Ο William Shakespeare ήταν ανάμεσα στους πιο αγαπημένους συγγραφείς του Giuseppe Verdi, ο οποίος υποστήριζε ότι τον προτιμούσε ακόμα και από τους Έλληνες τραγικούς. Μολονότι τελικά συνέθεσε μόνο τρεις όπερες βασισμένες σε θεατρικά έργα του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού (τις Macbeth, Othello και Falstaff), κατά τη διάρκεια της μακράς σταδιοδρομίας του εξέτασε, μετά από διάφορες προτάσεις που του είχαν γίνει, το ενδεχόμενο να γράψει διάφορες όπερες βασισμένες σε σαιξπηρικά έργα όπως Η Καταιγίδα (The Tempest), Hamlet και Βασιλιάς Ληρ (King Lear). Τελικά, δυστυχώς, απέρριψε όλες τις σκέψεις.
Μάλιστα, στην περίπτωση του King Lear, ο Ιταλός λιμπρετίστας Antonio Somma είχε ολοκληρώσει ένα ποιητικό κείμενο ειδικά για εκείνον. O Verdi για αρκετά χρόνια επεξεργαζόταν την ιδέα της σύνθεσης του Lear, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία του, δίχως όμως κανένα τελικό αποτέλεσμα. Όταν κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, πρότεινε στον νεαρό Pietro Mascagni να συνθέσει μια όπερα πάνω στο ίδιο έργο και ρωτήθηκε από εκείνον, γιατί δεν το είχε νωρίτερα πράξει ο ίδιος, ο γηραιός τιτάνας, απάντησε ότι η σκηνή που βρίσκει τον Βασιλιά στον θαμνότοπο (σκηνή της καταιγίδας), τον τρόμαζε υπερβολικά. Ακόμα και μετά τον ύστατο Falstaff, φήμες υποστήριζαν ότι ο Verdi θα συνεργαζόταν με τον λιμπρετίστα του Arrigo Boito για την δημιουργία της όπερας Re Lear. Δεν τολμά κανείς να φανταστεί, τι αριστούργημα θα είχε γεννηθεί, στην περίπτωση που το είχε φέρει στη ζωή ο Verdi.
Η πρεμιέρα της πρώτης από τις τρεις σαιξπηρικές όπερες του Verdi, με τίτλο Macbeth (σε λιμπρέτο του Francesco Maria Piave και σε τέσσερις πράξεις), ήταν η δέκατη κατά σειρά οπερατική δημιουργία του και ανέβηκε για πρώτη φορά στις 14/3/1847 στο Teatro della Pergola της Φλωρεντίας, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του μουσουργού, με μια εντυπωσιακής ποιότητας διανομή, στελεχωμένη από σπουδαία ονόματα όπως ο Γάλλος βαρύτονος Felice Varesi και η Ιταλίδα σοπράνο Marianna Barbieri-Nini στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της όπερας, έφερε χαρά, δόξα και χρήματα στον συνθέτη. Λίγο μετά την πρεμιέρα, αφιέρωσε την παρτιτούρα στον πεθερό του ομολογώντας ότι πρόκειται για την πιο αγαπημένη, από όλες του τις όπερες. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1865, επεξεργάστηκε το ίδιο έργο για ανέβασμα στο Théâtre-Lyrique Impérial du Châtelet στο Παρίσι και σε γαλλική μετάφραση. Πρόσθεσε μουσική για το πρωταγωνιστικό ζεύγος (πρώτη και τρίτη πράξη), επίσης, μουσική μπαλέτου (τρίτη πράξη), άλλαξε τις καταλήξεις της τρίτης και τέταρτης πράξης, κλείνοντας την όπερα με ένα μεγάλο χορωδιακό. Η παραγωγή της δεύτερης αυτής εκδοχής δεν γνώρισε την επιτυχία της πρώτης, καίτοι αυτή είναι η εκδοχή που ακούγεται συχνότερα στις μέρες μας (στην ιταλική γλώσσα, βέβαια, και με την ενσωμάτωση της τελευταίας άριας του Macbeth, Mal per me che m’affidai, που περιλαμβάνεται στην πρώτη εκδοχή).
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη) παρουσίαση μια νέα παραγωγή του έργου, μεταξύ 17 και 26/1. Τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Lorenzo Mariani, o οποίος ειδικεύεται σε παραγωγές όπερας και σήμερα κρατά τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Teatro Massimo του Παλέρμο. Πρότεινε μια σαφώς εκμοντερνισμένη εκδοχή της όπερας, αρκετά τολμηρή, παρουσιάζοντας μεγάλο μέρος της πλοκής να λαβαίνει χώρα μέσα σε χώρο που έμοιαζε με πυρηνικό εργοστάσιο. Ανάμεσα σε άλλα, παρουσιάζει τον Macbeth και τον Banco να καταφθάνουν με αλεξίπτωτα στην αρχή της όπερας (το τυχοδιωκτικό μέρος τους χαρακτήρα του Macbeth, μάλλον προβαλλόταν εδώ), ενώ στη συνέχεια και σε διαφορετικές σκηνές, δείχνει ένα κατακόκκινο βαγόνι ή ένα όντως τεράστιο καζάνι που βράζει. Τρεις μάγισσες κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους, εκτός από τις μάγισσες της χορωδίας που προβλέπει η όπερα και που στην σκηνοθεσία απασχολούνται με διάφορες εργασίες (ακόμα και με το σφουγγάρισμα του χώρου του πυρηνικού εργοστασίου). Κατά την διάρκεια της άριας της υπνοβασίας (τελευταία πράξη, Una macchia è qui tuttora!), η Lady Macbeth κρατά ένα μωρό στα χέρια της, το οποίο σε κάποια στιγμή πετάει στο πάτωμα με δύναμη (το κεφάλι της κούκλας-μωρό αποκόπτεται από το σώμα με χαρακτηριστικό τρόπο). Η επιλογή αυτή μας κέντρισε την προσοχή αποκτώντας ιδιαίτερο νόημα ως επιθυμία της ηρωίδας να φέρει στη ζωή τον διάδοχο του θρόνου και πιθανόν, να βιώσει μια οικογενειακή ζωή με τον άνδρα της (εδώ παρουσιαζόταν μια πιο ανθρώπινη πλευρά της φοβερής αυτής γυναίκας). Ο Mariani επιχείρησε να φωτίσει τον πολύπλοκο ψυχισμό των δύο πρωταγωνιστικών ρόλων και να υπογραμμίσει την αντίδραση στο αίσθημα του φόβου. Είδε τον Macbeth ως θύμα του φόβου του και θύμα της εξάρτησής του από την γυναίκα του και από τις μάγισσες, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Αντιλήφθηκε ακόμα και τη Λαίδη, ως θύμα του άνδρα της. Η άποψή του είχε ενδιαφέρον (κυρίως στον τρόπο που ανεδείκνυε τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των δύο κεντρικών χαρακτήρων), εντούτοις, με τις πολλές, ιδιαίτερες και ενίοτε ακραίες επιλογές του, βρήκαμε ότι πολλές φορές απομακρυνόταν επικίνδυνα από τα θεμελιώδη ζητούμενα της παρτιτούρας και τελικά, από τις επιθυμίες του ίδιου του συνθέτη.
Τα σκηνικά του Maurizio Balò ήταν ογκώδη και ενίσχυαν τη συμβολική διάσταση των αντικειμένων (μεγάλοι θρόνοι, τεράστιο καζάνι με χημικό υγρό που έβραζε, μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με κατακόκκινο τραπεζομάντιλο και γενικότερα, άφθονο κόκκινο, γκρίζο και μαύρο χρώμα). Τα κοστούμια της Silvia Aymonino ήταν με φαντασία σχεδιασμένα και αρκετά κομψά μέσα στο μοντέρνο ύφος τους. Κινηματογραφικού χαρακτήρα υπήρξαν οι επιτυχημένοι φωτισμοί του Linus Felbom.
Βρήκαμε ότι σε φωνητικό επίπεδο η παράσταση λειτούργησε καλύτερα. Στις δύο παραστάσεις που παρακολουθήσαμε (17 και 18/1), με διαφορετικές διανομές, τους ρόλους επωμίσθηκε μια ομάδα από Έλληνες λυρικούς καλλιτέχνες και μία Ουκρανή υψίφωνος.
Πιο συγκεκριμένα, τον ρόλο του Macbeth ενσάρκωσαν οι Δημήτρης Τηλιακός (17/1) και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος (18/1, ο οποίος κάλυψε και τις παραστάσεις του Δημήτρη Πλατανιά, που αποσύρθηκε για λόγους υγείας): και οι δύο κατείχαν τον ρόλο σε βάθος, προσφέροντας μια ενσάρκωση νεανικά δυναμική, ο πρώτος, και στη λεπτομέρειά της μελετημένη, ο δεύτερος. Ειδικά ο Χριστογιαννόπουλος έδειξε να έχει ασχοληθεί με τις επιμέρους ψυχογραφικές πτυχές του ρόλου και να διαθέτει τις φωνητικές ποιότητες που απαιτούνται, επιβλητική έκφραση, καθαρή άρθρωση, ωραίο legato και ασφαλείς χαμηλές νότες. Με μαύρη σατανική διάθεση και σίγουρη αίσθηση της πορείας του ρόλου, προσέγγισε επιτυχώς το μέρος του αιμοσταγούς ήρωα.
Lady Macbeth της πρώτης διανομής ήταν η Δήμητρα Θεοδοσίου, που με την γνωστή της ευαισθησία και ωραία φωνή ερμήνευσε τον ρόλο της. Εντούτοις, δίχως αμφιβολία, ήταν η Ουκρανή συνάδελφός της, Tatiana Melnychenko, που πέτυχε να χαρίσει μια ηρωίδα μουσικά και δραματικά εξαιρετικά πειστικότερη (18/1). Οι αξιοσημείωτες φωνητικές ποιότητες, η βέβαιη τεχνική, η άνεση στις νότες τις υψηλής και χαμηλής περιοχής (εκπληκτική υπήρξε στην άρια της πρώτης πράξης, Vieni! t’affretta!), και ιδίως η αμεσότητα της έκφρασης και η διάθεσή της να εισχωρήσει στον άγριο, μοχθηρό και επικίνδυνα απειλητικό χαρακτήρα της ηρωίδας, μας κέρδισαν από την πρώτη στιγμή. Πράγματι, στόχευσε και πέτυχε στην ανάδειξη μιας Lady ιδιαίτερης και κάθε στιγμή ενδιαφέρουσας.
Τον ρόλο του Banco ανέλαβαν οι Τάσος Αποστόλου (17/1) και Πέτρος Μαγουλάς (18/1). Ο πρώτος απέδωσε με προσοχή και σωστή δόση δραματικότητας, ενώ ο δεύτερος, μας κέρδισε με την καλά δουλεμένη και ωραίου ηχοχρώματος φωνή του. Στον ρόλο του Macduff ευχαρίστησαν οι Δημήτρης Πακσόγλου (17/1) και Βαγγέλης Χατζησίμος (18/1) τραγουδώντας με τον απαιτούμενο εξωστρεφή λυρισμό την ωραιότατη άρια Ah, la paterna mano, της τέταρτης πράξης. Ο Χατζησίμος λάξευσε τις φράσεις με περισσή ευαισθησία και γνήσιο ιταλικό στυλ.
Τον ρόλο του Malcolm μοιράστηκαν οι δύο προικισμένοι νέοι τενόροι Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος (17/1) και Γιώργος Ζωγράφος (18/1) ικανοποιώντας με τη μουσική και υποκριτική τους ζέση. Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ότι παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την πορεία του Ζωγράφου, που έχει λάβει την υποτροφία Μαρία Κάλλας και συνεχίζει τις σπουδές του στο Μιλάνο. Πρόκειται για έναν σοβαρότατο νέο λυρικό καλλιτέχνη στο ξεκίνημά του, που συνδυάζει μεγάλων διαστάσεων και έκτασης θερμή φωνή με μια θαυμάσια παλέτα συναισθημάτων. Πραγματικά, πιστεύουμε ότι η ΕΛΣ αξίζει να επενδύσει σε αυτόν και να του εμπιστευθεί μεγαλύτερους ρόλους, τους οποίους είμαστε βέβαιοι ότι θα ερμηνεύσει επιτυχώς.
Αντίστοιχα τις δύο μέρες, τους μικρότερους ρόλους κράτησαν οι φωνητικά και υποκριτικά επαρκείς Αντωνία Καλογήρου και Σοφία Κυανίδου (Ακόλουθος της Lady Mackbeth), Διονύσης Τσαντίνης και Παύλος Σαμψάκης (Γιατρός/Υπηρέτης του Macbeth), Χρήστος Αμβράζης και Νίκος Συρόπουλος (Δολοφόνος/Αγγελιοφόρος), Παύλος Μαυρόπουλος και Θεόδωρος Μοραΐτης (Α’ Οπτασία), Μαρία Ζωή και Τριανταφυλλιά Γεωργιάδου (Β’ Οπτασία) και Μαριλένα Στριφτόμπολα και Διαμαντή Κριτσωτάκη (Γ’ Οπτασία).
Η χορωδία της ΕΛΣ ερμήνευσε τα εκτενή μέρη της (σε αυτή την όπερα κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο) μεγαλοπρεπώς και ήταν άρτια προετοιμασμένη (διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος).
Το εκτενές μπαλέτο της τρίτης πράξης, χορογραφημένο με θεατρικό αίσθημα από τον Renato Zanella, έδεσε με το πνεύμα της πλοκής της όπερας, παρουσιάζοντας διάφορες μορφές που έμοιαζαν με νεκρικά πνεύματα και αδικοχαμένες νύφες (η μια ομάδα χορευτριών φορούσε νυφικά), που λες ότι είχαν ξεπηδήσει από τον Άδη.
Πιθανόν, αν και όταν ξαναπαρουσιαστεί η εν λόγω παραγωγή στη νέα στέγη της ΕΛΣ (έχει ανακοινωθεί ότι οι πρόσφατες παραγωγές που ανέβηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, θα ενταχθούν στο σταθερό ρεπερτόριο του νέου λυρικού θεάτρου στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος), πολλές σκηνοθετικές, αλλά και μουσικές ιδέες, που απαιτούν χρόνο ωρίμανσης, να αποδειχθούν πιο πειστικές και να ισορροπήσουν καλύτερα. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι η μουσική του στιβαρής δραματικής στρουκτούρας επικού Macbeth είναι τόσο ιδιοφυής, άψογα δουλεμένη, πλήρης και εμπνευσμένη, που «σώζεται» ακόμα και κάτω από δύσκολες συνθήκες και δεν χάνει ποτέ την δύναμη να συναρπάζει και να συγκινεί.
Υγ. Προετοιμάζοντας την παρούσα κριτική επιστρέψαμε στην υψηλών μουσικών και σκηνοθετικών προδιαγραφών κλασική πλέον ατμοσφαιρική κινηματογραφική παραγωγή του Macbeth, που είχε υπογράψει ο Γάλλος σκηνοθέτης Claude d’ Anna το 1987, παραμένοντας πιστός στις απαιτήσεις της παρτιτούρας. Με υποδειγματικούς πρωταγωνιστές τους Leo Nucci (Macbeth), Shirley Verrett (συγκλονιστική Lady Macbeth!) και Samuel Ramey (Banco), που υποστηρίζουν δυνατές ερμηνείες, υπό την έξοχη καθοδήγηση του αρχιμουσικού Riccardo Chailly, παραμένει μια από τις αγαπημένες μας απαθανατισμένες εκδοχές της όπερας (DVD Deutsche Grammophon/Universal).