Βύρων Φιδετζῆς – Θανάσης Ἀποστολόπουλος

 τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.

 

Τριακοστό ένατο 2012.

ΑΝΕΚΑΘΕΝ θεωροῦσα ἄτυχους τοὺς ἀρχιμουσικοὺς καὶ τοὺς σκηνοθέτες θεάτρου καί, ἰδιαίτατα, κινηματογράφου: ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς τεχνίτες λόγου, ποὺ χρειάζονται μόνον μέσα γραφῆς, ζωγράφους καί γλύπτες, ποὺ χρησιμοποιοῦν ὑλικὰ κάπως δαπανηρότερα, χρειάζονται ἄλλους ἀνθρώπους! Ἔτσι ἡ συνταξιοδότηση, τῶν ἀρχιμουσικῶν, εἶναι στερητικότερτη ἀφοῦ μειώνει τὶς δυνατότητες ἐμφανίσεών τους Αὐτὰ συλλογιζόμουν παρακολουθώντας τὴν οἰονεὶ «ἀποχαιρετιστήρια» (σιχαίνομαι τὴ λέξη) συναυλία μὲ τὴν ΚΟΑ ποὺ καλλιτεχνικὸς διευθυντής της διετέλεσε ἐπὶ 7 ὁλόκληρα χρόνια, τοῦ προσφιλέστατου Βύρωνος Φιδετζῆ: τὴ σταδιοδρομία του εὐτύχησα νἀ παρακολουθήσω ΟΛΟΚΛΗΡΗ.

Καὶ ἀμετάκλητα συμπεραίνω ὅτι ὁ Φιδετζῆς ἀντιπροσωπεύει πρωτοπόρο μοναδικὸ καὶ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤ0, ἐπειδὴ ταύτισε τὴν προσφορά του καί, ἀρχικά, ὡς βιολοντσελίστας καὶ λίγο ἀργότερα ὡς ἀρχιμουσικός, μὲ τὴν Ἑλληνική Μουσικὴ ποὺ κανένας δὲ γνώρισε καὶ ἀγάπησε μέ τέτοιο βάθος καὶ πάθος ὅσο ἐκεῖνος, ἀποκαλύπτοντάς την σ᾽ ὅλη τὴν πολυδιάστατη ἱστορικὴ της προοπτική.  Γιατὶ δὲν εἶναι μόνον τὰ ἀναρίθμητα ἔργα δύο αἰώνων Ἔντεχνης Ἑλληνικῆς Μουσικῆς ποὺ ἀνακάλυψε ἢ/καὶ πρωτοπαρουσίασε, ἡ πλουσιότατη δισκογραφία του ἀλλὰ καὶ δεκάδες ἔργων ποὺ ἠχογράφησε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ραδιοφωνία καὶ σαπίζουν ἄπαιχτα χρόνια τώρα στὰ «ἀρχεῖα» της, ὅπως ἡ ἐντελῶς ἄγνωστη, συναρπάζουσα, ἑπικὴ συμφωνία τοῦ Πέτρου Πετρίδη,  «Διγενῆς Ἀκρίτας», ποὺ ὡς τὸ 1987 τοὐλάχιστον σωζόταν ἐκεῖ. Ἀρχιμουσικοὺς νεότερους βεβαίως ἔχουμε πολλοὺς καὶ ἀρίστους. Πλεῖστοι διάκεινται βέβαια εὐμενέστατα ἀλλ᾽ ἐπιφανειακὰ πρὸς τὴν Ἔντεχνη Ἑλληνικὴ Μουσική, κάποιοι ὑπηρετοῦν μόνο τὴ σύγχρονη. Κανένας ὅμως δὲν φλέγεται ἀπὸ τὸν ἱεραποστολικὸ ζῆλο τοῦ Φιδετζῆ μεταλαμπαδεύσεώς τοῦ συνόλου της στὸ εὑρύτερο κοινό, ποὺ ξενοκίνητοι δάκτυλοι τοῦ τὴ στέρησαν. Ἰδοὺ γιατὶ εἶναι, ἐπαναλαμβάνουμε, ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ.  Ἔτσι καὶ ἡ ἀποχαιρετιστήρια συναυλία μὲ τὴν ΚΟΑ του περιλάμβανε ἑλληνικὰ ἔργα, ἐνορχηστρωμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο:

ΚΑΛΟΜΟΙΡΗ ΜΑΝΩΛΗ (1883-1962): «Ραψῳδία» γιὰ πιάνο ἀρ. 2, (1921). Ὄντως ἀδάμας συνθετικῆς συλλήψεως, κατὰ Φιδετζῆ: ἄκρως εὐαίσθητη ἐνορχήστρωση, ἀνέδειξε περίτεχνες διαστρωματώσεις ὑψηλοῦ συνθετικοῦ στοχασμοῦ.

ΝΤΒΟΡΖΑΚ, ΑΝΤΟΝΙΝ (1841-1904): «Τρία νεοελληνικὰ (λαϊκὰ) τραγούδια», ἔργο 50 (1878), γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο, πρωτότυπη ἐνορχστρωση χαμένη: α) «Ὁ Κόλιας», κλέφτικο (Βυτίνα)· β) «Ὁ βοσκὸς καὶ οἱ νεράϊδες», τίτλος ποιμενικὸς ἐνθυμίζων…Λεβίδη (Κάρπαθος)· γ) «Τὸ μοιρολόγι τῆς Πάργας», σουλιώτικο. Προσέγγιση πρώτης ὕλης εὐλαβικότατη, συγκρίσιμη μὲ τοῦ Μπουργκώ-Ντυκουντραί (1876). Ἄψογα τραγουδημένα ἀπὸ τὸν ὑποσχετικότατο βαρύτονο Διον. Σούρμπη.

ΣΠΥΡΟΥ ΣΑΜΑΡΑ (1861-1915): «Ὕμνος εἰς τὸν Βάκχον», κείμ. Γεωργίου Τσοκοπούλου γιὰ ἀντρικὴ χορῳδία καὶ πιάνο, πρωτότυπη ἐνορχήστρωση: χαμένη. Εὔστοχη ἀποκατάστασή της ἀπὸ τὸ Φιδετζῆ, συμπίπτει μὲ τὴν ἀπότομη προσγείωση τοῦ Σαμάρα, ἀπὸ πανύψηλες κορφὲς («Τίγκρα») στὸ ρωμέϊκο βόθρο. Περίπου τετράπτυχο μὲ ἁρμονικῶς τολμηρότατα β΄ καὶ δ΄ τμῆμα.

ΣΠΥΡΟΥ ΣΑΜΑΡΑ: «Τίγκρα», ὄπερα, κείμ. Ρενάτο Σιμόνι, σώζεται μόνον ἡ α΄ πράξη. Ξανακούσαμε προσεκτικότερα τὴν ἐνορχήστρωση Φιδετζῆ: ἴσως χρειάζεται νὰ περιορίσει τὰ κόρνα, ἐνθυμίζοντα Ρίχαρντ Στράους. Ἀνεπίληπτες ἑρμηνεῖες ἀπὸ τὸ Φιδετζῆ, τοὺς μονῳδοὺς Χατζησίμου, Καβράκο, Σούρμπη, Μαρισία Παπαλεξίου, Μαρία Βλαχοπούλου καὶ τὶς χορωδίες Ἐμπορικῆς Τραπέζης, Παιδικῆς Πνευματικοῦ Κέντρου Δήμου Κορινθίων σὲ διδασκαλίες Σταμάτη Μπερῆ καὶ Φάλιας Παπαγιαννοπούλου. (Αἴθουσα Τριάντη, 30.11.2012).

*        *        *

Η ΓΕΝΙΚΗ  ΑΠΕΡΓΙΑ ΜΜΜ καὶ ταξὶ στὶς 7.11.2012, μοῦ στέρησε τὸ ρεσιτάλ τοῦ πιανίστα Τίτου Γουβέλη καὶ τῆς ὑψιφώνου Μάϊρας Μηλολιδάκη, μὲ πρόγραμμα ἄκρως ἐνδιαφέρον, πάντα στὸν κύκλο τῶν 32 μπετοβενικῶν σονατῶν γιὰ πιάνο Ἂν τοὐλάχιστον ἡ ἐκδήλωση ἠχογραφήθηκε… Ἀκολούθησε ὁ πιανίστας Θανάσης Ἀποστολόπουλος (γ. 1968) σὲ πρόγραμμα τιτλοφορούμενο ἀγγλιστὶ  Βeethoven with a twist, δηλ. «Μπετόβεν μὲ μιὰ παράκαμψη»―θὰ δεῖτε ποιά. Εἴχαμε καιρὸ νὰ τὸν ἀκούσουμε. Στὰ 44 του εἶναι πιανίστας μὲ ρέουσα μουσικότητα, ἁδρό toucher, καὶ λαμπερὸ ἦχο δίχως παρέμβαση τοῦ πεντάλ, μὲ ἀποτέλεσμα ζωηροὺς φωτισμοὺς σὲ ὅλα τὰ κείμενα, μὴ προδίδοντες, γρᾶμμα, πνεῦμα καὶ νόημά τους. Ἀκούσαμε:

ΜΠΕΤΟΒΕΝ, ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ (1770-1827): Σονάτα ἀρ. 22, φα μείζ., ἔργο 54 (1804). Σπάνια ἀκουόμενος σάπφειρος, σὲ δύο μέρη: Ι. Μενουέττο, «μεγάλης»,  μπετοβενικότατης χειρονομίας, μὲ μεσαῖο τμῆμα σὲ ὀκτάβες, τολμηρότατες γιὰ τὴν ἐποχή, καὶ ΙΙ. Allegrettopiù allegro ἑρμηνεύθηκε μὲ πλούσιο ἦχο καὶ πηγαία ἔκφραση.

ΜΠΕΤΟΒΕΝ, ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ: Σονάτα ἀρ. 8, ντο ἐλ.,  ἔργο 13, ἡ περίφημη «Παθητικὴ» (1804). Τρία μέρη: στὸ Ι. ὁ Ἀποστολόπουλος ἀνέδειξε τὸν εὐγενικὰ «λεοντώδη» Μπετόβεν, καίτοι μὲ τάσεις μικρῆς ἐπιταχύνσεως τοῦ «τέμπο» ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη-κορύφωμα καὶ μετά. ‘Απογειωθήκαμε στὸ ΙΙ., Adagio cantabile, γενικὰ ἁδρόηχο καὶ στὸ ΙΙΙ., Rondo allegro, μὲ μικροεπιταχύνσεις μὴ ἐπιζήμιες γιὰ τὴ νοηματικὴ καθαρότητα.

ΜΠΕΡΓΚ, ΑΛΜΠΑΝ (1885-1935): Σονάτα γιὰ πιάνο, ἕνα μέρος, ἔργο 1 (1910), τό ἐξαγγελθέν… twist. Θυμίζοντας κάπως ὕστερο Σκριάμπιν, ἡ ἀρχικὴ ἐσωτερικότατη λυρικὴ διάθεσή της παρασύρεται αὐτοαναιρούμενη σὲ λαβυρίνθους ἀτονικότητας. Ἑρμηνεία διαφωτιστικότατη, πάντα ἁδρόηχη μὲ ζωηροὺς φωτισμούς.

ΜΠΕΤΟΒΕΝ, ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ: Σονάτα ἀρ. 30, μι μείζ., ἔργο 109, τρία μέρη, σχετικὰ σπανιότερα ἀκουόμενη ἀπὸ τις 3 τελευταῖες. Λίγο μετριασμένη παραφορὰ θὰ ἔκανε ἀνετότερη τὴν παρακολούθηση τοῦ Ι. Vivace ma non troppo-Adagio cantabile. Στὸ ΙΙ., Prestissimo, δικαίως ἐπιστρέψαμε στὸ «λεοντώδη» Μπετόβεν. Στὸ ΙΙΙ. Andante molto cantabile ed espressivo, Θέμα μέ 6 παραλλαγές, ἑρμηνευμένο ἐμφατικὰ μᾶλλον (νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἀντίληψη espressivo;) παρὰ « cantabile», ἡ παραλλαγὴ staccato, ἀνέδειξε φυσικὴ φωτεινότητα  ἤχου δίχως «πεντάλ». Σπίτι, ἀνοίγοντας τὴν παρτιτούρα, διέγνωσα στὸ ἔργο ὑποκατάσταση τοῦ ἐσωτερικοῦ «cantabile» μὲ ἄκρως ἐλεγμένες ἐμφάσεις. (Αἴθουσα ΔΜ. 29.11. 2012).

――――――――――――

Ἐφ. Ἐξπρές, Ἔτος 51ο, ἀρ φύλλου 14.848,

Σάβ. 22-Κυρ., 23 Δεκεμβρίου 2012, σελ. 37.