Η μεγάλη γενιά των αρχιμουσικών που γεννήθηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, όπως είναι φυσικό, τείνει να εκλείψει εντελώς. Ένας από τους απολύτως τελευταίους θρύλους αυτής της γενιάς, είναι, χωρίς αμφιβολία, ο Σουηδός Herbert Blomstedt (γεν. 11 Ιουλίου 1927, στην Αμερική), που σύντομα γίνεται ενενήντα ετών. Τον παρακολουθήσαμε πρόσφατα (25/5), να διευθύνει την Philharmonia Orchestra, στο Royal Festival Hall του Λονδίνου, και οφείλουμε εξαρχής να ομολογήσουμε, ότι η ηλικία του κάθε άλλο προδιδόταν από την παρουσία του και την εφηβικής ορμής διεύθυνσή του.
Πριν από την έναρξη της βραδιάς απευθυνόμενος προς το κοινό ανακοίνωσε ότι η συναυλία αφιερώνεται στη μνήμη των τραγικών θυμάτων της τρομοκρατικής επίθεσης, που είχε σημειωθεί στις 22/5, στο Manchester.
Δύο μεγάλα έργα, πραγματικοί μουσικοί ογκόλιθοι, δέσποσαν στο πρόγραμμα της συναυλίας, ένα του Johannes Brahms και ένα του Ludwig van Beethoven.
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας, ακούστηκε το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1, Op. 15, που ο Brahms ολοκλήρωσε το 1858, προκειμένου ο ίδιος, ως σολίστ, να δώσει την παγκόσμια πρώτη εκτέλεση (Αννόβερο, 1859).
Ειδικότερα, η εκτενής ορχηστρική εισαγωγή του πρώτου μέρους, Maestoso, ερμηνεύτηκε με φλογερή όσο και εκρηκτικής διάθεση από τον Blomstedt και την Philharmonia. Είχες την αίσθηση ότι γινόσουν μάρτυρας μιας δραματικής θεατρικής σκηνής. Σολίστ ήταν ο Γερμανός Martin Helmchen (γεν. 1982), μαθητής του Arie Vardi και ένας από τους μεγάλους νικητές του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου Clara Haskil (2001). Η ερμηνεία του, σε γενικές γραμμές, υπήρξε ενδιαφέρουσα και ικανοποιητική τόσο από μουσικής όσο και από τεχνικής πλευράς. Ο Blomstedt και η ορχήστρα συνεργάστηκαν μαζί του με τον καλύτερο τρόπο, δίνοντάς του την ευκαιρία να υπογραμμίσει, εκεί που χρειαζόταν (ειδικά στο δεύτερο μέρος, Adagio), τις ποιότητες μουσικής δωματίου του παιξίματός του. Βέβαια, πρόκειται για ένα έργο το οποίο έχουν ερμηνεύσει σχεδόν όλοι οι μεγάλοι πιανίστες, περασμένοι και σύγχρονοι, με αποτέλεσμα η σύγκριση να είναι αναπόφευκτη. Μια πιο δυναμική πιανιστική προσωπικότητα (ναι, σε στιγμές νιώθαμε ότι ο Helmchen κρατούσε πίσω την ορχήστρα, και όχι μόνον όσον αφορούσε στις πιο συγκρατημένες ταχύτητες που επέλεγε), πιστεύουμε ότι θα είχε σταθεί καλύτερο στο ύψος της τόσο ισχυρά αφηγηματικής και ενεργειακά φορτισμένης ερμηνείας του Blomstedt. Η ορχήστρα με ήχο εξαιρετικών ποιοτήτων, γεμάτο και ομοιογενή, εύκολα δέσποζε σε όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης.
Το δεύτερο μέρος κάλυψε η Συμφωνία αρ. 7, Op. 92, του Beethoven, έργο ολοκληρωμένο μεταξύ των ετών 1811-1812 και δίχως άλλο ένα από τα διασημότερα του συνθέτη.
Εδώ, ορχήστρα και μαέστρος, ανεμπόδιστοι πλέον στην καρποφόρα επικοινωνία τους, απογειώθηκαν δίνοντας μια ερμηνεία όντως μεγαλειώδη, τόσο ολοκληρωμένη στο κτίσιμό της, γεμάτη ενθουσιασμό και ορθή κατεύθυνση. Μια εκτέλεση που, κατά την άποψή μας, δύσκολα θα μπορούσε ξεπεραστεί.
Αναλυτικότερα, το πρώτο μέρος της Συμφωνίας, Poco sostenuto–Vivace, κέρδιζε σε δυναμισμό και, κυρίως, επιβλητική ευγένεια. Τα ξύλινα πνευστά έπαιξαν με καθαρό και ωραίο ήχο, όπως και τα χάλκινα. Αλλά, και ο ήχος των εγχόρδων, με το καλά ελεγχόμενο vibrato, υπήρξε εκφραστικός και άμεσος. Τόσο σε αυτό το μέρος, όσο και στα τρία άλλα μέρη που ακολούθησαν, ο Blomstedt καθοδήγησε τους μουσικούς του με υποδειγματική αίσθηση της ανάπτυξης της φόρμας, όπως και με προσοχή στις ποικίλες λεπτομέρειες και συναισθηματικές κλιμακώσεις της παρτιτούρας. Το χαρακτηριστικό μπετοβενικό πνεύμα, ολύμπιων ποιοτήτων, σπάνιας γενναιοδωρίας, συγκίνησης και εκφραστικής επιβολής, ευτύχησε στα χέρια του. Σε αντίθεση με αναγνώσεις σύγχρονων, κατά πολύ νεότερων και εξίσου διάσημων συναδέλφων του, ποτέ δεν είχαμε την αίσθηση ότι οι ταχύτητες (ιταλικά, tempi) που υιοθετούσε, στέκονταν εμπόδιο στην απόδοση των μουσικών νοημάτων της παρτιτούρας: η σοφή όσο και εύστοχη επιλογή των ταχυτήτων, υπηρετούσε την σύλληψη του Beethoven και μόνον. Τίποτα δεν έμοιαζε αφύσικο ή υπερτονισμένο. Στα δύο τελευταία μέρη (τρίτο μέρος, Presto–Assai meno presto, και τέταρτο μέρος, Allegro con brio) η επιλογή των ζωηρών ταχυτήτων, πάντα καλά ζυγισμένων, ενίσχυε την έκφραση και ουδέποτε είχε στόχο να εντυπωσιάσει το κοινό δίνοντας την αίσθηση της άσκοπης βιασύνης. Θα προσθέσουμε, ότι κατά το αργό δεύτερο μέρος, Allegretto, φώτισε με νόημα την βαριά πένθιμη μελαγχολία (βασική τονικότητα του μέρους είναι η λα ελάσσονα).
Το ενθουσιώδες, ηχηρό όσο και παρατεταμένο χειροκρότημα του ακροατηρίου, τα μέλη του οποίου στο τέλος της συναυλίας στάθηκαν όρθια τιμώντας τον μαέστρο και την Philharmonia, υπήρξαν απολύτως δικαιολογημένα. Είχαμε μόλις γίνει μάρτυρες μιας επικής ερμηνείας ενός κολοσσιαίου έργου. Ασφαλώς, κρατάμε τη συναυλία στις πολυτιμότερες μουσικές μας εμπειρίες.