Δύο χρόνια χωρίς τον συνθέτη-σύμβολο της μουσικής του 20ού αιώνα

CSO 388

Γράφει ο Φώτιος Καλιαμπάκος

 

CSO 388
©Todd Rosenberg/Chicago Symphony Orchestra

Στις 5 Ιανουαρίου του 2016, πλήρης ημερών σε ηλικία 91 ετών έφυγε από την ζωή ο εμβληματικός για το χώρο της σύγχρονης κλασικής μουσικής Πιερ Μπουλέζ. Ο Γάλλος συνθέτης και μαέστρος ταύτισε για πολλές δεκαετίες το όνομά του με τη σύγχρονη μουσική, για την οποία αγωνίστηκε όσο κανείς, ώστε αυτή να βρει τη θέση της στις αίθουσες συναυλιών, να φτάσει στο κοινό. Χωρίς υπερβολή θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια μεγάλη εποχή για τη μουσική του εικοστού αιώνα, κυρίως του δεύτερου μισού έκλεισε με το θάνατό του και λόγω της ξεχωριστής αξίας του Μπουλέζ, αλλά και του γεγονότος ότι αυτός ήταν ο τελευταίος εν ζωή εκπρόσωπος μιας γενιάς συνθετών ανάμεσά τους οι Στοκχάουζεν, Λίγκετι αλλά και ο δικός μας Γιάννης Ξενάκης, οι οποίοι ξεκίνησαν την καριέρα τους μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Ο Μπουλέζ γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1925 στη μικρή πόλη Monbrison της επαρχίας Loire στη Γαλλία και έλαβε μια έντονα χρωματισμένη από τον Καθολικισμό, από τον οποίο ωστόσο αργότερα απομακρύνθηκε, αυστηρή και πειθαρχημένη παιδεία, ενώ ασχολήθηκε και με τα μαθηματικά, που ήθελε αρχικά να σπουδάσει.

Μαθητής του σπουδαίου Γάλλου συνθέτη Olivier Messiaen (1908-1992), επηρεάστηκε από τον Στραβίνσκι, αλλά κυρίως γοητεύτηκε από τη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης, τον Άρνολντ Σένμπεργκ και τον Άντον φον Βέμπερν, πολλά έργα των οποίων παρουσίασε για πρώτη φορά, και αργότερα την ηλεκτρονική μουσική, ενώ έμπνευση όσον αφορά το ρυθμό αλλά και άλλα στοιχεία αντλούσε και από μουσικές άλλων πολιτισμών.

 

©TerryLinke/Wiener Philharmoniker

Τα έργα της πρώτης σειραϊκής κυρίως φάσης του, σονάτες για πιάνο, «Το σφυρί χωρίς αφέντη» συνετέλεσαν στην καθιέρωση του ως επαναστάτη συνθέτη. Ο Μπουλέζ σε αυτά διευρύνει, πέρα από την τονικότητα και σε άλλες διαστάσεις, τα όρια του σειραϊσμού, όπως τον εμπεύστηκε ο Σένμπεργκ και τον συνέχισε ο δάσκαλός του Messiaen. Δίνει ένα νεό νόημα στη σειρά που συνοψίζεται στη φράση του: «Η σειρά δεν είναι μια τάξη ακολουθίας (αρχικά μουσικών τόνων αργότερα και άλλων παραμέτρων, σημ.), αλλά στην ουσία μια ιεραρχία που μπορεί ακόμα και να πάει κόντρα σε αυτή την τάξη»!

Αδημοσίευτη παρέμεινε η μουσική την οποία είχε ολοκληρώσει το 1955 εμπνευσμένος από την Ορέστεια του Αισχύλου. Οι πρωτοποριακές του συνθέσεις συνοδεύονταν και από μια πολύ έντονη και επιθετική ρητορική.

Η καριέρα του ξεκίνησε έτσι ως αντίδραση στη μουσική που κυριαρχούσε στις αίθουσες συναυλιών, κάτι που ο Μπουλέζ δε δίσταζε στο πνεύμα της εποχής να διατυπώνει με ιδιαίτερα ακραίο τρόπο, στρεφόμενος αρχικά ακόμα και κατά της τονικής μουσικής στο σύνολό της, που βρήκε την πιο ακραία διατύπωσή της στη φράση του, ότι τα λυρικά θέατρα θα πρέπει να «ανατιναχθούν»!

Φαίνεται όμως ότι αυτό είτε ήταν μια ρητορική στρατηγική για να τονίσει έτσι το ενδιαφέρον του για τη μοντέρνα μουσική είτε άλλαξε ή αναγκάστηκε να αλλάξει αργότερα, αφού ο Μπουλέζ στην επίσης μεγάλη του καριέρα ως μαέστρος, και ενώ βέβαια προσπάθησε να εντάξει στα προγράμματα τη σύγχρονη μουσική, κάτι που σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στη Νέα Υόρκη συνάντησε και αντιδράσεις, ερμήνευσε και αυτός όλα τα μεγάλα έργα του κανόνα της κλασσικής παράδοσης, ιδιαίτερα δε τα έργα του Βάγκνερ και της μετά από αυτόν εποχής, που θεωρούνται ότι άνοιξαν το δρόμο στη μοντέρνα μουσική. Βέβαια αυτό δεν έγινε με τον παραδοσιακό τρόπο, αφού η ματιά του Μπουλέζ ήταν διακριτή και έδινε έμφαση στη δομή των έργων.

Αυτό σίγουρα είχε να κάνει και με το γεγονός ότι ο ίδιος δε σπούδασε μαέστρος αλλά ξεκίνησε αρχικά να διευθύνει έργα μοντέρνας μουσικής, τα οποία εκείνη την εποχή δεν αναλάμβαναν οι παραδοσιακοί μαέστροι. Η τελειομανία του όσον αφορά την ακρίβεια του «τι ακριβώς γράφει η παρτιτούρα», και τη διαύγεια του ήχου ήταν αυτά που τον καθιέρωσαν από πολύ νωρίς και ως μαέστρο.

Σε κάθε περίπτωση ο Μπουλέζ έδινε πάντα την εντύπωση ότι οι ερμηνείες του ενδιαφέρονταν λιγότερο για τον εκφραστικό ήχο, την ατμόσφαιρα, τη λυρική ροή και την συνολική εποπτεία, και περισσότερο για την ανάδειξη των δομών, της εξέλιξης των μορφών, έμοιαζε, κατά την ταπεινή μας γνώμη σαν να επρόκειτο για διεύθυνση που αποσκοπεί στη  μουσική ιστορία! Επίσης ήταν εμφανές ότι έβλεπε τα έργα εκ των έσω σαν συνθέτης.

Βέβαια ο ίδιος σε γραπτά του υποστήριζε ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή μόνο έτσι, μέσω της απόλυτης καθαρότητας, της ενέργειας και ενάργειας επιτυγχάνεται η ατμοσφαιρική και συνεκτική ερμηνεία των έργων στο πνεύμα του εκάστοτε συνθέτη.

Είχα την τύχη να ακούσω αρκετές συναυλίες υπό τη διεύθυνσή του σε μια εποχή βέβαια που πλέον κανείς δεν αμφισβητούσε την αξία του. Θυμάμαι σε μια περίπτωση, η Εβδόμη του Μάλερ με τη Συμφωνική του Σικάγο στο Κάρνεγκι Χολ, ήταν χαρακτηριστική αυτής του της επιδίωξης, λόγω και του ιδιαίτερου ήχου της συγκεκριμένης ορχήστρας που είναι τεχνικά απαράμιλλη σε παγκόσμιο επίπεδο και έμοιαζε να ταιριάζει απόλυτα στην προσέγγιση του Μπουλέζ. Το προηγούμενο βράδυ η «διδακτική» αυτή διάθεση επεκτάθηκε και στο στήσιμο της συναυλίας, αφού προβλήθηκαν διαφάνειες για να απεικονίσουν το ζοφερή ατμόσφαιρα της Ευρώπης την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα, εξελίξεις που αποτέλεσαν το ιστορικό υπόβαθρο της μουσικής του Μπάρτοκ που παρουσιάστηκε, με επίκεντρο τον «Θαυμαστό Μανδαρίνο».

 

©TerryLinke/Wiener Philharmoniker

Λίγο διαφορετικά ηχούσαν οι ερμηνείες του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης. Εδώ τα στοιχεία λυρισμού, εκφραστικότητας και υποβλητικής ατμόσφαιρας δεν απουσίαζαν τελείως. Φαίνεται ότι ο Μπουλέζ λάμβανε υπόψιν του (η έστω δεν του ήταν δυνατόν να αλλάξει!) την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ορχήστρας και προσάρμοζε το στιλ του αναλόγως.  Και η ορχήστρα όμως φαινόταν ότι έκανε και αυτή κάποια βήματα προς την κατεύθυνση του αρχιμουσικού. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις συναυλίες, διαθέσιμες και σε CDs, με τραγούδια του Γκούσταβ Μάλερ με κορυφαίες ερμηνεύτριες, όπως η Βιολέτα Ουρμάνα και η Άννα Σοφί φον Ότερ.

Για να τονίσει ορισμένες φορές τις απόψεις του επέλεγε να συνδυάζει στο ίδιο πρόγραμμα έργα του 20ου αιώνα όπως του Μπάρτοκ με έργα του Μότσαρτ.  Οι συναυλίες του και οι ηχογραφήσεις του με την ορχήστρα έργων του Μάλερ, του Μπρούκνερ αλλά και των Μπάρτοκ, ακόμα και τα αμιγώς ατονικά όπως τα 6 κομμάτια για ορχήστρα του Άντον φον Βέμπερν ηχούν πιο εκφραστικά και ατμοσφαιρικά, δείγμα του ότι και ο ίδιος σε ώριμη πια ηλικία όχι μόνο σεβόταν αλλά και αξιοποιούσε τις ερμηνευτικές ιδιαιτερότητες της ορχήστρας, με την οποία άλλωστε είχε παρουσιάσει και ηχογραφήσει και δικά του έργα. Αμοιβαίος ο σεβασμός, όσο κι αν κάποιες φορές οι «Φιλαρμόνικερ» αντιδρούσαν στην «μαθηματική»  προσέγγιση του Μπουλέζ που την έβρισκαν εν μέρει «μηχανιστική». Παρόλ’ αυτά τον καλούσαν για δεκαετίες στη Βιέννη και του είχαν απεριόριστο σεβασμό για τη συνολική του προσφορά. Τον είχαν μάλιστα ανακηρύξει, και επίτιμο μέλος της ορχήστρας.

Αυτή η καθαρότητα, η σαφήνεια, η ευκρίνεια των μουσικών δομών που επεδίωκε ο Μπουλέζ ήταν σαφής και στις ερμηνείες του Ρίχαρντ Βάγκνερ με τη μουσική του οποίου ο Μπουλέζ είχε μια ιδιαίτερη σχέση, μιας και ο τελευταίος θεωρείται εκείνος που έκανε τη μουσική επανάσταση που άνοιξε το δρόμο για τα επόμενα ρομαντικά, μεταρομαντικά κινήματα και βέβαια τον μοντερνισμό. Ο Μπουλέζ είχε διευθύνει για πρώτη φορά στο  Μπαϊρόιτ (το 1966 τον Πάρσιφαλ. To 1976 διηύθυνε εκεί και ολόκληρο το «Ρινγκ» («Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν») σε μια ιστορική παραγωγή για την επέτειο των εκατό ετών του έργου. Η παραγωγή αυτή τόσο σκηνοθετικά, στη διάσημη πλέον προσέγγιση του Πατρίς Σερό (1944-2013), όσο και μουσικά, επιχειρούσε κατά κάποιον τρόπο να αποκαθάρει το έργο του συνθέτη από τις μετέπειτα εξελίξεις που τον συνέδεσαν με τα ζοφερά γεγονότα του εικοστού αιώνα και να δώσει έμφαση στις μορφές, απαλλαγμένες κατά κάποιο τρόπο από το ιστορικό τους περικείμενο, στην περίπτωση της μουσικής να κάνει πιο διαφανή τον «πυκνό» ρομαντικό ήχο, που είχε επικρατήσει. Πολλές ήταν βέβαια οι αντιδράσεις και σε αυτή την παραγωγή που έμελε να μείνει ιστορική και είναι διαθέσιμη σε βίντεο.

Leonard Bernstein και Pierre Boulez.

 

Ο Μπουλέζ έκανε μια μεγάλη καριέρα και στις ΗΠΑ. Συνεργάστηκε ήδη από τη δεκαετία του 1960 με τη Συμφωνική του Κλήβελαντ, η οποία και του αφιέρωσε τη περσινή συναυλία της στο Carnegie Hall. Αργότερα από το 1971 ως το 1977 έγινε ο μουσικός διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, θέση στην οποία διαδέχτηκε τον Leonard Βernstein. Επελέγη για αυτή τη θέση έχοντας διευθύνει μέχρι τότε μία μόνο συναυλία το 1969. Από την αρχή της θητείας του προσπάθησε να ανανεώσει τα προγράμματα και παρόλο που δεν υποτίμησε το κλασσικό ρεπερτόριο συνάντησε

Aπό την αρχή αρκετές αντιδράσεις που τον οδήγησαν αργότερα στην έξοδο.

Ο Μπουλέζ ήταν επίτιμος διευθυντής της Συμφωνικής του Σικάγο, επίτιμο μέλος της Φιλαρμονικής της Βιέννης και της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, πρώτος επισκέπτης μαέστρος της Ορχήστρας του Κλήβελαντ, μεταξύ πολλών άλλων διακρίσεων από ορχήστρες με τις οποίες συνεργάστηκε, καθηγητής στο Κολλέγιο της Γαλλίας, είχε κερδίσει πολυάριθμα βραβεία ανάμεσά τους και Γκράμι. Ήδη διάσημος από πολύ νωρίς ο Μπουλέζ γνώρισε πολλές διακρίσεις κατά τη διάρκεια της ζωή του. Για παράδειγμα το 2013 εκδόθηκε στο Βερολίνο σε μια σειρά δεκατριών δίσκων το σύνολο των έργων του, ενώ το Μάρτη του 2015 στα ενενηκοστά του γενέθλια εκδόθηκε ένα άλμπουμ με δέκα DVDs.

Θέλοντας να μην αντιμετωπίζεται μόνο ως ένας μεγάλος «θεωρητικός» της μουσικής ο Μπουλέζ τόνιζε ότι η μουσική του είναι γραμμένη και για να σαγηνεύει, ότι διαθέτει πνευματικότητα!

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τις φωτογραφίες ευχαριστούμε θερμά τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο, τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης και το Αρχείο της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης.