Τζουζέππε Βέρντι: «Φάλσταφφ» ἀπὸ τὴ «Μέτ»

τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.


Τριακοστό έβδομο 2013.

 

ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΑΣΥΛΛΥΠΤΗ τύχη νὰ πρωτογνωρίσω τὸ ἔργο, πιθανότατα Δευτέρα 31.10.1966, στὴν Κρατικὴν Ὄπερα τῆς Βιέννης (Wiener Sta-atsoper), σκηνοθετημένο ἀπὸ τὸν τρισμέγιστο Λουυκκίνο Βισκόντι [Luchino Visconti, 1906-1976] , ποὺ συνυπέγραφε σκηνικὰ-κοστούμια μὲ τὸ Ferdinando Scarfiotti.   Ἡ πρεμιέρα τῆς διδασκαλίας, μὲ τὸν ἀντιπαθέστατο ὡς ἀρχιμουσικὸ καὶ συνθέτη Λέοναρντ Μπέρνσταϊν στὸ πόντιουμ,  καὶ πρωταγωνιστὴ (Φάλσταφφ) τὸ Ντῆτριχ Φίσσερ Ντήσκαου εἶχε δοθεῖ Τετάρτη, 16.3.1966.  Στὴν παράσταση ποὺ εἶδα, ἀρχιμουσικὸς ἦταν, εὐτυχῶς, ὁ Argeo Quadri, ἀρχετυπικὸς Φάλσταφφ ὁ Wladimiro Gonzarolli καὶ Ναννέτα, στὶς ἀρχὲς τὴς σταδιοδρομίας της ἡ…Ζαννέτ Πηλοῦ. Σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ ὅλους τοὺς μετέπειτα «Φάλσταφφ» ποὺ εἶδα. Δεκαετίες ἀργότερα, τὸν ξαναεῖδα στὴ Λυρική σὲ σκηνοθεσία Σπύρου Εὐαγγελάτου: πρὸς μεγίστη τιμή του, στεκόταν ἀξιοπρεπέ-στατα πλάϊ στὸ  ἀπέριττο, ἀνεπιτήδευτο, βισκόντειο ἀριστούργημα… Καὶ στὶς δύο διδασκαλίες, στὴ σκιὰ τοῦ Βέρντι, ἔνοιωθες ἀόρατη πλὴν πανίσχυρη τὴ σαιξπήρεια παρουσία

Ὁ «Φάλσταφφ» τοῦ Βέρντι, 3πρακτη λυρικὴ κωμῳδία, κείμενο Ἀρρίγκο Μπόϊτο, πάνω στὶς «Εὔθυμες Συζύγους τοῦ Οὐΐνδσορ» (The Merry Wives of Windsor! ποιὸς νεοέλλην κρετίνος ἀπέδοσε τὸ Wi-ves, δηλ. συζύγους, ὡς «κυράδες»; χάθηκε τὸ «παντρεμένες»;) καὶ σκη-νὲς ἀπὸ τὸν «Ἑρρίκο Δ΄» τοῦ Σαίξπηρ. Παγκόσμια «πρώτη»: Σκάλα Μιλάνου, 9 Φεβρ. 1893). Κατ᾽ οὐσίαν πρωτοπορειακὸ ἀριστούργημα ποὺ ἄνοιγε πλατύτατες λεωφόρους στὴ μουσικὴ τοῦ 20οῦ αἰ. Συμπτωματικὰ, στὴν Τηλεόραση τῆς Βουλῆς, μόνο καλὸ ποὺ ἀπόμεινε ἀπὸ κοτέτσι ποὺ ζέχνει, τὸ Σάββατο, 21.12.2013, εἶδα σὲ τηλεταινία ΒΒC, μὲ σκηνικὰ καὶ κοστούμια ἐποχῆς (τέτοιες ἰδιότητες πρέπει νὰ ὑπερτονίζονται στὶς μέρες μας) τὶς σαιξπηρικὲς «Εὔθυμες συζύγους τοῦ Οὐϊνδσορ», ποὺ δὲ θυμοῦμαι νὰ ἄκουσα ποτέ πὼς παίζονταν ἐν Ἑλλάδι. Πολυπρόσωπο, σὲ κινηματογραφικὴ (ὄχι θεατρική) σκηνοθεσία φασαριόζικη καὶ ὑπερκινη-τική, μὲ ἔκαμε νὰ θαυμάσω τὸ μεγαλοφυὲς δίδυμο Βέρντι–Μπόϊτο, ποὺ μεταμόρφωσε σὲ ἀριστούργημα διαυγέστατης σκηνικῆς δράσεως ἕνα ἀπὸ τὰ μετριότερα σαιξπηρικὰ κείμενα.

Μετὰ τὸν ἐκτενέστατο αὐτὸ πρόλογο, ἂς τὸ ποῦμε ώμότατα: ἡ σκηνοθεσία καὶ οἱ φωτισμοὶ (τούς συνυπέγραφε ὁ Peter van Præt) τοῦ διεθνῶς ὑπερπροβαλλόμενου Robert Carsen (γ. 1954, γιόκας Καναδοῦ… φιλανθρώπου), θὰ τὴ χαρακτήριζα μονολεκτικά, ἂν δὲν μὲ ἀνέστελλε στοιχειώδης εὐπρέπεια. Κανένας οἶκτος πιὰ γιὰ σκηνοθετικὰ βδελύγματα, προϊόντα διεθνοῦς μάρκετινγκ καὶ δημοσίων σχέσεων. Κι᾽ ἂς εἶναι συμπαραγωγὴ 5 λυρικῶν θεάτρων πάλαι ποτέ παγκοσμίου φήμης, τὴν ὁποίαν ὁλοφάνερα πιὰ καπηλεύονται:  «Μετροπόλιταν»  (Ν.Ὑόρκη), «Κόβεντ Γκάρντεν» (Λονδίνο),  «Σκάλα» (Μιλάνο) Καναδικὸς Θίασος Ὄπερας (Canadian Opera Company, Τορόντο) καὶ «Ὁλλανδικὴ Ὄπερα» (De Nederlandse Opera, Ἄμστερνταμ ). Κοντολογίς: ἡ α΄ πράξη μεταφέρεται σὲ ἀρχοντικὰ ἐδουαρδιανῆς έποχῆς, μὲ τοίχους ἀπὸ λουστραρισμένη πολυτελῆ ξυλεία  οἱ κύριοι φοροῦν κόκκινες ρεδιγκότες, σὰν γιὰ νὰ κυνηγήσουν ἀλεποῦδες. Ἡ β΄ πράξη, ἐκτυλίσσεται σὲ ἀμερικά-νικη κουζίνα δεκαετίας 1960, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποσκηνοθετηθεῖ τὸ κορύφωμά της (καὶ τοῦ ἔργου), τὸ πέταγμα τοῦ Φάλσταφφ στὸν Τάμεση μέσα σὲ… πλαστικὸ καλάθι χρώματος πράσινου σαπουνιοῦ. Μόνο ἡ γ΄ πράξη (νύχτα, δάσος κ.λπ) θύμισε κάτι ἀπὸ τὸ σαιξπηρικὸ «Ὄνειρο Καλοκαιρινῆς Νύχτας».  Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ «σκηνοθέτης»,  βάζει τὸν ἄμοιρο θεατὴ νὰ παίζει χωροχρονικὴ τυφλόμυγα. Φτοῦ σας φρικιά!

Ὑπὸ τὶς συνθῆκες αὐτές, προσδοκώμενα κυριότερο «ἀτοῦ» τῆς διδασκαλίας ἦταν ἡ μουσικὴ ἐκτέλεση: φωνητικὰ διανομὴ ἀπὸ τὴν ὁποία δὲ θὰ ζητοῦσε κανένας τὸ παραμικρό, μὲ μικροπαρατηρήσεις ὡς πρὸς τὶς ὑποκριτικὲς ἐπιδόσεις της. Ὁ Φάλσταφ εἶναι ἕνας στὸ βάθος ἄκακος γέροντας ποὺ προσπαθεῖ νὰ παρατείνει ὡς ψευδαίσθηση τὴ νιότη του. Ἐδῶ. ὁ ἀγένειος βαρύτονος Αmbrosio Maestri ἢταν ἁπλῶς ἕνας ἀκόμη νέος, προγάστωρ ὅμως καὶ μὲ πλούσια, ἐν μέρει ἀσημένια μαλλιά. Χάνοντας μερικὰ κιλὰ θὰ δικαιολογοῦσε ἐν μέρει τὴ ζήλεια τοῦ Φόρντ γιὰ τὴ γυναίκα του.  Ὅμως, παρά τὴ βουτιά του στὸ ποτάμι, ἦταν ἕνας Φάλσταφ ξενέρωτος ὄχι τὸ θῦμα μιᾶς κατὰ βάθος ἄγριας κοινωνίας, ποὺ τὴ βάρβαρη ἐπιθετικότητά της ἐδῶ ἁπλῶς ὑπαινίσσονταν τὰ ὑπερβολικὰ (ἀγγλικά: overacted) ξεσπάσματα ζήλειας τοῦ Φόρντ (Franco Vassal-lo). Ὁ κατὰ βάθος σπαρακτικὸς μονόλογός του (ἀρχὴ γ΄ πράξεως, μετὰ τὴ βουτιά) μᾶς ἄφησε ἀδιάφορους. Οἱ ὑπόλοιποι, φωνητικὰ καὶ ὑποκρι-τικά, ὑποδύθηκαν ἀξιοπρεπέστατα τοὺς ρόλους τους: θελκτικότατο ζευγαράκι ἡ ἀσχημούλα Νανέττα (Lisette Oropesa) καὶ ὀ καλός της Φέντον (Paolo Fanale), τὸ δίδυμο τῶν κυριῶν μὲ τὶς ὁποῖες ἐρωτοτροπεῖ ὁ Φάλσταφ, Ἀλίκη Φόρντι (Angela Meade) καὶ Μέγκ Παίητζ (Jennifer Johnson Cano), ἡ προξενήτρα Κυρία Κουϊκλυ (τετράπαχη Stephanie Blythe) ποὺ ὅμως μᾶς ἔκαμε νὰ νοσταλγήσουμε ἐντονότατα τὴ δική μας Κικὴ Μορφωνιοῦ, μεγάλη λυρικὴ καλλιτέχνιδα ποὺ χαραμίστηκε στὴν Ἑλλάδα, στὸν ἴδιο ρόλο (πόσο νοσταλγήσαμε τὰ λεκτικὰ της λάϊτμοτιβ – μέγιστε Βέρντι! – Reverenza… καὶ Povera donna…) Εὔφημες μνεῖες στὸ δίδυμο τῶν ἀπατεωνίσκων Μπαρντόλφο (Keith Jameson) καὶ Πιστόλα (Christian Van Horn) καὶ στὸν ἀσχημότατο δόκτορα Κάϊους (Carlo Fossi), μὲ ἐμφάνιση ὑπέργηρου μὴ εἰσέτι συνταξιοδοτηθέντος λογιστοῦ. Δὲ σκέφτηκε ὁ «σκηνοθέτης» πὼς ὁ νέος ἀκόμη,  καλοκαμωμένος καὶ ἀρρενωπότατος Φόρντ του, μποροῦσε νὰ διαλέξει γιὰ τὸν κόρη του κάποιον ἄλλο, διάβολε, ὄχι τόσο ραμολί;

Ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ποὺ ἀκούγαμε, θὰ πρέπει νὰ ὀφείλονται ἀνεπι-φύλακτα ἐγκώμια στὴ διεύθυνση ὀρχήστρας τοῦ ἀρχιμουσικοῦ Τζαίημς Λεβάϊν (James Levine). Ὅμως ὀρχήστρα ἀκουγόταν ἐλάχιστα ἢ καθόλου.Καὶ γι’ αὐτὸ χρεώνεται ἀποκλειστικὰ ὁ ἐντελῶς ἀνίδεος μουσικῆς χειριστὴς τοῦ ἤχου στὴν κονσόλα τοῦ θαλαμίσκου ἀπό ὅπου προδήλως μεταδιδόταν ἡ μαγνητοσκόπηση… Ἡ ἑστίαση στὶς φωνὲς ἐξαφάνισε σχεδὸν τελείως τὴν ὀρχήστρα. (Αἴθουσα ΧΔΛ, 16.12.2013).