Γράφει η Elena Fiedeldey*
Το Μουσικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, που διεξάγεται φέτος από τις 26/8 μέχρι τις 18/9, είναι γνωστό ότι δίνει στο κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει και να απολαύσει –πέραν των ήδη καθιερωμένων έργων των έντεχνων συνθετών του παρελθόντος– και έργα συνθετών της πρωτοπορίας του 20ου και 21ου αιώνα. Το να γνωρίσει το κοινό τα έργα των σύγχρονών του συνθετών είναι κάτι πολύ σημαντικό για την εξέλιξη της μουσικής. Η ανταπόκριση του κοινού κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ αποδεικνύει πως ο φιλόμουσος σήμερα αποζητά την ανανέωση της μουσικής και αγκαλιάζει τους νέους συνθέτες όταν αυτοί έχουν να επιδείξουν πραγματικά κάτι ενδιαφέρον.
Στις εναρκτήριες συναυλίες του φεστιβάλ ανήκει και η συναυλία της ορχήστρας Deutsches Symphonie-Orchester (DSO), που πραγματοποιήθηκε στη Μεγάλη Αίθουσα (Großer Saal) της Φιλαρμονικής του Βερολίνου στις 30/8 υπό τη διεύθυνση του Robin Ticciati. Η συναυλία ξεκίνησε με το έργο Šu, Κοντσέρτο για Sheng της σύγχρονης κορεάτισσας συνθέτριας Unsuk Chin (1961). Το συγκεκριμένο έργο συντέθηκε το 2009 για τον φημισμένο δεξιοτέχνη του Sheng, Wu Wei.
Το Sheng είναι ένα παραδοσιακό κινέζικο όργανο που δίνει ακουστικά την αίσθηση της φυσαρμόνικας, καθώς ο ήχος του προκύπτει από ένα σύνολο ελεύθερων γλωττίδων, όπως και στη φυσαρμόνικα, με την οποία ανήκουν στην ίδια ταξινομική κατηγορία μουσικών οργάνων (σύστημα Erich Moritz von Hornbostel και Curt Sachs). Συνήθως, στην παραδοσιακή μουσική το Sheng δεν αναλαμβάνει σολιστικό ρόλο. Η συνθέτρια μας πληροφορεί (στη συνέντευξη που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα concerti.de στις 20/8) πως άκουσε το εν λόγω όργανο –στην κορεάτικη παραλλαγή του– για πρώτη φορά από μεγάλη απόσταση πάνω σε ένα βουνό, όταν ήταν ακόμα παιδί. Εδώ, αντικατοπτρίζεται και η σημασία του τίτλου Šu που στην αρχαία αιγυπτιακή μυθολογία σχετίζεται με τον αέρα. Αυτός ο απόμακρος ήχος, που η συνθέτρια διατείνεται πως της είχε προκαλέσει μία περίεργη αίσθηση νοσταλγίας σαν παιδί, οδήγησε στον έντονο πειραματισμό της με την χωροδιάταξη του ήχου, προκειμένου να μεταφέρει στον ακροατή το πώς αντιλήφθηκε η ίδια το μακρινό ηχόχρωμα του Sheng στον ανοιχτό χώρο (open air).
Η ορχήστρα μιμήθηκε τους αρμονικούς από τις νότες του Sheng, λειτουργώντας σαν προέκτασή του: σαν ένα «υπέρ-Sheng», όπως το ονομάζει και η ίδια. Αυτοί οι αρμονικοί απλώνονται διάσπαρτοι στον χώρο, χάρη στην ενορχήστρωση, αλλά και στην τοποθέτηση μερικών βιολιών και βιολών μακριά από την ορχήστρα, σε άλλο σημείο της αίθουσας προς την πλευρά του ακροατηρίου. Η DSO έδωσε έμφαση στην ανάδειξη ηχοχρωμάτων και αντιστικτικών αναπτύξεων των ήχων του Sheng, με αποτέλεσμα το άκουσμα να στοιχειώνει τον ακροατή και να του αφήνει όντως την εντύπωση πως ακούει σποραδικά και από μακριά νότες και αρμονικούς από κάποιο μυστηριώδες όργανο. Σχετικά τώρα με τη ροή του χρόνου, μπορεί να ειπωθεί ότι το έργο δεν ήταν σε καμία περίπτωση στατικό. Αντιθέτως, υπήρχε μια ροή και συνέχεια, η οποία επιτυγχανόταν με δύο κυρίως τεχνικές: την πορεία προς κορυφώσεις δυναμικής και την εναλλαγή λυρικών και έντονων ρυθμικών μερών. Εκ μέρους της ορχήστρας έγινε προσπάθεια ανάδειξης των αντιθέσεων αυτών των δύο διαφορετικών υφών, του λυρισμού και της ρυθμικότητας. Το έργο έκλεισε κυκλικά με αναφορά στην αρχή του, με το Sheng να ηχεί λυρικά μόνο του.
Ο Wu Wei εντυπωσίασε για άλλη μια φορά με την άρτια τεχνική κυκλικής αναπνοής, την περισσή μουσικότητά του και την εκπληκτική δεξιοτεχνία του. Με ιδιαίτερο ζήλο προσπάθησε να αναδείξει τον χαρακτήρα του έργου και τις μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες του οργάνου του, ενεργοποιώντας όλο του το σώμα με τις αντίστοιχες κινήσεις, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να κλωτσάει στον αέρα. Η αποδοχή του έργου ήταν καλή. Λόγω του επίμονου χειροκροτήματος του κοινού ο Wu Wei έπαιξε σόλο και ένα encore, το οποίο πραγματικά εντυπωσίασε το κοινό! Η ελαστικότητα του ηχοχρώματος του οργάνου του αναδείχτηκε εξαίρετα, αφού πότε ήταν λυρικό, απαλό και ιδιαίτερα εκφραστικό, πότε έντονα πολυφωνικό και τραχύ και πότε ακουγόταν σαν ηλεκτρονική μουσική!
Συνολικά, το κοντσέρτο Šu ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον έργο. Η σύλληψη του έργου –η οποία ομοίαζε κάπως αυτής της φασματικής μουσικής– αναδεικνύει άριστα το ιδιαίτερο ηχόχρωμα του Sheng. Η εκτέλεση αυτού του έργου της Unsuk Chin υπάγεται στην εξαιρετικά αξιόλογη και αξιέπαινη προσπάθεια της DSO να συμπεριλάβει σε όλες τις συναυλίες της νέας σεζόν έστω και ένα έργο γυναίκας συνθέτριας!
Μετά το διάλειμμα, η βραδιά συνέχισε με έναν ακόμα πρωτοποριακό συνθέτη για την εποχή του: τον Gustav Mahler (1860-1911), που μπορεί να καταταχθεί στο μουσικό ρεύμα του πρώιμου μοντερνισμού. Περπατώντας στα χνάρια του Richard Wagner διόγκωσε περαιτέρω την ορχήστρα, την συναισθηματική εκφραστικότητα, την έκταση της συμφωνίας και εξώθησε ακόμα περισσότερο την τονικότητα στα άκρα της. Θεωρείται ότι έφτασε το είδος της συμφωνίας στο αποκορύφωμά της.
Το έργο το οποίο εκτελέστηκε ήταν το Das Lied von der Erde, Συμφωνικός κύκλος τραγουδιών σε ποίηση κινέζων ποιητών όπως αποδόθηκε από τον Hans Bethge. Το συγκεκριμένο έργο στέκεται μορφολογικά ανάμεσα στη συμφωνία και το συμφωνικό ποίημα και απαρτίζεται από έξι τραγούδια/μέρη. Ο Mahler όπως έγραφε σε γράμμα του προς τον Bruno Walter θεωρούσε το έργο αυτό ως την πιο προσωπική του σύνθεση. Το Das Lied von der Erde γράφτηκε την περίοδο 1908-1909 ενώ ο συνθέτης περνούσε κρίση στη ζωή του: τα πρόσφατα γεγονότα της απομάκρυνσής του από το πόστο του διευθυντή ορχήστρας στην Vienna Court Opera, του θανάτου της μεγαλύτερής του κόρης και της διάγνωσής του με καρδιακό νόσημα τον είχαν καταβάλει ιδιαίτερα.
Το συγκεκριμένο έργο περιέχει έντονα στοιχεία εξωτισμού και οριενταλισμού. Ιδιαίτερα αισθητές γίνονται οι πεντατονικές κλίμακες, με τις οποίες πραγματοποιείται αναφορά στην κινέζικη και ιαπωνική μουσική. Η ερμηνεία του έργου ήταν αρκετά εκφραστική. Ο μαέστρος έδωσε νεύρο, ένταση και “τσαχπινιά” σε κάποια σημεία, ενώ σε κάποια άλλα κυριαρχούσε ο λυρισμός. Ως προς τη χρονική αγωγή και τις ρυθμικές διαφοροποιήσεις, οι επιλογές του μαέστρου ήταν κάποιες φορές συγκρατημένες, χωρίς συναισθηματικές υπερβολές και κάποιες άλλες συνέβαινε το αντίθετο.
Ο τενόρος David Butt Philip ανταπεξήλθε πολύ καλά στο εξαιρετικά απαιτητικό έργο, δεδομένου και του σύντομου χρόνου που είχε για να προετοιμαστεί, προκειμένου να αντικαταστήσει τον Allan Clayton, ο οποίος τελικά δεν κατάφερε να συμμετάσχει στη συναυλία. Στο πρώτο και πιο απαιτητικό τραγούδι για τον τενόρο, η ορχήστρα έπαιξε σε πολύ υψηλά επίπεδα δυναμικής, προκειμένου να αναδείξει εύστοχα τον ορχηστρικό ηχητικό όγκο του Mahler. Αυτό όπως ήταν αναμενόμενο δυσκόλεψε επιπλέον τον ερμηνευτή. Μέσα όμως από αυτή τη δοκιμασία αναδείχθηκαν και οι δυναμικές δυνατότητες της φωνής του. Απέδωσε την ξεχωριστή “ατμόσφαιρα” κάθε τραγουδιού με μεγάλη εκφραστικότητα. Τέλος, πέτυχε να εκφέρει τον ποιητικό λόγο με πάρα πολύ καλή άρθρωση.
Η mezzo soprano Karen Cargill επίσης ανέδειξε την έντονη εκφραστικότητά της, τις δυναμικές της, τα ηχοχρώματα της φωνής της, την δεξιοτεχνία της, ενώ πρόσθεσε και μια οπερατική πινελιά στην ερμηνεία της. Ωστόσο, η μεγάλη ένταση της ορχήστρας δεν βοηθούσε τους ακροατές στις θέσεις προς το πίσω μέρος της σκηνής του κυκλικού συναυλιακού χώρου να αντιληφθούν την ηχητική ισορροπία μεταξύ τραγουδιστών και ορχήστρας. Οι ακροατές των πίσω καθισμάτων ωστόσο δεν φάνηκαν ανικανοποίητοι καθώς χειροκρότησαν και αυτοί ένθερμα.
Λίγες μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκαν δύο συναυλίες ενός από τα πιο γνωστά και διακεκριμένα σύνολα εκτέλεσης σύγχρονης μουσικής: το Ensemble Modern, η έδρα του οποίου βρίσκεται στην Φρανκφούρτη. Και οι δύο συναυλίες έγιναν υπό τη διεύθυνση του τεράστιας φήμης Άγγλου μαέστρου και συνθέτη Sir George Benjamin, ο οποίος έχει λάβει πάρα πολύ σημαντικές διακρίσεις και μάλιστα κλείνει εφέτος τριάντα χρόνια συνεργασίας με το συγκεκριμένο σύνολο.
Η πρώτη συναυλία πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Μουσικής Δωματίου (Kammermusiksaal) της Φιλαρμονικής του Βερολίνου στις 2/9. Άνοιξε με το έργο Octandre του Edgard Varèse (1883-1965), το οποίο συντέθηκε το 1923 και αποτελείται από τρία μέρη. Η τεχνοτροπία του μπορεί να περιγραφεί ως ελεύθερη ατονική. Ο τίτλος του έργου δεν παραπέμπει μόνο στον αριθμό των εκτελεστών, αλλά και σε δομικά στοιχεία του κομματιού. Αντιληπτές μπορούν να γίνουν επιρροές από έργα του Igor Stravinsky, με πιο χαρακτηριστική το εναρκτήριο σόλο oboe, το οποίο θυμίζει την αρχή της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης. Στο έργο υπάρχει έντονη ρυθμικότητα, χωρίς όμως να εμπλέκονται κρουστά: τα μελωδικά όργανα του οκτέτου αναλαμβάνουν το ρόλο του κρουστού, ενάντια στη φύση τους, προκαλώντας συχνά δυσκολίες κατά την εκτέλεση. Γενικά οι εκτελεστές και ο μαέστρος ερμήνευσαν με μεγάλη εκφραστικότητα, ευαισθησία στα ηχοχρώματα και πολύ καλό συγχρονισμό. Σε πολλά σημεία, ειδικά στο πρώτο μέρος, επιλέχθηκαν σχετικά πιο αργά tempi σε σύγκριση με αυτά που προτείνει ο συνθέτης και εκτελούν άλλοι ερμηνευτές. Με αυτόν τον τρόπο έγινε πιο εκφραστική και λεπτομερής η ερμηνεία, επιτεύχθηκε έντονη εκφραστικότητα και διευκολύνθηκαν ενδεχομένως οι εκτελεστές, αλλά από την άλλη χάθηκε σε μερικά σημεία η χαρακτηριστική του κομματιού νευρικότητα, η έντονη αίσθηση ρυθμικότητας και κατά μία έννοια ένα μέρος της πρόθεσης του συνθέτη. Μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η εκτέλεση έρεπε προς την πλευρά της υποκειμενικής ερμηνείας, η οποία ωστόσο ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα.
Ακολούθησε ένα έργο του σύγχρονου ιορδανικής καταγωγής συνθέτη Saed Haddad (1972), το Mirage, Mémoire, Mystère για κουαρτέτο εγχόρδων, το οποίο αποτελείται από τρία μέρη και συντέθηκε την περίοδο 2011-2012. Ο συνθέτης στην παρτιτούρα σημειώνει τον χαρακτηρισμό «για βιολί και τρίο εγχόρδων». Οι εύπλαστες μελωδικές γραμμές που εμφανίζονται συχνά διαπλεκόμενες και αντιστικτικά, έφερναν στο μυαλό σαν περίγραμμα –ή και σαν άκουσμα– απόηχους από αραβική μουσική. Αυτές οι μελωδίες θα μπορούσαν να συμβολίζουν μια ανάμνηση (Mémoire) του συνθέτη, τον αντικατοπτρισμό της ίδιας της φιγούρας του ή ακόμα και μια οφθαλμαπάτη του (Mirage). Το μυστηριώδες ύφος (Mystère) αποδόθηκε εύστοχα από το κουαρτέτο, πάντα με πολύ καλό συγχρονισμό και άρτια τεχνική. Τόσο το έργο, όσο και η ερμηνεία άρεσαν στο κοινό, το οποίο χειροκρότησε εγκάρδια.
Στη συνέχεια ερμηνεύτηκε το έργο Trois poèmes de Stéphane Mallarmé, του Maurice Ravel (1875-1937). Πρόκειται για μια αλληλουχία τριών τραγουδιών με συνοδεία ενόργανου συνόλου. Ο Ravel εδώ επηρεασμένος από το Trois poésies de la lyrique japonaise του Stravinsky και τις διηγήσεις του τελευταίου για το Pierrot Lunair του Arnold Schönberg, το οποίο είχε πρόσφατα παρακολουθήσει και το οποίο τον είχε εμπνεύσει για τη προαναφερόμενη σύνθεσή του, δημιουργεί το 1913 ένα σχετικά διαφορετικό και περισσότερο πειραματικό έργο από την υπόλοιπη δημιουργία του. Ο ήχος του είναι αφαιρετικός και υπερβατικός, κάτι που σίγουρα ταιριάζει στην νοοτροπία του μεγάλου συμβολιστή Mallarmé. Πρόκειται για ένα αρκετά απαιτητικό έργο για τη σοπράνο, τόσο από τεχνικής, όσο και από ερμηνευτικής απόψεως. Η περίφημη σοπράνο Anna Prohaska απέδωσε εύστοχα τα τραγούδια με κρυστάλλινη φωνή, ποικίλα ηχοχρώματα, λεπτομέρειες στη δυναμική και ταυτόχρονα με συναισθηματισμό και χρωματισμό των λέξεων, δημιουργώντας μια εκφραστική αίσθηση μυστηρίου.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας τη σκυτάλη πήρε μια μεταγραφή/διασκευή του 2007 του ίδιου του Sir George Benjamin (1960) πάνω στα έργα “Canon alla Ottava” και “Contrapunktus VII” από το Die Kunst der Fuge (BWV 1080) του J.S. Bach. Η μεταγραφή συνολικά ονομάζεται Canon and Fugue. Το ύφος του Bach μεταλλάσσεται και δημιουργείται μια μυστηριώδης ατμόσφαιρα και ένα εναλλακτικό παρελθόν. Η ιδιαίτερη υφή του έργου γίνεται άμεσα αντιληπτή, λόγω του ανορθόδοξου διαμοιρασμού των μικρότερων μοτίβων ενιαίων μελωδικών γραμμών μεταξύ των βιολιών. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια τεμαχισμένη φράση με συχνούς τονισμούς, καταργείται το ενιαίο φραζάρισμα και επιπλέον προβάλλεται ένα λεπτό ακουστικό παιχνίδι με τον χώρο και το ηχόχρωμα. Αυτή η αντιμετώπιση συνεχίζεται και στο υπόλοιπο έργο. Η ιδιοτυπία του ύφους επιτυγχάνεται και με άλλες μη αναμενόμενες για το έργο τεχνικές· για παράδειγμα στο πρώτο έργο κάποιες μελωδικές γραμμές εκτελούνται arco από κάποια βιολιά και pizzicato από άλλα. Στο δεύτερο κομμάτι, δε, τα βιολιά εκτελούν τις ρέουσες αντιστικτικές μελωδικές γραμμές αποκλειστικά με pizzicato. Γενικότερα, μέσω της ιδιαίτερης ενορχήστρωσης του Benjamin επιτυγχάνεται η απόδοση της πολυφωνικής υφής του Bach, μέσα από μια αιθέρια κατασκευή. Στο ηχητικό προσκήνιο βρίσκονται συχνά και τα κόρνα, τα οποία κατά την ερμηνεία του πρώτου τραγουδιού δέσποζαν επισκιάζοντας κάποιες φορές τον ήχο των άλλων οργάνων. Έμφαση δόθηκε και στις διαφωνίες που σχηματίζονταν από την αντιστικτική κίνηση και τις κρατημένες νότες. Εντυπωσιακή υπήρξε και η προσπάθεια αναδημιουργίας του ήχου του εκκλησιαστικού οργάνου κατά το δεύτερο κομμάτι μέσα από την ηχοχρωματική ανάμειξη του φλάουτου, του κόρνου και της βιόλας ή άλλοτε του βιολιού. Γενικά, ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα οπτική στο έργο του Bach, λεπτοδουλεμένη και κομψή, πλούσια σε ηχοχρωματικούς πειραματισμούς, οι οποίοι αναδείχτηκαν άρτια από το οργανικό σύνολο. Η ανταπόκριση του κοινού στο τέλος του έργου ήταν ιδιαίτερα ένθερμη.
Η συναυλία έκλεισε με το έργο Kammersymphonie αρ. 1, opus 9 του Arnold Schönberg (1874-1951). Πρόκειται για ένα έργο που συντέθηκε το 1906 κατά την προ-ατονική φάση του συνθέτη. Είναι ένα από τα έργα που εκτελέστηκαν στη γνωστή «Συναυλία των Σκανδάλων του 1913»/“Skandalkonzert 1913” στη Βιέννη, κατά την οποία προκλήθηκαν επεισόδια, λόγω της προχωρημένης μουσικής γλώσσας που παρουσιάστηκε, την οποία δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν κάποιοι ακροατές. Ο Benjamin επέλεξε να εκτελεστούν κάποια τμήματα του συγκεκριμένου έργου σε γρηγορότερη χρονική αγωγή –σε σύγκριση με αρκετούς άλλους μαέστρους–, μια επιλογή που ωστόσο ήταν πιο κοντά στις χρονικές ενδείξεις και προθέσεις του συνθέτη, καθώς και στον χαρακτήρα του έργου. Σε αρκετά σημεία μπορούσε να παρατηρηθεί η κυριαρχία των πνευστών έναντι των εγχόρδων, οδηγώντας στην αποφυγή μιας κύριας μελωδικής γραμμής και στην δημιουργία ενός ήχου πιο χαοτικού, πιο αποσπασματικού και πιο σύγχρονου. Ήταν μια ερμηνεία που δεν “κοιτούσε” προς τα πίσω, στο πώς προέκυψε αυτό το έργο, αλλά προς τα μπροστά, δηλαδή στο τι επόταν αυτού. Στο τέλος της συναυλίας, το κοινό στο τέλος δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του.
Την επόμενη μέρα, 3/9, η Ensemble Modern διευρύνθηκε, παίρνοντας τη μορφή πλήρους συμφωνικής ορχήστρας (Ensemble Modern Orchestra) και παρουσίασε στη Μεγάλη Αίθουσα πάλι υπό τη διεύθυνση του Benjamin ορχηστρικά έργα αποκλειστικά σύγχρονων συνθετών. Σημειώνεται ότι η Ensemble Modern Orchestra ιδρύθηκε το 1998 και αποτέλεσε την πρώτη πλήρη συμφωνική ορχήστρα παγκοσμίως με εξειδίκευση στο ρεπερτόριο της πρωτοπορίας του 20ου και 21ου αιώνα.
Αρχικά, ερμηνεύθηκε μια μεγάλη ορχηστρική σύνθεση –και πάλι– της Unsuk Chin, το SPIRA, Κοντσέρτο για ορχήστρα, το οποίο συντέθηκε το 2019 και το οποίο είναι εμπνευσμένο από τη σύλληψη της λογαριθμικής σπείρας, όπως περιγράφηκε από το μαθηματικό του 17ου αιώνα Jacob Bernoulli ως Spira mirabilis. Τη βασική δομική μονάδα του κοντσέρτου αποτελούν οι ήχοι δύο βιμπραφώνων, στους οποίους “απαντάει” η ορχήστρα, είτε διακόπτοντάς τους, είτε αναλύοντας και αναπτύσσοντας τους αρμονικούς τους, κάτι που σαν σύλληψη ομοιάζει στο Šu. Μετά από τη διαπλοκή ορχήστρας-βιμπραφώνων επανέρχεται πάντα μόνος του ο γαλήνιος ήχος του βιμπράφωνου, μόνο για να επαναληφθεί ξανά και ξανά η ίδια διαδικασία –ήχος βιμπράφωνου, διακοπή από ορχήστρα και σύμπλευση, ορχηστρική ανάπτυξη– με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά (κάτι που εξασφαλίζει τη συνέπεια στη φυσική ροή του χρόνου), δημιουργώντας μια μορφολογική σπείρα. Στο τέλος γίνεται αντιληπτή και μια χρήση της ηχητικής ψευδαίσθησης “Shepard Tone”, ένα φαινόμενο με το οποίο είχε ασχοληθεί και ο György Ligeti, ο οποίος υπήρξε καθηγητής σύνθεσης της Unsuk Chin. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα έργο με ηχοχρωματικό πλούτο και οξείες αντιθέσεις μεταξύ γαλήνιων σημείων και ξαφνικών εξάρσεων. Σε αυτά τα δύο σημεία δόθηκε και το μεγαλύτερο ερμηνευτικό βάρος: οι αντιθέσεις και οι ξαφνικές εξάρσεις αναδείχθηκαν κυρίως χάρη στην οξυμένη νευρικότητα της ερμηνείας και την υπερβολή των απότομων crescendi. O ηχοχρωματικός πλούτος αναδείχθηκε χάρη στη λεπτομέρεια και σημασία που δόθηκε στον ιδιαίτερο ήχο του κάθε οργάνου μέσα στα πυκνά συμπλέγματα ηχοχρωμάτων. Το ότι όλα αυτά επιτεύχθηκαν ταυτόχρονα με έναν τέλειο συγχρονισμό, μία πολύ καλή άρθρωση και μια ισορροπία ήχου σε ένα έργο με μεγάλες δεξιοτεχνικές απαιτήσεις είναι αξιομνημόνευτο. Στο τέλος η αποδοχή του κοινού ήταν πολύ καλή. Παρευρέθηκε και η ίδια η συνθέτρια, η οποία επικροτήθηκε μαζί με την ορχήστρα και τον μαέστρο.
Στη συνέχεια παρουσιάστηκε το ορχηστρικό έργο Cloudline της Elizabeth Ogonek (1989), το οποίο συντέθηκε το 2021. Όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος, πρόκειται για ένα έργο μουσικής αστάθειας: οι ιδέες συνέχεια μεταμορφώνονται, ενώ εμφανίζονται νέες και η διάθεση –ενώ έχει ξεκινήσει μια συγκεκριμένη πορεία– μεταβάλλεται σε κάποια άλλη, μη αναμενόμενη. Αλλά ακόμα και η χρονική αγωγή είναι αρκετά μεταβαλλόμενη. Εκτός από τη μορφή του έργου ωστόσο, ο τίτλος πιθανόν αναφέρεται και σε κάποια προγραμματικότητα, καθώς αισθητή έγινε η εντύπωση της ελαφρότητας των σύννεφων και η μουσική απόδοση μιας καταιγίδας και της ακόλουθης ηρεμίας. Η ορχήστρα επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την ηχοχρωματική ποιότητα, για την ανάδειξη των επιμέρους χαρακτηριστικών στοιχείων και συναισθημάτων του έργου, καθώς και για την ομαλή μετάβαση ή διείσδυση του ενός μέσα στο άλλο. Η υποδοχή του κοινού ήταν κι εδώ αρκετά καλή.
Αμέσως μετά ακολούθησε μία παγκόσμια πρεμιέρα: το Cantico delle Creature για σοπράνο και ορχήστρα σε ποίηση του Francesco d’Assisi, ποιητή του 13ου αιώνα, με συνθέτη τον διακεκριμένο Ιταλό Francesco Filidei (1973). Συντέθηκε την περίοδο 2022-2023. Στο συγκεκριμένο έντεχνο τραγούδι –του οποίου το ποιητικό κείμενο αποτελεί έναν ευχαριστήριο ύμνο προς τον Θεό για τη δημιουργία της Πλάσης– γίνεται έντονη χρήση τροπικότητας. Αυτή η συνθετική επιλογή προφανώς συνδέεται άμεσα με την παραπομπή στον Μεσαίωνα, τόσο λόγω της εποχής σύνθεσης του ποιητικού κειμένου, όσο και λόγω του θρησκευτικού περιεχόμενου. Κατά τον Μεσαίωνα άλλωστε μπορεί να θεωρηθεί πως υπήρξε ανάμειξη των χριστιανικών και των πρότερων παγανιστικών εθίμων της υπαίθρου, κάτι που αντικατοπτρίζεται στο ποίημα, όπου εκφράζεται η λατρεία της φύσης μέσα από τον Θεό. Επομένως αυτή η επιλογή του συνθέτη ήταν εύστοχη. Η μυστικιστική και μεταφυσική ατμόσφαιρα του τραγουδιού αποδόθηκε απόλυτα από την κρυστάλλινη, γεμάτη ηχοχρώματα και δυναμικές διακυμάνσεις φωνή της δεξιοτέχνιδας Prohaska, η οποία είχε να αντιμετωπίσει μία κατά διαστήματα αρκετά απαιτητική φωνητική γραμμή. Εξίσου καλής απόδοσης ήταν και η ερμηνεία της ορχήστρας. Λόγω της αναφοράς στον Μεσαίωνα απουσίαζαν τα vibrati στο μεγαλύτερο μέρος της φωνητικής γραμμής. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν σφυρίχτρες πουλιών και έγινε προσπάθεια αναδημιουργίας διαφόρων ήχων της φύσης από τα όργανα. Η ερμηνεία συνολικά ήταν εξαιρετική και ανέδειξε απόλυτα την ατμόσφαιρα ενός ενδιαφέροντος έργου. Η υποδοχή του κοινού ήταν ιδιαίτερα ένθερμη. Χειροκροτήθηκαν ενθουσιωδώς οι ερμηνευτές, αλλά και ο ίδιος ο συνθέτης όταν ανέβηκε στη σκηνή.
Μετά το διάλειμμα, το πρόγραμμα συνεχίστηκε με ένα ακόμα ορχηστρικό τραγούδι, αυτή τη φορά του ίδιου του Sir George Benjamin· το A Mind of Winter σε ποίηση του Wallace Stevens, το οποίο συντέθηκε το 1981. Το ποιητικό κείμενο αναφέρεται στο χειμερινό τοπίο και τη μοναξιά. Το έργο ξεκίνησε με τη μουσική αναπαράσταση του ήχου του παγερού ανέμου που σφυρίζει, μία χειρονομία που διέτρεξε όλο το έργο. Η κρυστάλλινη φωνή της Prohaska, πάλι με ελάχιστα vibrati, κολάκευε ιδιαίτερα αυτή την παγερή ατμόσφαιρα. Πολλές φορές, η φωνή αντιμετωπιζόταν ως όργανο, καθώς “μιμούνταν” τους ήχους των οργάνων της ορχήστρας. Ενίοτε λειτουργούσε ακόμα και ως κρουστό, μέσω της εκρηκτικής εκφοράς των συμφώνων. Αυτή η μεταχείριση της φωνής, αλλά και η επιτυχία της σοπράνο στο να μιμηθεί τη χροιά των οργάνων, οδήγησε στην ένταξη του ηχοχρώματος της φωνής της στον γενικότερο ηχητικό όγκο του ορχηστρικού συνόλου, συμβολίζοντας την ενιαιοποίηση του ατόμου με τη φύση, το περιβάλλον, αλλά και την ίδια τη μοναξιά, όπως ο χιονάνθρωπος με το χιονισμένο τοπίο. Πρέπει να σημειωθεί ότι αναδείχθηκε η σημασία της ακρόασης ενός –ορχηστρικού– έργου υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη, καθώς αποδόθηκε με σαφήνεια η συνθετική σκέψη. Αρκετά καλή υπήρξε και πάλι η αποδοχή του έργου από το κοινό.
Τελευταίο παρουσιάστηκε το ορχηστρικό έργο glut του ελβετού συνθέτη Dieter Ammann (1962), το οποίο συντέθηκε την περίοδο 2014-2016. Η γερμανική λέξη “Glut” μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά με την έννοια του «πυρωμένου». Πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο και εξαιρετικά πυκνογραμμένο έργο με μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων και υφών, τα οποία δεν αντιτίθενται, αλλά –τις περισσότερες φορές– δένουν αρμονικά μεταξύ τους, όπως οι φλόγες (!) Σε αρκετά σημεία υπάρχει η αίσθηση του τονικού κέντρου, ενώ σε κάποια άλλα εντοπίζεται απόηχος από τζαζ, είδος μουσικής με το οποίο έχει ασχοληθεί εκτενέστατα ο συνθέτης. Ωστόσο, αυτό που κατεύθυνε την δημιουργική σκέψη του ήταν το ηχόχρωμα και ο μαγευτικός ήχος. Η ορχήστρα ερμήνευσε το κομμάτι υπέροχα, με τεχνική ακρίβεια και έντονη εκφραστικότητα, με γεμάτο και στρογγυλό ήχο που αντηχούσε και γέμιζε όλη την αίθουσα, με εκρηκτική ενέργεια και με διαύγεια των ξεχωριστών ηχοχρωμάτων και υφών. Οι εκτελεστές των κρουστών οργάνων επέδειξαν μεγάλη αυτοπειθαρχία παραμένοντας εκφραστικοί και τελείως συγχρονισμένοι στα δύσκολα συνεχόμενα ρυθμικά περάσματα. Όταν πια τελείωσε και αυτό το έργο το κοινό ξέσπασε αυθόρμητα σε ομοβροντία ειλικρινών και ενθουσιωδών επιφωνημάτων και μακράν παρατεταμένου και ιδιαίτερα ένθερμου χειροκροτήματος! Ο Ammann –ο οποίος παρευρισκόταν εκεί– αποθεώθηκε, όπως στο τέλος αποθεώθηκε με πρωτοφανή τρόπο και ο εκπληκτικός μαέστρος με την ορχήστρα! Η βραδιά έκλεισε θριαμβευτικά μετά από πολλές επιστροφές και υποκλίσεις στη σκηνή! Η Ensemble Modern Orchestra επιβεβαίωσε στο έπακρο τη φήμη της και ο μαέστρος διηύθυνε με σεμνότητα, ευγένεια και εκφραστικότητα, πετυχαίνοντας το μέγιστο αποτέλεσμα χωρίς την ανάγκη κανενός είδους προσποιητής επίδειξης ή αυθεντίας!
Συνολικά, στο Μουσικό Φεστιβάλ του Βερολίνου παρουσιάστηκε πλούσιο και ποικίλο πρόγραμμα μουσικής πρωτοπορίας του 20ου και 21ου αιώνα, προς τέρψιν του μουσικόφιλου κοινού!
*H Elena Fiedeldey είναι μουσικολόγος, τελειόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών ΕΚΠΑ.