Αγαστές συμπράξεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Συναυλίες της Ορχήστρας Maggio Musicale Fiorentino, υπό τον Daniele Gatti, με σολίστ τους Rudolf Buchbinder και Antonio Meneses

Ο βιολοντσελίστας Antonio Meneses και η Ορχήστρα Maggio Musicale Fiorentino. υπό τη διεύθυνση του Daniele Gatti (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)

    Η Ορχήστρα Maggio Musicale Fiorentino. υπό τη διεύθυνση του Daniele Gatti (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)

 

Η Ορχήστρα του Μουσικού Φλωρεντινού Μαΐου (Orchestra del Maggio Musicale Fiorentino), του ομώνυμου ιταλικού Φεστιβάλ, συγκαταλέγεται στα πλέον σημαντικά ευρωπαϊκά μουσικά σύνολα. Ετησίως δίνει ικανό αριθμό συναυλιών, τόσο στην έδρα της, την υπέροχη Φλωρεντία, όσο και διεθνώς, με τη σύμπραξη ονομαστών αρχιμουσικών και σολίστ, ενώ συμμετέχει και σε παραστάσεις όπερας.

Μόλις κατά τα τέλη του 2021 απέκτησε μία νέα αίθουσα συναυλιών, που κτίστηκε μέσα σε μόλις εικοσιτέσσερις μήνες και εγκαινιάστηκε στις 21/12 του ίδιου έτους από τον Ινδό αρχιμουσικό Zubin Mehta (γ. 1936), που κράτησε το τιμόνι της ορχήστρας και υπήρξε κύριος αρχιμουσικός της από το 1985 ως το 2017, διατηρώντας στενή σχέση μαζί της μέχρι σήμερα ως δια βίου επίτιμος αρχιμουσικός της. Η νέα αίθουσα φέρει το όνομά του (Sala Zubin Mehta). Θυμίζουμε ότι στις 14/6/2021, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, ήταν ο ίδιος που διηύθυνε την ορχήστρα κατά την τελευταία της επίσκεψη στην Αθήνα˙ επρόκειτο για συναυλία με σολίστ τον Αμερικανό βιολονίστα Pinchas Zukerman (γ. 1948),  η οποία ακούστηκε μόνον κατά το ήμισύ της λόγω της βροχής που την διέκοψε πριν από την ολοκλήρωση του Κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα, Op. 77, του Johannes Brahms (1833-1897), το οποίο κάλυπτε το πρώτο μέρος της βραδιάς και διεκόπη ακριβώς στο μέτρο 221 του τρίτου μέρους, Allegro giocoso, ma non troppo vivace-Poco più presto (βλ. Critics’ Point, 14/8/2021).

Από τον Μάρτιο του 2022, μουσικός διευθυντής του Φεστιβάλ και κατ’ επέκταση της ορχήστρας του, είναι ο Ιταλός αρχιμουσικός Daniele Gatti (γ. 1961). Ακριβώς υπό τη διεύθυνση του τελευταίου είχαμε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε δύο συναυλίες της ορχήστρας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης), στις 1 και 2/3.

Η πρώτη συναυλία έλαβε χώρα την επόμενη μέρα του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος στην κοιλάδα των Τεμπών, που στοίχισε τη ζωή σε τόσους συνανθρώπους μας. Όπως επιβαλλόταν, πριν από την έναρξη τόσο τούτης της συναυλίας, όσο και της επομένης, τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή.

Ο πιανίστας Rudolf Buchbinder (φωτογραφία: Marco Borggreve)

Το πρόγραμμα της εναρκτήριας βραδιάς σχηματίστηκε από δύο έργα του Ludwig van Beethoven (1770-1827)˙ το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 4, Op. 58, και τη Συμφωνία αρ. 4, Op. 60, που ανήκουν στα πλέον λυρικά του συνθέτη και δημιουργήθηκαν κατά την ίδια δημιουργική περίοδο: το πρώτο, μεταξύ 1805-1806, και το δεύτερο, κατά τη διάρκεια του 1806.

Σολίστ του Κοντσέρτου υπήρξε ο διάσημος Αυστριακός πιανίστας Rudolf Buchbinder (γ. 1946), παλαιός μαθητής του συμπατριώτη του, ομοτέχνου και ονομαστού παιδαγωγού και οργανίστα Bruno Seidlhofer (1905-1982), μαθήτρια του οποίου, θα σημειώσουμε, υπήρξε και η Ελληνίδα πιανίστα Πάρρυ Δερέμπεη-Παπασταύρου (η οποία πάντα τόνιζε στον γράφοντα ότι εκείνος ήταν ο μικρότερος της τάξης τους). Οι πολλές ηχογραφήσεις του Buchbinder (οι τελευταίες για λογαριασμό της κορυφαίας δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon, με την οποία το 2019 υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο), κυρίως έργων του κλασικού ρεπερτορίου, αλλά όχι μόνον, αποτελούν σημεία αναφοράς τόσο για τους ακροατές όσο και για τους μαθητές του πιάνου. Η σχέση του με τον Beethoven είναι εδώ και δεκαετίες δοκιμασμένη.

Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή του εμφάνιση, όπως αναμενόταν, η ερμηνεία του χαρακτηρίστηκε από βαθύτατη γνώση του μουσικού κειμένου˙ αποκάλυψε τις εναρκτήριες συγχορδίες του πρώτου μέρους, Allegro moderato, με την απαιτούμενη σοφία και απλότητα μίας μύχιας, συγκινητικής όσο και προσωπικής κατάθεσης. Η υπέροχη μπετοβενική φαντασία, οι πλούσιες μετατροπίες και ο γενικότερος προαναφερθέντας παλλόμενος λυρισμός, που καλύπτει την κίνηση, βρήκαν τόσο τον εν λόγω δεξιοτέχνη, όσο και τη θαυμάσια φλωρεντινή ορχήστρα, υπό τον Gatti, σε στιγμές μεγάλης έμπνευσης και πλήρους σύμπνοιας απόψεων. Στο δεύτερο μέρος, Andante con moto, ο γεμάτος θεατρικό αίσθημα διάλογος του πιάνου με την ορχήστρα, με τις εντονότατες εναλλαγές δυναμικής, που φέρεται, σύμφωνα με τον Γερμανό θεωρητικό, κριτικό και βιογράφο του συνθέτη, Adolf Bernhard Marx (1795-1866), να αποτυπώνει μουσικά τη συνάντηση του Ορφέα (πιάνο, molto cantabile) με τα μοχθηρά πνεύματα του κάτω κόσμου (απειλητικοί ήχοι εγχόρδων, sempre staccato και ένδειξη δυναμικής, forte), τα οποία ο πρώτος τελικά δαμάζει, εκτελέστηκε με μεγάλη προσοχή στην ανάδειξη των ρητορικών ζητουμένων. Το τελευταίο μέρος, Rondo (Vivace), βρήκε όλη την φρεσκάδα που ζητά ο συνθέτης˙ ο ρυθμικός του χαρακτήρας, η έκφραση γνήσιας όσο και λυτρωτικής χαράς, μετά από το αγωνιώδες προγενέστερο μέρος, την οποία τόσο καλά ήξερε να βιώνει και να αποτυπώνει μουσικά ο μέγας μουσουργός, φωτίστηκαν με μουσικότητα και έξοχη ευστοχία από τους συντελεστές.

Εκτός προγράμματος, ο Buchbinder χάρισε μία σελίδα του λατρεμένου Franz Schubert (1897-1828), την Impromptu D. 899 (Op. 90), αρ. 4, Allegretto, της οποίας τα αρπισματικά δέκατα έκτα του δεξιού χεριού κυλούσαν με την ευφράδεια -και κυρίως με τη φυσικότητα- τρεχούμενου νερού, ενώ το λυρικό θέμα που ακολουθεί, «τραγουδήθηκε» με θαυμαστό cantabile legato, σαν να ανήκε σε κάποιο από τα τόσα αριστουργηματικά Lieder του υπερπολύτιμου αυτού μουσουργού, που τόσο νέος έφυγε από τη ζωή. Επιπλέον, στις επαναλαμβανόμενες συγχορδίες του Trio, που μοιάζουν με καρδιά που χτυπά, ο πιανίστας έφερε στο προσκήνιο την αγωνία, η οποία τονίζεται στην παρτιτούρα (βλ. ιδιόγραφο) με ενδείξεις αιχμηρών ffz.

Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, η ορχήστρα πρότεινε μία υποδειγματικά σχηματισμένη απόδοση της Τέταρτης Συμφωνίας. Η εκφραστική ευγένεια, η αισιοδοξία, τα με ευαισθησία λαξευμένα ρυθμικά στοιχεία, αλλά και οι σχέσεις του έργου με τη σκέψη του εξίσου τρανού συνθέτη Joseph Haydn (1732-1809), ο οποίος, όπως είναι γνωστό, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα υπήρξε και δάσκαλος του Beethoven (το δεύτερο μέρος, Adagio, αυτής της Συμφωνίας, συγγενεύει με το Adagio, της Συμφωνίας αρ. 102, Hob I:102, του Haydn˙ αμφότερα τα έργα μοιράζονται ως κύρια τονικότητα τη σι ύφεση μείζονα), αναδείχθηκαν με ιδιαίτερα αναλυτικό τρόπο από την ορχήστρα του Φλωρεντινού Μουσικού Μαΐου και τον Gatti.

Την επόμενη βραδιά, μία σειρά από διάσημα έργα Γάλλων μουσουργών, σχημάτισαν το πρόγραμμα. Η έναρξη σημειώθηκε με μία αισθαντικά σχηματισμένη ανάγνωση της Pavane, Op. 50, του Gabriel Fauré (1845-1924), η οποία ακούστηκε δίχως το προαιρετικό μέρος της χορωδίας.

Ο βιολοντσελίστας Antonio Meneses και η Ορχήστρα Maggio Musicale Fiorentino. υπό τη διεύθυνση του Daniele Gatti (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)

Στη συνέχεια, o σημαντικός Βραζιλιάνος βιολοντσελίστας Antonio Meneses (γ.1957), κράτησε το σολιστικό μέρος του Κοντσέρτου για βιολοντσέλο και ορχήστρα αρ. 1, Op. 33, του Camille Saint-Saëns (1835-1921), ένα από τα διασημότερα και πιο καλογραμμένα έργα του ρεπερτορίου για βιολοντσέλο και ορχήστρα, ολοκληρωμένο το 1872. Ο σολίστ πρότεινε μία ανάγνωση που διέθετε εξαιρετική πνοή και εκφραστικό δυναμισμό  ο οποίος εναλλασσόταν με έναν αποκαλυπτικό λυρισμό. Η ακλόνητη τεχνική του, ο έλεγχος του vibrato  ήταν από μόνα τους στοιχεία άξια θαυμασμού. Λόγω του υπέροχου ήχου του, που υπήρξε γεμάτος ωραιότατα χρώματα και ζηλευτή θέρμη, θυμηθήκαμε πάνω από μία φορά τον αλησμόνητο, ορθότερα αξεπέραστο, Μέντορά του, Αυστριακό αρχιμουσικό Herbert von Karajan (1908-1989), του οποίου το πνεύμα εκείνη τη βραδιά επικοινωνούσε μαζί μας μέσω των ποιοτήτων του Meneses. Η ορχήστρα και ο Gatti ενίσχυσαν την εκτέλεση με τη λεπτοδουλεμένη συνεισφορά τους. Εκτός προγράμματος, ο σολίστ μάς χάρισε, παιγμένη με αμείωτη ψυχική ένταση και ραψωδιακή έκσταση την τεχνικά τόσο δύσκολη cadenza που ολοκληρώνει το τρίτο μέρος, Scherzo: Vivace, του Κοντσέρτου για βιολοντσέλο αρ. 2, W516, του συμπατριώτη του και πάντα επινοητικού συνθέτη και βιολοντσελίστα Heitor Villa Lobos (1887-1959), του οποίου τα έργα, ως γνωστόν, με αμείωτο ενθουσιασμό παρουσιάζει και ηχογραφεί.

Το δεύτερο μέρος της συναυλίας άρχισε με το δεύτερο μέρος, Iberia, που ολοκληρώθηκε το 1908, από το ορχηστρικό τρίπτυχο, με γενικό τίτλο, Images, L. 122, του Claude Debussy (1862-1918). Στα χέρια της ιταλικής ορχήστρας και του συμπατριώτη της μαέστρου, οι χαρακτηριστικοί ζωηροί ρυθμοί και τα πλούσια ορχηστρικά χρώματα έφθασαν επιτυχώς στην επιφάνεια.

Τέλος, τη βραδιά σφράγισε το περίφημο Boléro, M. 81, του Maurice Ravel (1875-1937), ολοκληρωμένο το 1928˙ ένα από τα πλέον αγαπημένα και πολυηχογραφημένα έργα του συνθέτη, το οποίο έτυχε μίας απολύτως φροντισμένης ανάγνωσης, κατά την οποία η ενέργεια κτίστηκε με έλεγχο του χαρακτηριστικού ostinato χορευτικού ρυθμού των ¾ (όγδοο-τρίηχο-όγδοο-τρίηχο-όγδοο-όγδοο), της ροής, αλλά και της σταδιακά κλιμακούμενης δυναμικής (crescendo). Επιπλέον, αναδείχθηκαν οι ξεχωριστές ικανότητες των μουσικών της ορχήστρας κατά τα πολλά σολιστικά περάσματα, όπως και η υποδειγματικής τέχνης ραβελική ενορχήστρωση.

 

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.