Τα έτη 1877 και 1878 είδαν τον Piotr Ilyich Tchaikovsky, τον μεγαλύτερο συνθέτη που πρόσφερε ποτέ η Ρωσία, σκυμμένο πάνω από την παρτιτούρα της όπεράς του, με τίτλο Eugene Onegin (Евгений Онегин). Στηριζόμενος σε μέρη της διάσημης νουβέλας του Alexander Pushkin (το λιμπρέτο ανήκει στον Konstantin Shilovsky), έδωσε ένα έργο μέγιστο, μεστό σε συναισθήματα, ρομαντικό, βαθύτατα τραγικό και ερωτικό, η υπόθεση του οποίου στρέφεται γύρω από την νεαρή Tatiana και τον ανεκπλήρωτο έρωτά της με τον Yevgeny Onyegin.
Η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (Metropolitan Opera) επέλεξε την εν λόγω όπερα για την έναρξη της φετινής καλλιτεχνικής της περιόδου επιστρατεύοντας μια πλειάδα εκλεκτών τραγουδιστών και έναν αρχιμουσικό, τον Valery Gergiev, ιδανικό για το ρώσικο ρεπερτόριο. Στο πλαίσιο των ζωντανών αναμεταδόσεων (Met Live in HD), παρακολουθήσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον την παραγωγή (5/10, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης).
Αναμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της βραδιάς, στον κεντρικό ρόλο της Tatiana, ήταν η Ρωσίδα ντίβα Anna Netrebko. Η Netrebko, σε αυτή την ώριμη περίοδο της καλλιτεχνικής της σταδιοδρομίας, απέδωσε με μεγάλη γνώση και εμβάθυνση. Η σκιαγράφηση των συναισθημάτων της νεαρής ηρωίδας έγινε με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια και συγκίνηση. Βρήκαμε ότι η φωνή της Netrebko διανύει την καλύτερή της φάση, πλούσια σε όγκο, ηχοχρώματα και έκταση. Η περίφημη σκηνή του γράμματος (Puskai pogibnu ya), της πρώτης πράξης, βρήκε την τραγουδίστρια σε άψογη φωνητική φόρμα και στην κατάλληλη συναισθηματική φόρτιση. Πέτυχε με απόλυτη συγκέντρωση να εισέλθει στο πνεύμα και στην ουσία του μουσικά και υποκριτικά τόσο εύφορου ρόλου που αντιμετώπιζε. Η σταδιακή μεταμόρφωσή της από απλή και συνεσταλμένη κοπέλα σε εκτυφλωτικής ομορφιάς κυρία των σαλονιών έγινε με τέχνη και προσοχή.
Δίπλα της, τόσο ο Mariusz Kwiecien (Eugene Onegin), όσο και ο Piotr Beczala (Lensky), υπήρξαν πραγματικά υποδειγματικοί στην ενσάρκωση των δικών τους απαιτητικών ρόλων. Με μεγάλη ικανοποίηση έβλεπε κανείς τρεις ελκυστικές προσωπικότητες να γεμίζουν τη σκηνή. Οι εύρωστες φωνές τους και η εκφραστική γενναιοδωρία τους συνέβαλαν στην ανάδειξη των ρόλων τους ρόλους. Οι ίδιοι σχημάτισαν ένα δυνατό όσο και απολύτως μοιραίο ερωτικό τρίγωνο με την Netrebko. Ο Beczala ήταν τόσο άμεσος και υποκριτικά έντονος στην τρίτη και τελευταία πράξη, αναδεικνύοντας το δράμα του συναισθηματικά καταρρακωμένου Onegin, ο οποίος κλωνίζεται από το γεγονός ότι η Tatiana, κάποτε παράφορα ερωτευμένη μαζί του, τώρα τον εγκαταλείπει αποφασίζοντας να μείνει πιστή στον σύζυγό της.
Ο Alexei Tanovitski, μπάσος που έχει κερδίσει τις εντυπώσεις σε μεγάλους ρόλους όπως οι Boris Godunov (Modest Mussorgsky), Macbeth (Giuseppe Verdi) και Rigoletto (Verdi), ενσάρκωσε συνδυάζοντας ευγένεια και κύρος.
Στους μικρότερους ρόλους, έπεισαν οι Larissa Diadkova, που με ώριμη φωνή απέδωσε τον ρόλο της τροφού Filippyevna, o John Graham-Hall, τραγουδώντας με την απαιτούμενη φινέτσα το μέρος του καθηγητή της γαλλικής γλώσσας Triquet, και η Elena Zaremba, πειστικότατη ως μητέρα της Tatiana.
Ο Gergiev, στο podium, εξασφάλισε μια ερμηνεία βαθύτατα ρώσικη, θαυμάσιας ροηκότητας, όλο αισθήματα, με αγάπη και περίσσιο ενδιαφέρον υποστηριγμένη. Άξιος πολλών επαίνων είναι ο τρόπος που έχει σκεφτεί και βιώσει τη μουσική αυτή. Από την λαμπρή ορχήστρα της Met εκμαίευσε έναν ήχο σκουρόχρωμο, θερμό και εκφραστικό, απολύτως ταιριαστό στην αθάνατη όσο και τραγική παρτιτούρα του συνθέτη.
Η παραγωγός Deborah Warner (που αντιμετώπισε προβλήματα υγείας κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της παραγωγής και χρειάστηκε να απουσιάσει για αρκετό διάστημα λόγω χειρουργείου) και η γνωστή ηθοποιός Fiona Shaw, που υπέγραφε τη σκηνοθεσία και επωμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της προετοιμασίας της παραγωγής, ενθάρρυναν τους τραγουδιστές να φέρουν στην επιφάνεια όλη την μαύρη αγωνία του έργου με αμεσότητα.
Τα λειτουργικά σκηνικά του ιδιοφυούς Tom Pye, που πέτυχε να παρουσιάσει νατουραλιστικά τοπία και γοητευτικότατες εικόνες με τον καλύτερο τρόπο, τα έξοχα σε κομψότητα και εκλεπτυσμένο γούστο κοστούμια εποχής της γεννημένης στην Ελλάδα Chloe Obolensky (Chloe Georgaki-Obolensky) και οι εύστοχοι φωτισμοί του Jean Kalman, συνέδραμαν στην δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας και ενδυνάμωναν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσαν άνετα να δράσουν οι τραγουδιστές. Η κομψότητα του εικαστικού μέρους της παραγωγής και η περίπου κινηματογραφική απόδοση, ευχαρίστησαν και ταίριαξαν γάντι στα ζητούμενα του έργου (σημειώνεται ότι η ίδια παραγωγή, είχε ανέβει για πρώτη φορά το 2011, στην English National Opera).
O προικισμένος χορογράφος Kim Brandstrup φρόντισε να αποδώσει με την ανάλογη μεγαλοπρέπεια τη σκηνή του μεγάλου χορού της δεύτερης πράξης. Ο Gergiev και εδώ φρόντισε για την εύστοχη υπογράμμιση των ρυθμικών εναλλαγών.
Μια παραγωγή αντάξια των υψηλών προδιαγραφών της Met. Μακάρι να τη δούμε και σε DVD.