Βέρντι: «Τραβιάτα» – από «Μέτ» ζωντανά!

Βέρντι: ἀμφιλεγόμενη «Τραβιάτα» ἀπὸ «Μέτ»!

ΣΤΑΔΙΑΚΑ ΒΕΒΑΙΩΘΗΚΑ πὼς ἡ «Τριλογία» τοῦ Βέρντι, εἶναι κορυφὴ τῆς δημιουργίας του, ποὺ τὸ ὑψόμετρό της ξεπερνᾶ πολὺ ἀργότερα, ἀναμφίλεκτα μὲ τὴν «Ἀΐντα», τὸν «Ὀθέλλο» καὶ τὸ «Φάλσταφ»: μὲ τὰ ὑπερκόσμια Quattro Pezzi Sacri [ἐπὶ λέξει: Τέσσερα Ἱερὰ (δηλ. θρησκευτικά) Κομμάτια], ὁ μεγάλος συνθέτης βρίσκεται πιὰ στὴν ἀντί-περα ὄχθη. Τὴν «Τριλογία» (διαφορετικότατη, πλὴν διόλου «κατώτερη» τῆς βαγκνερικῆς «Τετραλογίας») ἀποτελοῦν τὰ ἀνεπανάληπτα ἀριστουργήματα τῶν ἀρχῶν δεκαετίας 1850, τὸ α΄ καὶ γ΄ σὲ λιμπρέτα τοῦ Φραν-τσέσκο Μαρία Πιάβε, τὸ β΄ σὲ μισοτελειωμένο λιμπρέτο τοῦ Σαλβατόρε Καμμαράνο (πέθανε μέσα 1852) ποὺ ὁλοκλήρωσαν ὁ συνθέτης καὶ ὁ νεαρός λιμπρετίστας Bardare.

(α) «Ριγολέττος», 3 πράξεις, πάνω στὸ ἔργο τοῦ Victor Hugo «Ὁ βασιλιάς διασκεδάζει», παγκόσμια πρώτη: Βενετία, θέατρο Λὰ Φενίτσε, 11.3.1851.

(β) «Τροβατόρε» (δηλ. ὁ Τροβαδοῦρος), 4 πράξεις, πάνω στὸ ἔργο τοῦ Antonio García Gutiérrez, παγκόσμια πρώτη: Ρώμη, θέατρο Ἀπόλλων, 19.1.1853.

(γ) «Τραβιάτα», 3 πράξεις, πάνω στὸ ἔργο «Ἡ κυρία μὲ τὶς καμέ-λιες» τοῦ Ἀλεξάνδρου Δουμᾶ υἱοῦ, παγκόσμια πρώτη: Βενετία, πάλι θέατρο Λὰ Φενίτσε, 6.3. 1853, 46 ἡμέρες μετὰ τὸν «Τροβατόρε».

Τρεῖς ὀγκόλιθοι τοῦ παγκόσμιου λυρικοῦ ρεπερτορίου, καθένας τρομακτικὰ διαφορετικὸς ὡς γραφή ἀπὸ τὸν ἄλλο, καίτοι συντέθηκαν τόσο κοντά, μελοποιήσεις ὁμοίως διαφορετικῶν λιμπρέτων ποὺ κόβουν τὴν ἀνάσα μὲ τὴν ἀμεσότητα, τὴ χοϊκότητά τους, τὴ αὐθόρμητη μαστοριά τους. Ἴσως τὸ μυστικό τους νὰ ὀφείλεται στὸ συνταρακτικά ἀνθρώπινο χαρακτήρα τους σποραδικὰ μόνον ἀνιχνεύσιμο στὰ «ἱστορικὰ» ἔργα του Βέρντι. Ἡ «Τραβιάτα» τῆς «Μέτ», τερμάτισε τὸν κύκλο τῶν ἐφετεινῶν της ἀναμεταδόσεων―ἄμποτε νὰ συνεχισθεῖ καὶ τὸ 2012-13: τὸ πρόγραμμα εἶναι ξανὰ ἀπίθανο.

Ἔφυγα ὁπωσδήποτε ἰκανοποιημένος ἀπὸ τὸ μουσικὸ μέρος ἀλλ᾽ ὄχι ἀπὸ τὸ σκηνοθετικὸ πού, δυστυχῶς, παρὰ τὶς προσπάθειες τοῦ ἀνεπανά-ληπτου ἀρχιμουσικοῦ Φάμπιο Λουΐζι. ἐπηρρέασε ἀνεπανόρθωτα φοβοῦμαι ΚΑΙ τὴ μουσικὴ διδασκαλία. Σκηνοθέτης Γερμαναρᾶς, κάποιος Βίλλυ Ντέκερ (γ. 1950): ἀκόμη ἀνατριχιάζω ἀπὸ μιὰ γοτθικότατη, κατασκό-τεινη, παρσιφαλίζουσα «Ἀΐντα» (Μόναχο, 1969). Φυσικά, ξεχάστε κάθε «ἱστορικότητα». Καὶ οἱ 3 πράξεις ἐκτυλίσσονται σὲ ψυχοπλακωτικότατη κυλινδρικὴ πηγάδα, μὲ «πέτρινα» τοιχώματα, καὶ ὁλόγυρα στενὸ ἡμικυκλικὸ: μοναδικὰ «ἔπιπλα» πέντε γεωμετρικότατοι καναπέδες. Στὴ β΄ πράξη, τὴ φυγὴ τοῦ ζεύγους στή φύση, ὑπαινίσσονταν κόκκινα λουλου-δοπλουμισμένα καλύμματα, 100% «κίτς»: τὸ σχέδιό τους σκέπαζε καὶ τὸ χεῖλος τῆς πηγάδας, ὅπου στὶς ἄλλες πράξεις σουλατσάρουν καὶ οἱ φρακοφορεμένοι γλεντοκόποι, ὁ κόσμος τῆς Βιολέττας πρὸ τοῦ Ἀλφρέντο, ὅταν δὲν ξεμπουκάρουν γεωμετρικότατα ἀγεληδὸν στὴ σκηνή.  Δεξιᾷ πάνω στὸν πάγκο, πελώριο στρογγυλὸ ρολόϊ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ δηλοῖ ἀντίστροφη μέτρηση τοῦ χρόνου γιὰ τὴ Βιολέττα: θύμιζε «Ἀγριο-φράουλες» τοῦ Ἴνγκμαρ Μπέργκμαν. Στὴ β΄ πράξη (χαρτοπαιξία), μεταμορφώνεται σὲ ρουλέττα. Πρωταγωνιστὴς τοῦ ἔργου ὡς βωβὸ πρόσωπο, ὁ…γιατρὸς Γκρανβίλ, βαθύφωνος μὲ πολὺ μικρὸ ρόλο στὸ φινάλε: μαυροντυμένος μὲ ἄσπρα μαλλιὰ καὶ γένια, πηγαινοέρχεται ὁλοένα ἀμίλητος, συμβολίζοντας τὴ Μοῖρα; τὸ Χάρο; συμβολικίζουσα «ἄποψη» τοῦ σκηνοθέτου, βλακώδης σὲ ἔργο μεσογειακότατο, κρυσταλλικῆς δοαυγείας, ἀείρροο καταρράκτη θείων μελῳδιῶν. Τὸ «πρόγραμμα», ἕνα φύλλο Α4, ἀποσιωποῦσε τὰ ὀνόματα ὅλης τῆς διανομῆς πλὴν τῶν Βιολέττας, Ἀλφρέντο καὶ πατέρα Ζερμόν. Συγχαίρουμε λοιπὸν θερμότατα τοὺς ἀναγκαστικὰ ἀγνώστους μας Φλόρα (φίλη Βιολέττας, μεσόφωνο), Ἀννίνα (ἔμπιστη ὑπηρέτριά της, σοπράνο, ἔξοχη!), Γκαστόν (φίλο τοῦ Ἀλφρέντο, τενόρο), βαρῶνο Ντουφόλ (ἀντεραστὴ του, βαρύτονο), μαρκήσιο ντ᾽ Ὠμπινιύ, γιατρὸ Γκρανβίλ (βαθυφώνους) καὶ τρεῖς ἄλλους: ὅλοι, ὅσο ἄφηνε ἡ σκηνοθεσία, κινήθηκαν στὸ ἐπίπεδο τῶν ὑψηλοτάτων φωνητικῶν καὶ σκηνικῶν προφιαγραφῶν τῆς «Μέτ». Περνοῦμε στοὺς τρεῖς πρωταγωνιστὲς:

Βιολέττα, (Ναταλί Ντεσσαί), μιὰ κακάσχημη πενηντάρα μὲ σουβλερὴ μύτη, ἀχτένιστο καστανὸ μαλλὶ σὰ τζίβα: πηγαινοερχόταν μονίμως ξυπόλυτη μὲ νυχτικὸ ἢ σκοῦρο πανωφόρι ποὺ ἔρριχνε πάνω της στοργικὰ ἀμήχανη ἡ Ἀννίνα. Ἀδύνατον νὰ συγκινήσει ὄχι τὸν ἄδολο Ἀλφρέντο, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ἀχαλίνωτο Πρίαπο. Τὴν ἠλικία πρόδιδε καὶ ἡ φωνή: σ᾽ ὅλη της τὴν ἔκταση φωτεινὲς καὶ μεστὲς περιοχὲς ἐναλλάσσον-ταν μὲ μουντές. Στὶς δύο πρῶτες πράξεις τὸ παίξιμό της δὲν εἶχε συνοχὴ καὶ στόχο, στὴν τρίτη συγκεντρώθηκε περισσότερο. Στὴν κατακλεῖδα τῆς ἄριας Addio del passato, στὸ ἅλμα ὀκτάβας μετὰ τὸ μοτίβο ποὺ καταλήγει 4 φορὲς σὲ ἀνιοῦσα πέμπτη, δύσκολα γραπωνόταν ἕνα ἠμιτόνιο χαμηλότερα γιὰ νὰ σκαρφαλώσει ἀγκομαχώντας ὡς τὴν ὀκτάβα. Σωστὴ κυρὰ Βιολέττα ἢ… γρηὰ Βιολέττα!

Ἀλφρέντο (Matthew Polenzani), ἕνας γλυκύτατος μπουλοῦκος, μὲ ἴσιο πλούσιο ξανθὸ μαλλὶ μαυροφορεμένος ὡς ὑπάλληλος γραφείου τελε-τῶν (μακρυὰ ἀπὸ μᾶς). Φωνὴ θαυμάσια, μεστή, ζεστὴ μουσικότατη, ἀγωνίσθηκε ἡρωϊκά, ἐρήμην τοῦ σκηνοθέτου, ποὺ στὴ β΄ πράξη μᾶς τὸν ἔδειξε μὲ σώβρακο καὶ τὸν ἔβαλε νὰ…χαστουκίσει τὸν πατέρα του,  νὰ μᾶς πείσει γιὰ τὸ γνήσιον ὄχι τῆς ὑπογραφῆς ἀλλὰ τοῦ ἔρωτός του!

Ζερμὸν ὁ Ντμίτρι Χβοροστόφσκυ, ὁ ἀλησμόνητος Κάρολος Ε΄ τοῦ «Ἐρνάνη», θύμιζε ἀντρικὸ φιγουρίνι τοῦ 1930. Τέλεια ξυρισμένος, φοροῦσε γκρὶ σταυρωτὸ κοστοῦμι μὲ ψηλὸ πέτο, ἄψογο λευκὸ πουκάμισο μὲ ἀχνὲς ρίγες, γκρὶ γραβάτα μὲ μαῦρες πλαγιαστὲς ρίγες καὶ «ρεπού-μπλικα» μὲ στενὸ μπόρ. Μάγκας δανδῆς, θύμιζε μεγάλο ἀδελφὸ τοῦ Ἀλφρέντο καὶ ἔδειχνε μικρότερος καὶ ἀπὸ τὸν ἀντεραστὴ τοῦ γιοῦ του Ντουφόλ. Καὶ γιὰ κεῖνον ἡ Βιολέττα ἔπεφτε…μεγάλη! Στὸ περίφημο Il tuo vecchio genitor (= ὁ γεροπατέρας σου· β΄ πράξη) πεθάναμε στὸ γέλιο.

Τὰ ὡς ἄνω ἐπηρρέασαν καὶ τὴ μουσικὴν ἑρμηνεία: παρὰ τὴν ἡρωϊκὴ προσπάθεια τοῦ Φάμπιο Λουΐζι, τὸ ἔργο ἀκούστηκε σὰ σουΐτα ἀνεξάρτητων κομματιῶν καὶ οἱ πρωταγωνιστὲς μόλις ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους. Κρῖμα…(Αἴθουσα Τριάντη, 20.4.2012).

Ἐφ. Ἐξπρές, ἔτος 50ό, ἀρ. φύλλου 14.678,

Σάββατο, 12 Μαΐου 2012, σελ. 37.

――――――――――――

 

Αφήστε μια απάντηση