

Παρά τη μεγάλη δημοτικότητα που απολαμβάνει το πιάνο ως όργανο, αρκετές όψεις της πολύπλευρης καλλιτεχνικής δημιουργίας, που αφορούν σε αυτό, παραμένουν σχετικά άγνωστες στο ευρύ κοινό. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και η ιδιαίτερη φιλολογία των πιανιστικών έργων, που είναι γραμμένα αποκλειστικά για το αριστερό χέρι. Η αφόρμηση για τη δημιουργία τέτοιων έργων ανάγεται από την μία στην ανάγκη για πρωτότυπες συνθέσεις (ή μεταγραφές γνωστών συνθέσεων), οι οποίες δεν κάνουν χρήση του δεξιού χεριού, προκειμένου να μπορέσουν να εκτελεστούν από ερμηνευτές, που υποφέρουν από πρόσκαιρο τραυματισμό ή μόνιμη βλάβη/ απώλεια του συγκεκριμένου χεριού. Από την άλλη η ύπαρξη έργων για το αριστερό χέρι οφείλεται και στην επιθυμία κάποιων συνθετών να πειραματιστούν περαιτέρω με τις δυνατότητες του πιάνου και να δημιουργήσουν τεχνικά απαιτητικά έργα για ανάδειξη των εκτελεστικών ικανοτήτων των ίδιων και άλλων ερμηνευτών.
Το ρεπερτόριο των έργων για αριστερό χέρι ωστόσο δεν έρχεται χωρίς ιδιομορφίες και προκλήσεις. Θα καταφέρει ο πιανίστας με ένα χέρι μόνο να καλύψει όλες τις μουσικές παραμέτρους; Κατά πόσο μπορεί να αποκατασταθεί η φυσικότητα και ο λυρισμός της αναγκαστικά σπασμένης μελωδικής γραμμής; Πώς θα επιτευχθεί η αντίστιξη μεταξύ περισσότερων φωνών; Πώς θα επηρεαστεί η άρθρωση αυτών, λόγω των εγγενών περιορισμών; Η αρμονική κάλυψη θα είναι επαρκής; Εντέλει θα είναι αισθητικά ικανοποιητικό το αποτέλεσμα ή οι τεχνικές απαιτήσεις, με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπος ο ερμηνευτής, θα είναι δυσανάλογα υψηλές σε σχέση με τη μουσική ικανοποίηση που θα καταφέρει να προσφέρει στο κοινό;
Γενικά, σπάνια απαντώνται ρεσιτάλ πιάνου, τα οποία να είναι αφιερωμένα εξ ολοκλήρου σε αυτό το ρεπερτόριο, προφανώς και λόγω των τεχνικών απαιτήσεων που συχνά το χαρακτηρίζουν. Στην Ελλάδα πρωτοπόρος στην παρουσίαση σολιστικών έργων γραμμένων αποκλειστικά για το αριστερό χέρι είναι ο διακεκριμένος σολίστ Απόστολος Παληός. Στις 26/1 μάλιστα στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και στα πλαίσια της σειράς “Piano Days” του Μεγάρου Μουσικής ο σολίστ έδωσε ένα ρεσιτάλ αποκλειστικά με τέτοιου είδους έργα. Η συναυλία, αν και με σχετικά πιο άγνωστο ρεπερτόριο, κατάφερε να προσελκύσει μεγάλο αριθμό ακροατών.
Το ρεσιτάλ άνοιξε με μία μεταγραφή της Σακόν, από την Παρτίτα για σόλο βιολί αρ. 2 σε ρε-ελάσσονα, BWV 1004, του Johann Sebastian Bach (1685-1750), από τον Johannes Brahms (1833-1897), η οποία εκτελέστηκε με ευαισθησία, αλλά και λαμπρότητα. Οι τάσεις του χαρακτηριστικού τρόπου ερμηνείας του Παληού έγιναν ευθύς εξαρχής αντιληπτές: η σημασία του “ωραίου πατήματος” και του “γεμάτου” και “όμορφου ήχου”, η τάση “κατεύθυνσης” των φράσεων, η προσπάθεια της ξεκάθαρης και λυρικής ανάδυσης των φωνών (κ.ά.) έκαναν την εμφάνισή τους από νωρίς στο πρόγραμμα. Όλα αυτά τα στοιχεία, μαζί με τις παραμέτρους της δυναμικής και της χρονικής αγωγής, χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση μίας εσωτερικευμένης εκφραστικής γλώσσας και μίας διακριτικής συγκινησιακής ποιότητας, που έμελλε να διακατέχουν –με ακόμη περισσότερη εκφραστική ένταση κάποιες φορές– και όλο το υπόλοιπο πρόγραμμα.

Ο Παληός, αφού είχε ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού με την Σακόν, σηκώθηκε από το πιάνο για να κατατοπίσει τους ακροατές με μία σύντομη ομιλία, σχετικά με το ιδιαίτερο ρεπερτόριο έργων για αριστερό χέρι. Έπειτα, συνέχισε με τη Σπουδή αρ. 5, “Ελεγεία”, από τις Έξι σπουδές για πιάνο, για αριστερό χέρι, opus 135, του Camille Saint-Saëns (1835-1921). Η σπουδή αναδείχθηκε εξαιρετικά, κυρίως μέσω του φραζαρίσματος, καθώς ο ερμηνευτής “κατηύθυνε” συστηματικά τις φράσεις μέχρι το τέλος τους (με χειρονομίες της άρθρωσης, της δυναμικής και της χρονικής αγωγής), χωρίς να τις σπάει ή να τις τεμαχίζει με ενοχλητικό τρόπο, οδηγώντας πολλές φορές προς επικείμενες κορυφώσεις και προς ένα απολαυστικό και σίγουρα όχι ουδέτερο για τον ακροατή παρορμητικό αποτέλεσμα, που προήγαγε τη λυρική ομορφιά αυτού του έργου. Φυσικά, από την ερμηνεία δεν έλειπαν οι εκφραστικές λεπτομέρειες, όπως ρυθμικά “κομπιάσματα”, οι οποίες, αντί να παρακωλύουν τη ρευστότητα του μουσικού κειμένου, αντιθέτως την εξυπηρετούσαν.
Ακολούθησε η απαιτητική Σπουδή για το αριστερό χέρι, από τα Τέσσερα κομμάτια, για πιάνο, BB27, του Béla Bartók (1881-1945). Ο Παληός αναμετρήθηκε με τις δεξιοτεχνικές επιταγές αυτού του πρώιμου έργου του Bartók, ερμηνεύοντας με δυναμισμό και χωρίς να φαίνεται διατεθειμένος να κάνει εκπτώσεις, ούτε ως προς τα επίπεδα έντασης, ούτε ως προς την έκφραση γενικότερα, επιλογή που σίγουρα πολλαπλασίασε την ήδη αρκετά μεγάλη δυσκολία του έργου, αλλά και που κατέδειξε επιτυχώς την αισθητική αξία του.

Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με τον Αυτοσχεδιασμό αρ. 1, “Την αυγή”, και τον Αυτοσχεδιασμό αρ. 3, “Ένα γλέντι”, από τους Τρεις αυτοσχεδιασμούς για αριστερό χέρι, του Frank Bridge (1879-1941). Το πρώτο κομμάτι εκτελέστηκε ατμοσφαιρικά, με μία αίσθηση ομιχλώδους ήχου και μία άλλη κρυστάλλινου να συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε δύο διακριτά επίπεδα. Το δεύτερο κομμάτι εκτελέστηκε δεξιοτεχνικά με μεγάλη ρευστότητα και ταχύτητα.
Το επόμενο έργο που ερμηνεύτηκε ήταν η Σπουδή για αριστερό χέρι σε Ντο-μείζονα, opus 32, του πολυπράγμονα συνθέτη, δεξιοτέχνη του πιάνου και εφευρέτη Josef Hofmann (1876-1957). Το έργο ερμηνεύθηκε επίσης ιδιαίτερα εκφραστικά, με ωραίο φραζάρισμα και με έμφαση στην αντίθεση ανάμεσα στο λυρικό στοιχείο και εκείνο του quasi marciale, το οποίο ήχησε με επιθετικότητα και έπαρση.
Στη συνέχεια ακούστηκε ίσως ένα από τα πιο γνωστά έργα του ρεπερτορίου για αριστερό χέρι, το οποίο δεν είναι άλλο από το Πρελούδιο και Νυχτερινό για το αριστερό χέρι, opus 9, του Aleksandr Skryabin (1872-1915). Ο Παληός φάνηκε πως έχει κατανοήσει το ριζωμένο στον Ρομαντισμό ιδίωμα του πρώιμου Scryabin, με τον ισχυρό απόηχο από Chopin, που χαρακτηρίζει το σύνολο αυτής της συνθετικής του φάσης, και με την παρουσία του ρωσικού συναισθηματισμού, που διακατέχει το κομμάτι. O συγκεκριμένος εκτελεστής ξέρει να χειρίζεται καλά τη συγκινησιακή φόρτιση που απορρέει από αυτό το χαρακτηριστικό ιδίωμα της ρωσικής δημιουργίας. Η βαθιά εκφραστική ποιότητα που επέδειξε η ερμηνεία του Παληού, σε συνδυασμό με την ίδια τη γραφή του έργου, προκάλεσαν ισχυρή εντύπωση στο κοινό, αρκετά μέλη του οποίου έσπευσαν να ανοίξουν τα προγράμματά τους, προκειμένου να κατατοπιστούν σχετικά με αυτό. Ο λυρισμός και η ξεκάθαρη ανάδειξη των διαφορετικών μελωδικών γραμμών, αλλά και η αυτονομία (στο φραζάρισμα, στη δυναμική κ.λπ.) που παρουσίαζαν αυτές οι γραμμές σε σχέση με τη συνοδεία και μεταξύ τους, οδήγησαν σε ένα πολυ-επίπεδο ηχητικό αποτέλεσμα, το οποίο δημιούργησε μία ισχυρή αυτή την φορά ψευδαίσθηση εμπλοκής και των δύο χεριών κατά την εκτέλεση!
Αν και ο Παληός είχε ήδη ξεδιπλώσει μέχρι αυτό το σημείο τη δεξιοτεχνική και ερμηνευτική του δεινότητα, με τη Σπουδή για αριστερό χέρι, opus 36, του Felix Blumenfeld (1863-1931), κέρδισε τις εντυπώσεις! Η ερμηνεία συνολικά συνδύαζε τα καλύτερα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να λάβει μία εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου. Το αρχικό tempo δεν ήταν ούτε πολύ γρήγορο, ούτε πολύ αργό· είχε το περιθώριο να αυξηθεί ή να μειωθεί αναλόγως με τις εκφραστικές ανάγκες του κάθε σημείου. Η σπουδή δεν έχασε σε καμία στιγμή το αισθητικό της νόημα, λόγω ανούσιας επίδειξης τεχνικών ικανοτήτων ή λόγω επιδίωξης του εκτελεστή να διευκολύνει τον εαυτό του. Ο Παληός αντιμετώπισε στα ίσα το κομμάτι, καταφέρνοντας να επιδείξει άριστα τη μεγάλη δεξιοτεχνία του, σε μία –κι όμως– άκρως εκφραστική ερμηνεία, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί υποδειγματική. Η μεγάλη άνεση και δεξιοτεχνία, οι φυσικά τραγουδισμένες (σπασμένες) μελωδικές γραμμές και φράσεις, ο ωραίος και ζεστός ήχος, η ανάδειξη της αρμονίας, η ορμή και δύναμη που ενίοτε αναδυόταν, το πραγματικά υπέροχο ιρίδισμα των δεξιοτεχνικών περασμάτων, αλλά και η ειλικρίνεια όλης της ερμηνευτικής προσέγγισης οδήγησαν σε ένα άρτιο αποτέλεσμα, το οποίο πάλι παρέπεμπε σε αρκετά σημεία πολύ πειστικά στην εκτέλεση και με τα δύο χέρια.

Η συναυλία έκλεισε με δύο έργα του Leopold Godowsky (1870-1938), του οποίου το όνομα συχνά αντιπροσωπεύει ακριβώς την τάση σύνθεσης πιανιστικών έργων για το αριστερό χέρι με σκοπό την εξερεύνηση των εκτελεστικών του ορίων. Το πρώτο έργο του που εκτελέστηκε ήταν η Ελεγεία σε σι-ελάσσονα για αριστερό χέρι. Εδώ δόθηκε και πάλι μία ατμοσφαιρική ερμηνεία, η οποία αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σε μία μυστηριακή και μία εκστατική διάθεση. Η λήξη του ρεσιτάλ δόθηκε εντυπωσιακά με την ασυνήθιστα απαιτητική Άσκηση για αριστερό χέρι (πάνω στη Σπουδή, opus 10 αρ. 12, [“Επαναστατική”], του Frédéric Chopin), του Godowsky. Ο ερμηνευτής για άλλη μία φορά δέχθηκε την πρόκληση και όρμησε πάνω στην άσκηση, με ένα γρηγορότατο tempo και με την επιδίωξη να εξασφαλίσει ένα εκφραστικό αποτέλεσμα, όσο πιο κοντά γίνεται στο πρωτότυπο. Το κοινό αντάμειψε τον εκτελεστή δικαίως με επευφημίες και χειροκροτήματα!
Για encore o σολίστ χάρισε στο κοινό ένα ακόμα έργο του Godowsky: το Méditation. Ο Παληός ερμήνευσε για άλλη μια φορά τραγουδιστά και φυσικά, με ευαισθησία, κρυστάλλινη ποιότητα και πάνω από όλα μέριμνα λεπτομερούς ανάδυσης των αλληλοπλεκόμενων κρυμμένων φωνών, στοιχείο στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση. Όταν ο ερμηνευτής κλήθηκε ξανά στη σκηνή από το κοινό του, εμφανίστηκε και αφιέρωσε το encore, που μόλις είχε παίξει, στην εξάχρονη κόρη του, η οποία βρισκόταν στο ακροατήριο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του ρεσιτάλ, ο Παληός αντιμετώπισε τα έργα με καλλιτεχνική ευαισθησία, επιδιώκοντας προφανώς και την ανάδειξη της αυτοτελούς αισθητικής τους αξίας. Η απόδοσή του σίγουρα έδωσε μία ανάγλυφη έκφραση και περιγραφή στα έργα, λαμβάνοντας υπόψιν τις τεχνικές και την παράδοση των ρομαντικών διδασκάλων (αφού άλλωστε πρόκειται ως επί το πλείστον και για αντίστοιχο ρεπερτόριο), χωρίς ωστόσο να αλλοιώνει ή να παρεμβαίνει σημαντικά στην επιθυμία του συνθέτη: υπήρχε ένα μέτρο. Δεν φάνηκε να πέφτει στην παγίδα των κακόγουστων υπερβολών. Αντιθέτως, φάνηκε ότι έκανε μία κριτική επιλογή στοιχείων που ταίριαζαν στη δική του καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία και σε αυτή των κομματιών. Με αυτόν τον τρόπο, άλλωστε, κράτησε και το ενδιαφέρον του ακροατηρίου του μέχρι τέλους.
Συνολικά, η προσωπική ερμηνευτική προσέγγιση του Παληού “ήρθε και έδεσε” με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του συγκεκριμένου ρεπερτορίου, καλύπτοντας εύστοχα τις ανάγκες του. Οι τεχνικές ικανότητες του εκτελεστή εντέλει κατέστησαν δυνατό τον χειρισμό των ποικίλων παραμέτρων και εγγενών προκλήσεων, αποδεικνύοντας ότι το πιάνο είναι ικανό να διατηρήσει τον ξεχωριστό χαρακτήρα του (τις λυρικές, εκφραστικές, αντιστικτικές, δεξιοτεχνικές και άλλες δυνατότητές του), ακόμη και με τη συνδρομή ενός και μόνο χεριού!