πάντα καλά προετοιμασμένη, υπήρξε φωνητικά και εκφραστικά επιβλητική στον ρόλο της Μαρκησίας De Prie. Χαιρόμαστε να την ακούμε και να την βλέπουμε σε πιο δραματικούς ρόλους, που ταιριάζουν γάντι στην μεγάλων δυνατοτήτων και κυβικών φωνή της. θα πρέπει να υπογραμμίσουμε την άψογη προφορά του γαλλικού κειμένου: κάθε συλλαβή ήταν αρθρωμένη με προσοχή και νόημα. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε το πόσο είχε δουλέψει πάνω στο ποιητικό κείμενο και πόσο καλά ένιωσε τον συνδυασμό μουσικής και λόγου.
Ο τενόρος Φίλιππος Μοδινός, στον ρόλο του τραγικού Chevalier d΄Aubigny, κέρδισε τις εντυπώσεις με την μεγάλη σε εύρος και ένταση φωνή του. Μια φωνή με ωραίο ηχόχρωμα και άνεση στην υψηλή της περιοχή. Το τραγούδι του διέθετε συγκίνηση, δραματική ορμή και εκφραστική γενναιοδωρία. Να, ένας νέος καλλιτέχνης τον οποίον θα θέλαμε να δούμε σε διανομές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Κρίνουμε ότι θα ήταν ταιριαστός σε μεγάλους ρόλους του Giuseppe Verdi. Φωνές σαν τη δική του είναι δυσεύρετες.
Η συνεισφορά των Νίκου Κοτενίδη, βαρύτονου (Duc de Richelieu), Γιάννη Σελητσανιώτη, βαρύτονου (Chevalier d’ Auvray), και Πέτρου Μαγουλά, μπάσου (Duc d’ Aumont), κρίθηκε εξίσου ικανοποιητική και πρόσθεσε στο όλο καλό αποτέλεσμα.
Οι χορωδίες του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Διδασκαλία, Νίκος Μαλιάρας), Opus Femina του Δήμου Κορινθίων (Διδασκαλία, Φάλια Παναγιαννοπούλου) και της Εμπορικής Τράπεζας (Διδασκαλία, Σταύρος Μπερής) αντιμετώπισαν με συνέπεια και προθυμία τα ωραιότατα όσο και ιδιαίτερα απαιτητικά χορωδιακά μέρη. Σποραδικά προβλήματα ρυθμικής ακρίβειας και τονικού συντονισμού, που έκαναν την εμφάνισή τους, δεν αλλοίωσαν την θετική εικόνα.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τον Φιδετζή, έπαιξε με μπρίο, μεγάλη δεξιοτεχνική άνεση και ωραίο ήχο, δίνοντας πνοή σε μια παρτιτούρα της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, το ορχηστρικό μέρος παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Δεν θα κρύψουμε ότι υπήρξαν όμως και φορές, μέσα στην εκρηκτική διάθεση, που ακουγόταν μάλλον δυνατή, ενίοτε καλύπτοντας τις φωνές των τραγουδιστών και της χορωδίας. Αλλά, τελικά, αυτό που μένει είναι μια ερμηνεία αξιώσεων. Και ναι, θα θέλαμε, στο όχι μακρινό μέλλον, να απολαύσουμε το ίδιο έργο σε σκηνοθετημένη μορφή, με σκηνικά και κοστούμια.
Μια άλλη ευχάριστη έκπληξη, πάντα στο πλαίσιο της επετείου Σαμάρα, υπήρξε η πρόσφατη κυκλοφορία έκδοσης της Μουσικής Εταιρίας Αλεξανδρούπολης με τίτλο: «Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας, Επίσημη Δισκογραφία (1904-2016), Συμβολή στα 100 Χρόνια από την Εκδημία του». Πρόκειται για την δεύτερη καταγραφή της σαμαρικής δισκογραφίας: η πρώτη ανήκει στον σημαντικό ερευνητή και συλλέκτη δίσκων Στάθη A. Αρφάνη και δημοσιεύεται στο βιβλίο του Λεωτσάκου (βλ. παραπάνω). Συγγραφέας της νεότερης εργασίας είναι ο γνωστός για την αξιοθαύμαστη συμβολή του στην καταγραφή, διάσωση και ανάδειξη της λόγιας ελληνικής μουσικής παραγωγής, μουσικογράφος Θωμάς Ταμβάκος.
Ο Ταμβάκος, που εδώ και πολλά χρόνια εργάζεται με σοβαρότητα και επιμονή, έρχεται να παραδώσει μια εργασία πλήρη όσο και πλούσια σε περιεχόμενο, με σκέψη οργανωμένη, η οποία δίχως άλλο θα αποτελέσει εξαιρετικό βοήθημα για τους θαυμαστές του συνθέτη, που επιθυμούν να εξερευνήσουν τις ηχογραφήσεις του έργου του. Μια έκδοση άξια πολλών επαίνων, που αφιερώνεται με σεβασμό στη μνήμη των αξέχαστων Αλέξη Ζακυθηνού και Τάκη Καλογερόπουλου.