Το Οκτέτο D 803 του Schubert από σύνολο φερέλπιδων νέων μουσικών, υπό την καθοδήγηση και με τη συμμετοχή του Διονύση Γραμμένου, σε διαδικτυακή μετάδοση από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Από αριστερά προς δεξιά, επάνω σειρά: Άγγελος Σιωράς © Κατερίνα Σαμαρτζή, Alexandra Soumm © Béatrice Cruveiller, Αναστασία Δεληγιαννάκη © Marie-Elise Wiemuth, Ανδρέας Ανθόπουλος © Παναγιώτης Γιαννάκας. Kάτω σειρά: Άλκηστις Μισούλη © Πάνος Ηλιόπουλος, Γιώργος Μπάνος © Studio Kitrinakis, Κωνσταντίνος Σηφάκης © Ανδρομάχη Κόμματου, Διονύσης Γραμμένος © Marco Borggreve.

 

Από τα αριστερά προς τα δεξιά στην επάνω σειρά: Άγγελος Σιωράς (φωτο: Κατερίνα Σαμαρτζή), Alexandra Soumm (φωτο: Béatrice Cruveiller), Αναστασία Δεληγιαννάκη (φωτο: Marie-Elise Wiemuth), Ανδρέας Ανθόπουλος (φωτο: Παναγιώτης Γιαννάκας). Kάτω σειρά: Άλκηστις Μισούλη (φωτο: Πάνος Ηλιόπουλος), Γιώργος Μπάνος (φωτο: Studio Kitrinakis), Κωνσταντίνος Σηφάκης (φωτο: Ανδρομάχη Κόμματου), Διονύσης Γραμμένος (φωτο: Marco Borggreve).

 

 

Wer die Musik liebt, kann nie ganz unglüklich werden (Όποιος αγαπά τη Μουσική, δεν θα δυστυχήσει ποτέ εντελώς).

Franz Schubert

 

 

Ο Αυστριακός αριστοκράτης, ουμανιστής και -σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής- ικανότατος κλαρινετίστας Κόμης Ferdinand Troyer (1780-1851), που βρισκόταν στις υπηρεσίες του Αρχιδούκα Ροδόλφου (1788-1831, μεγάλου υποστηρικτή του Ludwig van Beethoven, 1770-1827), εικάζεται ότι υπήρξε εκείνος ο οποίος παρήγγειλε στον Franz  Schubert (1797-1828) τη σύνθεση του Οκτέτου για κλαρινέτο, κόρνο, φαγκότο, δύο βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο, σε φα μείζονα, D 803 (op. post. 166). Το έργο έμελλε να γίνει ένα από τα διασημότερα του συνθέτη και κατ’ επέκταση ένα από τα πιο αγαπημένα πλήρους της εργογραφίας της μουσικής δωματίου.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Troyer είχε μάλλον οραματιστεί το έργο ως παράλληλο του δημοφιλέστατου εξαμερούς Σεπτέτου για κλαρινέτο, κόρνο, φαγκότο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο, σε μι ύφεση μείζονα, Op. 20, του Beethoven, που ακούστηκε για πρώτη φορά το 1800 και αφιερώθηκε στην Αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία.

Ο Schubert συνέθεσε το δικό του έργο, προσθέτοντάς στα προαναφερθέντα όργανα που είχε επιλέξει ο Beethoven, συνθέτη τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα (υπήρξε μαζί με τον Troyer ανάμεσα σε εκείνους που σήκωσαν το φέρετρο του Beethoven), και ένα δεύτερο βιολί, δημιουργώντας έτσι ένα Οκτέτο.

Η παρτιτούρα γράφτηκε μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1824 (σύμφωνα με την ιδιόγραφη σημείωση του δημιουργού, στο τέλος της παρτιτούρας, ολοκληρώθηκε την 1η Μαρτίου 1824) και εκτελέστηκε για πρώτη φορά στην οικία του Αρχιδούκα Ροδόλφου. Η ταχύτατη ολοκλήρωσή της αποτελεί στοιχείο άξιο θαυμασμού, ακόμη και με τα δεδομένα του άφθαστου σουμπέρτιου ταλέντου. Σημειώνουμε ότι το ίδιο ακριβώς έτος ολοκληρώθηκαν και άλλα μεγάλα έργα  (λ.χ. τα κουαρτέτα εγχόρδων σε λα ελάσσονα, D 804, και ρε ελάσσονα D 810, το τελευταίο με τίτλο, Ο Θάνατος και η Κόρη, γερμ. Der Tod und das Mädchen). Η εργατικότητα του συνθέτη υπήρξε άκρως υποδειγματική· λες και γνώριζε ότι θα έφευγε από τη ζωή τόσο τραγικά πρόωρα (19 Νοεμβρίου 1828, σε ηλικία μόνον τριάντα ενός ετών).

Μελετώντας την πολυσέλιδη παρτιτούρα του εξαμερούς Οκτέτου (ο αριθμός των μερών είναι ίδιος με εκείνον του μπετοβενικού Σεπτέτου), θαυμάζει κανείς ανάμεσα σε άλλα στοιχεία, τον μελωδικό, αρμονικό και δομικό πλούτο του έργου, όπως επίσης και τη δεινή αντιστικτική του γραφή. Μάλιστα, μελετώντας το ιδιόγραφο, το οποίο κάποτε ανήκε στη συλλογή του διαπρεπούς Έλληνα ευεργέτη, επιχειρηματία και συλλέκτη μουσικών χειρογράφων Νικολάου Δούμπα (1830-1900), και το οποίο σήμερα φυλάσσεται μαζί με άλλα πολύτιμα τεκμήρια στη Βιβλιοθήκη της Βιέννης (Wienbibliothek im Rathaus), ενώ προβάλλεται σε ψηφιοποιημένη μορφή από το διαδίκτυο, βλέπει κανείς με πόση προσοχή έχουν σημειωθεί από τον μουσουργό οι ενδείξεις δυναμικής (οι νεώτερες κριτικές εκδόσεις ανατρέχουν στην πρωταρχική αυτή πηγή,  προβαίνοντας σε προσθήκες και κυρίως σε διορθώσεις λαθών που διαιωνίζονταν μέσω παλαιότερων εντύπων εκδόσεων).

Με τέτοιο υψηλό αντιστικτικό οπλοστάσιο, είναι απορίας άξιο το γιατί ο Schubert ένιωσε την ανάγκη το 1824, χρονιά σύνθεσης του Οκτέτου, να λάβει μαθήματα αντίστιξης και φυγής από τον περίφημο Βοημό θεωρητικό, οργανίστα και συνθέτη Simon Sechter (1788-1867). Ίσως, όπως και άλλοι συνθέτες στο τέλος της ζωής τους, ήθελε κι εκείνος να έρθει πιο κοντά στις προχωρημένες αντιστικτικές τεχνικές των μεγάλων της εποχής μπαρόκ, όπως ήταν οι Johann Sebastian Bach (1685-1750) και George Frideric Handel (1685-1759). Είναι γνωστό ότι κατά τους ύστατους μήνες της ζωής του μελετούσε ορατόρια του τελευταίου (βλ. επιστολή του Leopold von Sonnleithner, 1 Νοεμβρίου 1857). Σε κάθε περίπτωση, η σεμνότητα και η φιλομάθεια του Schubert, σε συνδυασμό με το τρανό σε έμπνευση, αξία, ποικιλία και ποσότητα έργο του, προκαλούν ρίγη συγκίνησης. Θα πρέπει να συμπληρωθεί εδώ, ότι η εκπαιδευτική συνάντηση με τον Sechter, πραγματοποιήθηκε τελικά όχι το 1824, αλλά μερικά χρόνια αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου 1828: μόλις δυο εβδομάδες πριν από τον θάνατό του, ο συνθέτης έλαβε ένα και μοναδικό μάθημα από τον Sechter, έχοντας δίπλα του τον συνομήλικο φίλο και ομότεχνό του Joseph Lanz (1797-1873).

Στο πλαίσιο του κύκλου των live streaming συναυλιών του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στις 11 Μαρτίου, από την Αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλος, λάβαμε μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ερμηνεία του σουμπέρτιου Οκτέτου από μία ομάδα ικανότατων νέων μουσικών: Διονύσης Γραμμένος (κλαρινέτο), Άγγελος Σιωράς (κόρνο), Ανδρέας Ανθόπουλος (φαγκότο), Alexandra Soumm (α΄ βιολί), Γιώργος Μπάνος (β΄ βιολί), Άλκηστις Μισσούλη (βιόλα), Αναστασία Δεληγιαννάκη (βιολοντσέλο) και Κωνσταντίνος Σηφάκης (Κοντραμπάσο).

Καταρχάς, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι αποτελεί ευτύχημα η επιλογή αυτού του στην Ελλάδα σπάνια ακουόμενου έργου μουσικής δωματίου. Είναι κοινό μυστικό ότι η μουσική δωματίου στην χώρα μας δεν έχει κερδίσει τη θέση που θα έπρεπε και οι συναυλίες εδώ είναι μάλλον σπάνιες (δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι πολλοί κορυφαίοι συνθέτες εμπλούτισαν την εργογραφία της μουσικής δωματίου με τις πιο προσωπικές τους σελίδες, οι οποίες πρέπει να ακούγονται). Συνεπώς, το να παρακολουθεί κανείς ταλαντούχους νέους μουσικούς να εκτελούν έργα μουσικής δωματίου  στην Αθήνα αποτελεί ελπιδοφόρο γεγονός και ασφαλώς παράδειγμα προς μίμηση για άλλους συναδέλφους της γενιάς τους.

Υπό την προσεκτική καθοδήγηση του κλαρινετίστα και μαέστρου Γραμμένου, δημιουργού της Ελληνικής Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων (ΕΛΣΟΝ, έτος ίδρυσης 2017), το σύνολο δωματίου, απαρτιζόμενο κυρίως από μέλη που συμμετέχουν στην παραπάνω ορχήστρα, έχοντας καλά προετοιμαστεί, προέβη σε μία προσεγμένη εκτέλεση του Οκτέτου, η οποία χαρακτηρίστηκε από ευαισθησία, μουσικότητα και τεχνική επάρκεια εκ μέρους όλων ανεξαιρέτως των εκτελεστών. Η θέρμη και η επινοητική σύλληψη του συνθέτη, οι φωτεινές αλλά και οι πιο μελαγχολικές σελίδες του, φάνηκαν να ενεργοποιούν το σύνολο, το οποίο έπαιξε με αμείωτη διάθεση δίνοντας στο έργο συμφωνικές διαστάσεις.

Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο μέρος, Adagio-Allegro-Più allegro, ξεδιπλώθηκε με την απαιτούμενη γενναιόδωρη εκφραστικότητα και αμεσότητα. Η συνεισφορά της Γαλλίδας (γεννημένης στη Μόσχα) βιολονίστας Soumm στη μορφοποίηση των φράσεων και των ρυθμικών στοιχείων, όπως εξάλλου και στη γενικότερη μουσική (συν) καθοδήγηση του ensemble, θα πρέπει να θεωρηθεί βασικός μοχλός επιτυχίας της ερμηνείας. Ο Schubert δίνει στο α΄ βιολί, σολιστικό ρόλο, τον οποίον η μουσικός τίμησε με ιδιαίτερο τρόπο.

Κατά το υπέροχο Adagio, που ακολούθησε, ο Γραμμένος, «τραγούδησε» με αισθαντικότητα την υπέροχη cantabile μελωδική γραμμή, ονειρικής διάθεσης, που μόνο ένας Schubert θα μπορούσε να είχε πλάσει με τόση τέχνη και λυρισμό.

Στο τρίτο μέρος, Allegro vivace-Trio-Allegro vivace, τα έντονα ρυθμικά σχήματα έρχονταν αβίαστα στην επιφάνεια, τονίζοντας την έξοχη φρεσκάδα της γραφής αυτού του Scherzo που συνδυάζεται τόσο άψογα με το Trio.

Ο χαρακτήρας κάθε μίας από τις επτά θαυμάσιες παραλλαγές του τετάρτου μέρους, Andante-variations. Un poco più mosso-Più lento, τις οποίες ο Schubert μπολιάζει με ποικίλες συναισθηματικές αποχρώσεις, φωτίστηκε επαρκώς και με νόημα.

Ο χορευτικός ρυθμός του πέμπτου μέρους, Menuetto. Allegretto-Trio-Menuetto-Coda, κέρδισε σε εκφραστική ενέργεια, εκλέπτυνση αλλά και brio.

Το καταληκτικό μέρος, υπόδειγμα σουμπέρτιας δομικής πληρότητας, Andante molto-Allegro-Andento molto-Allegro molto, βρήκε τους μουσικούς του συνόλου σε ωραία σύζευξη μουσικής σκέψης, ήχου και σύμπνοιας στην απόδοση των μουσικών φράσεων. Τα πολλά δεξιοτεχνικά και γεμάτα τεχνικές παγίδες περάσματα του μέρους αντιμετωπίστηκαν στην πλειοψηφία τους με αρκετή ασφάλεια: οι σποραδικές τονικές αστοχίες και στα μέτρα όπου οι σημειωμένες ταχύτητες (tempi) ήταν  πολύ γρήγορες, η όχι πάντα καθαρή ρυθμική άρθρωση εκ μέρους μελών του συνόλου, δεν αλλοίωσαν την άρτια τελική εντύπωση που αποκομίσαμε από την ακρόαση.

Ευχής έργον θα ήταν μέσα από την ΕΛΣΟΝ να ξεπηδήσουν κι άλλες ευκαιρίες για ερμηνείες ανάλογων έργων μουσικής δωματίου, που απαιτούν μεγάλους συνδυασμούς οργάνων. Κατάλληλες ιδέες για σχηματισμό προγραμμάτων επόμενων συναυλιών θα αποτελούσαν,  α) το περίπου ξεχασμένο ημιτελές Οκτέτο για δύο όμποε, δύο κλαρινέτα, δύο κόρνα και δύο φαγκότα, σε φα μείζονα D 72 (με απολύτως ολοκληρωμένα δύο εξαιρετικής ποιότητας μέρη, Menuetto: Allegretto- I.Trio, II. Trio και Finale), πάντα του Schubert, β) το προαναφερθέν Σεπτέτο Op. 20 του Beethoven, γ) το Οκτέτο-Παρτίτα για δύο όμποε, δύο κλαρινέτα, δύο φαγκότα και δύο κόρνα σε μι ύφεση μείζονα S 48 του Johann Nepomuk Hummel (1778-1837),  δ) το Νονέτο για φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο, κόρνο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο, σε φα μείζονα, Op. 31, του Louis Spohr (1784-1859) και  ε) το Οκτέτο για κλαρινέτο, δύο κόρνα, βιολί, δύο βιόλες, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο σε μι μείζονα, Op. 32, του ίδιου συνθέτη: ερμηνευτικά πρόσφορες παρτιτούρες, που θα μπορούσαν να συνδυαστούν με έργα μουσικής δωματίου προορισμένα για ανάλογα σύνολα  γραμμένα κατά τον εικοστό αιώνα ή και –γατί όχι;- κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε δημοφιλείς συνθέσεις παλαιότερων εποχών της μουσικής ιστορίας, να ακουστούν μαζί με πιο πρόσφατες.

Εν κατακλείδι, για ένα σύνολο της ποιότητας αυτού που μας παρουσίασε ο Γραμμένος, οι ρεπερτοριακές επιλογές, όπως εξάλλου και οι προοπτικές του, είναι, δίχως αμφιβολία, πολλές· ευχόμαστε ό, τι καλύτερο για τη συνέχεια και την εξέλιξή του.

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.