Πάντα με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθούμε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ) κυριολεκτικά να ανθίζει υπό τη διεύθυνση σημαντικών προσκεκλημένων ξένων αρχιμουσικών. Και με τούτο κάθε άλλο παρά θέλουμε να υπονοήσουμε ότι η ορχήστρας μας δεν αποδίδει με ικανούς Έλληνες μαέστρους. Εντούτοις, η αλήθεια πρέπει να λέγεται και να γράφεται, ενεργοποιείται σαφώς περισσότερο όταν το τιμόνι της κρατούν αρχιμουσικοί διεθνούς κύρους.
Στις 29/1, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, παρακολουθήσαμε συναυλία της ΚΟΑ, υπό τη διεύθυνση του διαπρεπούς Γερμανού αρχιμουσικού (και έξοχου πιανίστα) Christoph Eschenbach. Θα αναφέρουμε εδώ ότι ο Eschenbach είχε συμπράξει με την ορχήστρα για πρώτη φορά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το 1972 (7/8), ως σολίστ, ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2, Sz. 95, BB 101, του Béla Bartók. Την ΚΟΑ είχε διευθύνει ο τότε νεαρός και ταχύτατα ανερχόμενος Βέλγος αρχιμουσικός François Huybrechts. Ως μαέστρος είχε επισκεφθεί τη χώρα μας και στο παρελθόν. Θυμόμαστε καλά την εξαιρετική συναυλία που είχε δώσει στο πλαίσιο πάλι του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 11/6/2008, ως επικεφαλής της Ορχήστρας των Παρισίων, με έργα του Maurice Ravel. Προσθέτουμε ότι στο τιμόνι της ίδιας ορχήστρας είχε εμφανιστεί και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 26 και 27/2/2010.
Η πρόσφατη σύμπραξή του με την ΚΟΑ, αρκετές δεκαετίες μετά από την πρώτη, σε διαφορετικό ρόλο πλέον, υπήρξε από κάθε άποψη επιτυχής. Η βραδιά άνοιξε με το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 5, Op. 73, στις αγγλόφωνες χώρες γνωστό και ως Αυτοκρατορικό, που ο Ludwig van Beethoven ολοκλήρωσε το 1811 και αφιέρωσε στον φίλο και μαθητή του Αρχιδούκα Ροδόλφο. Σολίστ κατά τη συναυλία της ΚΟΑ ήταν ο Βασίλης Βαρβαρέσος, ένας από τους εκλεκτότερους πιανίστες της νεότερης γενιάς, με σοβαρές σπουδές στη Juilliard School της Νέας Υόρκης και συνεχείς εμφανίσεις τόσο στη χώρα μας όσο και σε διεθνή μουσικά κέντρα. Θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερη στιγμή στη σταδιοδρομία του έχοντας στο πλάι του έναν τόσο επιφανή μουσικό σαν τον Eschenbach, που στο ενεργητικό του έχει μια από τις αρτιότερες ηχογραφημένες εκτελέσεις του ίδιου έργου ως πιανίστας (Boston Symphony Orchestra, Seiji Ozawa, Deutsche Grammophon).
Τόσο ο Βαρβαρέσος όσο και ο μαέστρος πέτυχαν να αναδείξουν τον ηρωικό χαρακτήρα και ιδίως τη μεγαλοπρεπή ρητορική του πρώτου μέρους, Allegro. Κατά το δεύτερο μέρος, Adagio un poco mosso, ο σολίστ υπογράμμισε τον ιδιαίτερο λυρισμό, που προφητεύει εκείνον τον οποίον θα εξερευνούσαν οι αμέσως επόμενοι συνθέτες της λεγόμενης ρομαντικής εποχής της μουσικής ιστορίας, όπως οι Frédéric Chopin και Robert Schumann. Η υπέροχα γαλήνια ατμόσφαιρα αναδείχθηκε με νόημα και ποιότητες μουσικής δωματίου από τον Eschenbach και την ΚΟΑ. Στο τελευταίο μέρος, Rondo: Allegro, η δακτυλική άνεση και τα γρήγορα réflexes του Βαρβαρέσου υπηρέτησαν καλά την εκρηκτική ένταση της μουσικής. Ο Eschenbach φρόντισε με σκέψη για την ανάδειξη των δομικών στοιχείων που απαρτίζουν τα επτά τμήματα του αριστουργηματικού αυτού καταληκτικού Rondo. Κάποιες τονικές αστοχίες των χάλκινων πνευστών, που εντοπίστηκαν και κατά το πρώτο μέρος, δεν εμπόδισαν την ομαλή ροή της ανάγνωσης.
Το δεύτερος μέρος της συναυλίας καλύφθηκε από τη Συμφωνία αρ. 1, Τιτάν, του Gustav Mahler. Το έργο ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1888 και ακούστηκε για πρώτη φορά στη Βουδαπέστη, στις 20 Νοεμβρίου 1889, με αρχιμουσικό τον ίδιο τον συνθέτη. Αρχικά δεν γνώρισε επιτυχία και ο δημιουργός του προχώρησε σε αναθεωρήσεις του μέχρι το 1898, έτος της πρώτης έκδοσής του. Βεβαίως, στις μέρες μας αποτελεί όχι μόνο ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του συνθέτη, αλλά και ένα από τα πλέον διάσημα πλήρους του ρεπερτορίου.
Ο Mahler βρίσκεται πολύ κοντά στην καρδιά του Eschenbach. Ως μαέστρος έχει δώσει υπέροχες αναγνώσεις των Συμφωνιών του, αλλά και ως πιανίστας έχει συμπράξει με ονομαστούς τραγουδιστές κατά την εκτέλεση των θαυμάσιων Lieder του. Θα θυμίσουμε εδώ ότι ακριβώς στην ίδια αίθουσα, σε προηγούμενη αθηναϊκή του εμφάνιση, ως επικεφαλής της Ορχήστρας των Παρισίων, είχε πάλι διευθύνει την Πρώτη Συμφωνία του Mahler (27/2/2010).
Κατά την πρόσφατη συνεργασία του με την ΚΟΑ και έχοντας στη διάθεσή του τους φανερά πρόθυμους μουσικούς της, πρότεινε μια εκτέλεση της Συμφωνίας που χαρακτηρίστηκε τόσο από ιδιωματική έκφραση όσο και από την διάθεση ανάδειξης της νεανικής μαλεριανής εκστατικής φαντασίας. Έκτισε με προσοχή και συγκέντρωση το πρώτο μέρος, Langsam, schleppend, Immer sehr gemächich, λαξεύοντας με ενδιαφέρον τα διάφορα μουσικά θέματα που εμφανίζονται. Τα νεοκλασικού ύφους στοιχεία του δεύτερου μέρους, Kräftig bewegt, doch nicht zu schnell, η χορευτική διάθεση και οι μετατροπίες εξισορροπήθηκαν εύστοχα. Με γούστο φωτίστηκαν οι ειρωνικοί υπαινιγμοί του αργού τρίτου μέρους, Feierlich und gemessen, ohne zu schleppen, το οποίο είναι ένα πένθιμο εμβατήριο βασισμένο στο γνωστό παιδικό τραγούδι Frère Jacques, το οποίο ο συνθέτης από μείζονα τρόπο παραθέτει σε ελάσσονα (ρε ελάσσονα) δίνοντάς του μια μακάβρια έκφραση (σόλο κοντραμπάσου). Σύμφωνα με την ιστορία, τα ζώα κηδεύουν τον κυνηγό τους. Στο ίδιο αυτό μέρος, το τμήμα της εβραϊκής μουσικής, που εμφανίζεται στη συνέχεια, θα μπορούσε ίσως να είχε ερμηνευτεί με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση. Το καταληκτικό τέταρτο μέρος, Stürmisch bewegt, Energisch, βρήκε τις εκρηκτικές του διαστάσεις: η ΚΟΑ και ο Eschenbach τροφοδότησαν τη μουσική με ορμητικό πάθος και θεατρική δύναμη, οδηγώντας το έργο σε ένα θριαμβευτικό και γεμάτο ενέργεια finale.
Στο τέλος της συναυλίας, ο Eschenbach, μέσω μικροφώνου, ευχαρίστησε την ορχήστρα και το κοινό, τονίζοντας τη σημασία που είχε ο σκοπός στον οποίον διατέθηκαν τα έσοδα της βραδιάς. Ο ίδιος, ο σολίστ και η ορχήστρα συνέπραξαν αφιλοκερδώς υπέρ της Ένωσης «Μαζί για το Παιδί» που στηρίζει τα ανήλικα προσφυγόπουλα. Δίχως άλλο, συγκινητική πρωτοβουλία υπέρ ενός ιερού σκοπού.