Il faut partir! Adieu! Vous que, dès mon enfance, Sans peine, j’appris à chérir, Vous, dont j’ai partagé le plaisir, La souffrance, au lieu d’un vrai bonheur, On m’offre l’opulence Il faut partir! Ah! par pitié cachez-moi votre souffrance, Adieu! (La fille du régiment, Acte I).
Κοινό και κριτικοί συμφώνησαν ότι το φετινό ανέβασμα (αναβίωση παλαιότερης παραγωγής, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια) της κωμικής όπερας με τίτλο La Fille du Régiment (Η Κόρη του Συντάγματος), της πρώτης γαλλικής όπερας του πάντα μεγάλου, τόσο στις τραγικές όσο και στις κωμικές του όπερες, Gaetano Donizetti, αποτέλεσε έναν από τους αναμφισβήτητους θριάμβους της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (The Metropolitan Opera).
Στις 2/3, στην Αίθουσα Τριάντη, σε απευθείας μετάδοση από το κορυφαίο αμερικανικό λυρικό θέατρο, παρακολουθήσαμε παράσταση του έργου, με μια διανομή γεμάτη νεανική φρεσκάδα, έτοιμη να κατακτήσει τις καρδιές των οπερόφιλων σε κάθε στιγμή του έργου.
Η όπερα, γραμμένη κατά τα έτη 1838-1840, για το απαιτητικό γαλλικό κοινό της εποχής, αναφέρεται σε μια νεαρή ορφανή vivandière (καντινιέρισσα), τη Marie, που μεγαλώνει ανάμεσα σε στρατιώτες. Η υπόθεση εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια των ναπολεόντιων πολέμων, στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα, όταν η ηρωίδα ερωτεύεται τον Tonio, έναν νεαρό Τιρολέζο. Το ζευγάρι δεν μπορεί να ενωθεί λόγω σειράς προβλημάτων, τα οποία στέκονται ως εμπόδια μπροστά του μέχρι το τέλος του έργου, οπότε και η λύση φθάνει με θριαμβευτικά.
Η εξαιρετικά γοητευτική όσο και καλογραμμένη παρτιτούρα, γεμάτη χαρακτηριστικά ευκολομνημόνευτα μουσικά θέματα, δίνει την ευκαιρία στους τραγουδιστές να δείξουν τόσο τις μουσικές όσο και τις υποκριτικές τους ικανότητες.
Κατά τη δεκαετία του ΄60, όπως και κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, έλαμψαν στους δύο κεντρικούς ρόλους οι αλησμόνητοι Dame Joan Sutherland και Luciano Pavarotti αντιμετωπίζοντας με ανεπανάληπτη άνεση τις απαιτητικές άριες, κάποιες εκ των οποίων περιέχουν έντονες δραματικές αποχρώσεις. Το 1967, έναν περίπου χρόνο μετά από τον θρίαμβό τους στο Covent Garden, απαθανάτισαν τις ερμηνείες τους σε δίσκους, φυσικά, υπό τη διεύθυνση του πολύτιμου connoisseur του bel canto, και συζύγου της Dame Joan, αρχιμουσικού Richard Bonynge (Decca 478 1366).
Η παραγωγή της Met, υπήρξε αναβίωση εκείνης του 2008, η οποία αποτελούσε ευτυχή σύμπραξη μεταξύ του αμερικανικού λυρικού θεάτρου, της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, Covent Garden, και της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Ο Laurent Pelly, υπέγραφε τη σκηνοθεσία και τον σχεδιασμό των κοστουμιών, συνεργαζόμενος για το τελικό αποτέλεσμα με τη σκηνογράφο Chantal Thomas, και τον υπεύθυνο φωτισμού Joël Adam.
Ο σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος Christian Räth, ανέλαβε την ευθύνη της πρόσφατης αναβίωσης με ιδιαίτερη επιτυχία, φροντίζοντας να υπογραμμιστεί ο ενθουσιασμός, όπως και η ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ συνδυασμένη με το joie de vivre του αρχικού ανεβάσματος. Σημειώνουμε ότι η αρχική παραγωγή του Covent Garden κυκλοφορεί σε δίσκο Blu-ray (Erato, 0825646055197), με μία σε όλα τα επίπεδα απολαυστική διανομή αποτελούμενη από τους τους Natalie Dessay, Juan Diego Flórez, Felicity Palmer, Alessandro Corbelli και Donald Maxwel.
Τα καλοσχεδιασμένα κοστούμια, ακτινοβόλα εκείνα των μελών της αριστοκρατίας και εύγλωττα στην απλότητά τους εκείνα των Τιρολέζων και των στρατιωτών, ευχαριστούσαν τα μάτια μας.
Η πλοκή μεταφέρεται με γούστο περίπου στις αρχές του εικοστού αιώνα και μεγάλο μέρος των δρώμενων λαβαίνει χώρα πανω σε τεράστιους χάρτες των οποίων οι γωνίες του σχηματίζουν τις Τιρολέζικες Άλπεις ή μέσα στην αίθουσα του πολυτελούς κάστρου της Μαρκησίας του Berkenfield, που στο τέλος της όπερας, βεβαίως, αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για τη μητέρα της νεαρής ηρωίδας.
Το cast της πρόσφατης παράστασης κρίθηκε εξαιρετικό. Δεν είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε επί σκηνής σε αυτή την όπερα μία Sutherland, μία Beverly Sills, έναν Alfredo Krauss ή έναν Pavarotti, εντούτοις οι σύγχρονοι ομότεχνοί τους πρόσφεραν εξίσου συναρπαστικές στιγμές, που ασφαλώς θα έκαναν τον πάντα ιδιοφυή όσο και καλόκαρδο (ποτέ δεν κουράζεται κανείς να διαβάζει τις υπέροχες επιστολές του προς φίλους και συνεργάτες) Donizetti να χαμογελάει.
Ειδικότερα, η Pretty Yende, πρότεινε μια ηρωίδα γεμάτη brio, που σαν αγοροκόριτσο έβγαλε έναν αυθόρμητο και άνετο εαυτό. Το τραγούδι της, στη βάση του δουλεμένο, επέτρεψε στις ωραίες μουσικές φράσεις να ξεδιπλωθούν με τέχνη, ακρίβεια και γούστο. Δεν θα παραλείψουμε εδώ να αναφέρουμε τις άρτια λαξευμένες ερμηνείες τόσο της έξοχης και βουτηγμένης μέσα στη μελαγχολία romance της τελικής σκηνής της πρώτης πράξης, Il faut partir, όταν η ηρωίδα αποχαιρετά τους αγαπημένους της συντρόφους στο στράτευμα, με τη συνοδεία εκείνου του θεϊκού obbligato του αγγλικού κόρνου, όσο και της άριας από τη δεύτερη πράξη, Par le rang et par l’opulence. Εδώ, σε τούτη την άρια, όπου η τραγική πλευρά του Donizetti κάνει την εμφάνισή της σε όλο της το μεγαλείο, λησμονώντας το κωμικό πλαίσιο της όπερας, ξεχώρισε η εύπλαστη λυρική φωνή της Νοτιοαφρικανής υψιφώνου, ο ζηλευτός έλεγχος της αναπνοής, όπως και ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίον μπόλιασε κάθε φράση με αίσθημα φροντίζοντας παράλληλα για το κτίσιμο των εκτενών μελωδικών γραμμών.
Τόσο οι δικές της κολορατούρες, όσο και εκείνες του Μεξικανού συμπρωταγωνιστή της, Javier Camarena (Tonio), έλαμπαν ενθουσιάζοντας το κοινό. O Camarena αποτελεί πραγματικό φαινόμενο, με φωνητικές ευκολίες και ποιότητες που κλέβουν την ανάσα. Η περίφημη άρια Ah! mes amis, quel jour de fête, της πρώτης πράξης, ερμηνεύτηκε με panache και την απαιτούμενη bravoura. Ναι, τα εννέα ψηλά ντο ακούστηκαν πεντακάθαρα και τονικά ακριβέστατα. Το κοινό καταχειροκρότησε τον διάσημο τενόρο και -όπως είχε κάνει στις προηγούμενες παραστάσεις- τον υποχρέωσε να επαναλάβει τη βιρτουόζικη άρια φθάνοντας συνολικά στα δέκα οκτώ ψηλά ντο. Πραγματικό επίτευγμα! Το σκηνικό του “δέσιμο” με την Yende, υπήρξε επίσης άξιο επαίνων.
H Stephanie Blythe στον ρόλο της Marquise de Berkenfield υπήρξε πραγματικό μάθημα ερμηνευτικού οίστρου, σε έναν ρόλο που ισορροπεί ανάμεσα στο τραγούδι και την πρόζα. Η αυτοσχεδιαστική άνεση και το χιούμορ της, κέρδισαν τις καρδιές μας, ειδικά στη σκηνή του μαθήματος κατά την δεύτερη πράξη, όπου συνοδεύει στο πιάνο τη Marie (Le jour nessait dans le bocage). Ακόμα και όταν γράφονται αυτές οι γραμμές είναι δύσκολο να μη χαμογελάσει κανείς και μόνο με την ανάμνηση της χαρακτηριστικής κίνησης των δύο. Οι φωνητικοί ακροβατισμοί της Yende, ειδικά σε αυτή τη σκηνή, παραμένουν αξέχαστες. Αλλά και οι ευκολίες της Blythe, έξοχης μεσοφώνου, στις νότες της υψηλότερης φωνητικής περιοχής, έκαναν σποραδικά την εμφάνισή τους και ήταν αξιοθαύμαστες.
Ο Alessandro Corbelli ως Λοχίας Suplice καίτοι, όπως ανακοινώθηκε προτού καν σηκωθεί η αυλαία της πρώτης πράξης, υπήρξε συναχωμένος, πρόσφερε επιτυχώς όλο του το θαυμάσιο ταλέντο στο ρόλο, τον οποίον είχε ενσαρκώσει στην ίδια σκηνή και κατά την πρεμιέρα της παραγωγής (2008). Η εκφραστική του φωνή και το πληθωρικό χιουμοριστικό του ύφος ταιριάζουν πάντα γάντι στο μέρος του συμπαθούς στρατιωτικού.
Τον ομιλούμενο ρόλο της marquise de Berkenfield επωμίσθηκε η Kathleen Turner, κάποτε πραγματική καλλονή του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, που στην ηλικία των εξήντα τεσσάρων και με αρκετά κιλά παραπάνω, κρίθηκε απολαυστική. Με αυτοπεποίθηση και αναμιγνύοντας τα γαλλικά με τα αγγλικά έπαιξε μια μαρκησία δυναμική και όλο αυτοπεποίθηση, που στο τέλος –και προς ανακούφιση όλων- απογοητεύεται και αποχωρεί αγανακτισμένη όταν αντιλαμβάνεται (ορθότερα, αποδέχεται) το γεγονός ότι η Marie δεν πρόκειται να παντρευτεί τον γιο της. Το να βλέπει κάνεις τις δυο βαριές καλλιτέχνιδες να συνομιλούν με ένταση και οίστρο ήταν πραγματικά κάτι μοναδικό, ειδικά προς το τέλος όταν τόνιζαν τα στοιχεία του σαρκασμού και της ειρωνείας των ρόλων τους (βλ. φωτογραφία).
Η Χορωδία και η Ορχήστρα της Met, υπό τη διεύθυνση του Enrique Mazzola, πρόσθεταν με την αψεγάδιαστη και γεμάτη συγκέντρωση μουσικότητα και υπέροχα εκλεπτυσμένο ήχο τους. Ο Ισπανός αρχιμουσικός ανήκει στους λίγους μαέστρους πλέον, με ειδική γνώση των ζητουμένων του bel canto που απαιτούνται για την ορθή και υφολογικά εύστοχη ερμηνεία αυτού. Ξεχωρίσαμε την πλαστικότητα και την ενέργεια της διεύθυνσης του, την προσεκτική μορφοποίηση των μεγάλων λυρικών φράσεων, την έξυπνη και καλά υπολογισμένη επιλογή ταχυτήτων, την αίσθηση του ρυθμού, και τελικά, ναι, το σεβασμό του προς το μουσικό κείμενο και το γαλλικό ιδίωμα που ενσωματώνει στην παρτιτούρα του ο συνθέτης.
Το τελικό χορωδιακό, Salut à la France, σφράγισε μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών.