Στο Estates Theatre (Stavovské divadlo) της Πράγας, στις 29/10/1787, το κοινό για πρώτη φορά είχε την ευκαιρία να εκτιμήσει ένα από τα σημαντικότερα οπερατικά δημιουργήματα, με τίτλο Don Giovanni, KV 527, του Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791). Θυμίζουμε ότι στο ίδιο αυτό θέατρο παρουσιάστηκε μερικά χρόνια αργότερα, το 1791, και η ακροτελεύτια όπερα του προαναφερθέντος συνθέτη, με τίτλο, La Clemenza di Tito, KV 621. Στον Don Giovanni, που με νόημα χαρακτηρίζεται από τον λιμπρετίστα του, Lorenzo Da Ponte (1749-1838), ως drama giocoso, συνδυάζεται το τραγικό με το κωμικό στοιχείο και μάλιστα με ιδιοφυή όσο και ιδιαίτερο τρόπο, που δίνει την ευκαιρία στα δύο αυτά στοιχεία να αναπτυχθούν υποδειγματικά.
Στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Royal Opera House), στις 10/10, παρακολουθήσαμε την πολυσχολιασμένη παραγωγή του Δανού σκηνοθέτη Kasper Holten, παρουσιασμένη για πρώτη φορά στο ίδιο αυτό λυρικό θέατρο το 2014. Η παραγωγή είναι γνωστή από το DVD/Blu-Ray που κυκλοφόρησε κατά την διάρκεια του ίδιου έτους από την εταιρεία Opus Arte.
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, δύο Έλληνες λυρικοί καλλιτέχνες, που εδώ και χρόνια σταδιοδρομούν διεθνώς, λάμπρυναν τη διανομή: η σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου (Donna Elvira) και ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Commendatore). Αμφότεροι σημείωναν το ντεμπούτο τους στο Covent Garden. Δεν κρύβουμε την ικανοποίησή μας κάθε φορά που βιώνουμε από κοντά καλλιτέχνες από την πατρίδα μας να διαπρέπουν και να χειροκροτούνται σε διεθνείς σκηνές.
Η παραγωγή του Holten υπήρξε πλούσια σε ιδέες, οι οποίες εκτελέστηκαν με την δέουσα προσοχή. Ειδικότερα, ένα από τα βασικά της στοιχεία ήταν οι εντυπωσιακές βιοντεοπροβολές, επιμελημένες από τον Luke Halls, που έδωσαν ένα σαφώς κινηματογραφικό χαρακτήρα στο οπτικό μέρος. Οι ήρωες κινήθηκαν μέσα σε ένα πολυσχιδές διώροφο οίκημα, με πολλά δωμάτια (σκηνικά της Es Devlin). Η πλοκή μεταφέρθηκε κάπου στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, όπως μαρτυρούσαν τα κομψά κοστούμια, ειδικά των δύο ηρωίδων, Donna Anna και Donna Elvira, που υπέγραφε η Anja Vang Kragh στην πρώτη της συνεργασία με το Covent Garden (έκτοτε, ακολούθησαν άλλες δύο). Υπεύθυνος της αναβίωσης της παραγωγής που παρακολουθήσαμε ήταν ο Jack Furness.
Ο διάσημος Ουρουγουανός μπασοβαρύτονος Erwin Schrott, που το 2003 είχε σημειώσει στο μεγάλο αυτό λυρικό θέατρο το ντεμπούτο του ερμηνεύοντας τότε τον ρόλο του Leporello, πάλι στο ίδιο έργο, αυτή τη φορά υποστήριξε με γοητευτικό τρόπο έναν Don Giovanni άκρως γοητευτικό, playboy (σύμφωνα με το libretto, ο ήρωας έχει αποπλανήσει δύο χιλιάδες εξήντα πέντε γυναίκες!) και ευγενή. Αξιοποίησε το ιδιαίτερων ποιοτήτων φωνητικό του οπλοστάσιο με εξυπνάδα προκειμένου να αναδείξει κάθε πτυχή της πολυπλοκότητας του χαρακτήρα του ρόλου. Αξιοσημείωτα στοιχεία της ερμηνείας του υπήρξαν το ονειρεμένο και βελούδινο legato του (λ.χ. ντουέτο Don Giovanni-Zerlina, Là ci darem la mano, πρώτη πράξη, και κυρίως, σερενάτα, Deh vieni alla finestra, δεύτερη πράξη), όπως και ο εύστοχος τρόπος με τον οποίο μεταμόρφωνε το ηχόχρωμα της φωνής του, ανάλογα με τα ζητούμενα της στιγμής. O σκηνοθέτης παρουσίασε έναν Don Giovanni, όχι μόνο ως ακούραστο κυνηγό γυναικών, αλλά και ως άκρως επιθυμητό από τις ίδιες, οι οποίες τον διεκδικούν και ερωτοτροπούν μαζί του. Βεβαίως, ειδικά η Donna Anna, κάθε άλλο παρά θα έπρεπε, αφού τον βλέπει, σύμφωνα με το libretto, ως απολύτως απεχθή: ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τον άνθρωπο που έχει σκοτώσει τον πατέρα της. Με αυτόν τον τρόπο ο Holten επιχειρεί να καταστήσει τον Don Giovanni πιο συμπαθή στα μάτια όχι μόνο των γυναικών που προσπαθεί να κατακτήσει, αλλά και στα μάτια του ίδιου του κοινού. Ο Schrott, πάντως, με έμπειρη γνώση πέτυχε να υποστηρίξει επιτυχώς τις απόψεις τόσο του κειμένου, όσο και του σκηνοθέτη, φωτίζοντας στη βάση τους τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά του ήρωα που ενσάρκωσε.
Η Σουηδή υψίφωνος Malin Byström απέδωσε ονειρωδώς τον ρόλο της Donna Anna αξιοποιώντας απολύτως την σπάνιας δραματικότητας και ηχητικής πληρότητας φωνή της, σκούρων αποχρώσεων σε όλη την έκτασή της. Μολονότι ο σκηνοθέτης, όπως προαναφέρθηκε αλλοίωνε βασικά στοιχεία του χαρακτήρα της ηρωίδας που ενσάρκωνε, εμποδίζοντάς την λ.χ. στην σκηνή της πρώτης πράξης να πλησιάσει το σώμα του λατρεμένου της πατέρα που λίγο νωρίτερα είχε δολοφονηθεί (το κεφάλι της στρεφόταν προς το μέρος του κοινού), εκείνη μπόρεσε να αναδείξει τα βαθύτερα ουμανιστικά συναισθήματα της ηρωίδας. Τόσο στις άριές της όσο και κατά τα ensembles επέδειξε ιδιαίτερη μουσικότητα και τεχνική βεβαιότητα, μη διστάζοντας με νόημα να τονίσει τα ξεσπάσματα αγωνίας εκεί που έπρεπε. Επιπλέον, εντυπωσιαστήκαμε από τον έξοχο έλεγχο της αναπνοής της όπως και από την άνεση στην ερμηνεία των φθόγγων τόσο της χαμηλής όσο και της υψηλής φωνητικής περιοχής (πεντακάθαρες προέκυψαν οι κολορατούρες της μεγάλης άριας της, Non mi dir, από την πέμπτη σκηνή της δεύτερης πράξης).
Δίπλα της, στον ρόλο του αρραβωνιαστικού της, Don Ottavio, ο Ιταλός τενόρος Emmanuele D’Aguanno απέδωσε με τραγούδι που σεβόταν τη μεγάλη μοτζάρτια γραμμή, ωστόσο η φωνή του σε στιγμές ακουγόταν υπερβολικά ένρινη. Λυπούμαστε πραγματικά που δεν προλάβαμε τον πάντα εξαιρετικό Γερμανό Daniel Behle, ο οποίος τραγούδησε τον ίδιο ρόλο μερικές μέρες νωρίτερα στην ίδια σκηνή. Σημειώνουμε ότι επωμίσθηκε τον ρόλο στην παράσταση που μεταδόθηκε «ζωντανά», στο πλαίσιο του κύκλου μεταδόσεων Royal Opera House Live, στις 8/10. Η υπόλοιπη διανομή της μετάδοσης υπήρξε όμοια με την εκείνη της παράστασης που παρακολουθήσαμε.
Η Παπαθανασίου έκτισε μία Donna Elvira με προσοχή τόσο στις μουσικές όσο και στις υποκριτικές λεπτομέρειες. Η καλλιτέχνις ξεχώρισε με λαμπερές νότες της υψηλής φωνητικής περιοχής, όπως και με την εκφραστικότατη ερμηνεία των recitativi, τα οποία έρρεαν με ιδιωματική άνεση και φυσικότητα. Επιπλέον, η σκηνική της παρουσία, έπειθε από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ως Leporello, υπηρέτης του Don Giovanni, ο Ιταλός Roberto Tagliavini, που επίσης σημείωνε το ντεμπούτο στη Βασιλική Όπερα, κρίθηκε εξαιρετικός. Χωρίς ίχνος υπερβολής στον τονισμό των λέξεων ή των μουσικών φράσεων, απέδωσε τον ρόλο με αφοπλιστική αμεσότητα, εκφραστική ευχέρεια και καλοδουλεμένη θερμή φωνή.
Η Zerlina της όμορφης Βρετανίδας υψιφώνου Louise Alder ήταν γλυκιά, νεανική και χαριτωμένη. Τραγούδησε τις άριες Batti, batti, o bel Masetto, από την πρώτη πράξη (πέμπτη σκηνή) και Vedrai, carino, από την δεύτερη πράξη (πρώτη σκηνή), με την απαιτούμενη εκφραστική απλότητα και αφοπλιστική αφέλεια. Δίπλα της, στον ρόλο του αρραβωνιαστικού της, Masetto, ο Κροάτης βαρύτονος Leon Košavić, σχηματίζοντας με προσοχή τις φράσεις του, υπήρξε αρκούντως ζηλιάρης και, όπου χρειαζόταν, τρυφερός με την αγαπημένη του.
Ο Μαγουλάς, τον οποίον παρακολουθούμε εδώ και αρκετά χρόνια στη χώρα μας, ερμήνευσε με επιβλητική φωνή και σκηνική παρουσία τον ρόλο του Commendatore, πατέρα της Donna Anna, που χάνει τη ζωή του από το χέρι του Don Giovanni στην αρχή της όπερας και επιστρέφει στο τέλος, ως φάντασμα, για να πάρει εκδίκηση. Σημειώνουμε ότι κατά τη σκηνοθεσία του Holten, στην αρχή της όπερας o Commendatore εμφανίζεται κρατώντας ένα στιλέτο και, αντί να έχει προηγηθεί ξιφομαχία, θανατώνεται από έναν ουσιαστικά άοπλο και σε άμυνα ευρισκόμενο Don Giovanni από αυτό το ίδιο μαχαίρι. Ο Έλληνας μπάσος διαθέτει φωνή με ξεχωριστό μέταλλο, μέγεθος και εύρος: σε όλες τις περιοχές της είναι γεμάτη και ενδιαφέρουσα, όπως και ευέλικτη, ηχηρή και τονικά ακριβής. Πρόκειται για όργανο κατάλληλο να υποστηρίξει μεγάλους και απαιτητικούς ρόλους, της τάξεως ενός Φίλιππου Β’ (Giuseppe Verdi, Don Carlo), ενός Μεφιστοφελή (Arrigo Boito, Mefistofele), ενός Gurnemanz (Richard Wagner, Parsifal), ενός Κυανοπώγωνα (Béla Bartók, A kékszakállú herceg vára) ή ενός John Claggart (Benjamin Britten, Billy Budd). Η πρόσφατη αυτή άρτια απόδοσή του Μαγουλά στο Covent Garden, μας κάνει να προσβλέπουμε σε επόμενή του εμφάνιση εκεί. Ωστόσο, είμαστε της άποψης ότι και το δικό μας λυρικό θέατρο (η Εθνική Λυρική Σκηνή, ΕΛΣ), με το οποίο ο καλλιτέχνης έχει μια πολυετή, στενή και απολύτως γόνιμη συνεργασία, θα άξιζε να τον τοποθετήσει ακόμα κεντρικότερα στις παραγωγές της δίνοντάς του την ευκαιρία να επωμισθεί έναν ρόλο που θα αναδείκνυε συνδυαστικά το μουσικό, το φωνητικό και το υποκριτικό του ταλέντο (κρίμα που δεν συμπεριλήφθηκε στις διανομές της μεγάλης παραγωγής του Don Carlo, που προγραμματίζει η ΕΛΣ για τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο). Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη αυτή σημαντική εμφάνισή του στο Λονδίνο, δημιουργεί προσδοκίες για το μέλλον του εκλεκτού αυτού μπάσου που βρίσκεται στην καλύτερη φάση της σταδιοδρομίας του.
Ο διάσημος Γερμανός αρχιμουσικός Hartmut Haenchen, που πάντα επιστρέφει με επιτυχία στο σύμπαν του Mozart, πρόσφερε μια ιδιωματική όσο και καλολαξευμένη ανάγνωση της κορυφαίας αυτής και μουσικά απαιτητικής παρτιτούρας, υιοθετώντας ταχύτητες που δεν ήταν ποτέ ακραίες και που εξυπηρετούσαν τόσο την ροή της μουσικής όσο και τους τραγουδιστές. Έδωσε την δυνατότητα στους τελευταίους να σχηματίσουν τις φράσεις τους με άνεση. Ήδη από την δραματική, λεπτομερή και αναλυτική ερμηνεία της Εισαγωγής έδειξε ότι στόχευε σε μία ερμηνεία μουσικά ενδιαφέρουσα. Η ορχήστρα (με έξοχα ξύλινα πνευστά) και η χορωδία της Βασιλικής Όπερας απέδωσαν με την αναμενόμενη μουσικότητα και με προσοχή στην ανάδειξη της εκλεπτυσμένης μοτσάρτιας ενορχήστρωσης.