Με την όπερα Boris Godunov, ο ιδιοφυής Ρώσος μουσουργός Modest Mussorgsky (1839-1881) παρέδωσε ένα συγκλονιστικό αριστούργημα, βαθύ, καλογραμμένο, επιβλητικό, γεμάτο μεγάλες σκηνές, εκτενή χορωδιακά μέρη και ιδιαίτερο ρωσικό χρώμα. Το libretto, γραμμένο από τον ίδιο τον συνθέτη, είναι βασισμένο στο ομώνυμο δράμα του Aleksander Pushkin. Η πρώτη εκδοχή ολοκληρώθηκε το 1869. Κατά την αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη εκδοχή του 1872 (πρώτη παρουσίαση, 27 Ιανουαρίου 1874), αξιοποιήθηκε το κείμενο με τίτλο «Ιστορία του Ρωσικού Κράτους» του Nikolay Karamzin.
Η πλοκή της όπερας στρέφεται γύρω από τον Τσάρο Boris Godunov (περ. 1551-1605), ο οποίος, σύμφωνα με την ιστορία, κατέλαβε την εξουσία με δόλια μέσα. Ο ισχυρός μονάρχης, στο τέλος της όπερας, αποδυναμωμένος πεθαίνει πνιγμένος στις τύψεις. Το έργο δέχθηκε αναθεωρήσεις και επεμβάσεις στην ενορχήστρωση από τρίτους. Επισήμως, έχουν δημοσιευθεί και παρουσιαστεί πέντε εκδοχές, με κυριότερες εκείνες του φίλου του συνθέτη, Nikolay Rimsky-Korsakov (1896 και 1908) και του Dmitri Shostakovich (1940).
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες τα μεγάλα σύγχρονα λυρικά θέατρα επιστρέφουν στα αυθεντικά μουσικά κείμενα, του ίδιου του συνθέτη, και δικαίως: η ενορχήστρωσή του είναι ιδαίτερη και γενικότερα η μουσική του γραφή είναι απολύτως προσωπική, ξεχωριστή και, εν τέλει, πλήρης, μη έχοντας ανάγκη επεμβάσεων από άλλους.
Στις 3 Ιουλίου, στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Covent Garden) παρακολουθήσαμε την απολύτως τελευταία από τη σειρά παραστάσεων του εν λόγω έργου και μάλιστα στην πρώτη του εκδοχή, του 1869, την πιο συνοπτική και λιγότερο παρουσιασμένη: επτά σκηνές, συνολικής διάρκειας περίπου δύο ωρών και ενός τετάρτου, που έρευσαν δίχως διάλειμμα. Επρόκειτο για αναβίωση της συμπαραγωγής της Βασιλικής Όπερας και της Γερμανικής Όπερας του Βερολίνου, που είχε ανέβει για πρώτη φορά το 2016.
Ο σκηνοθέτης Richard Jones και οι συνεργάτες του, Miriam Buether (σκηνογραφία), Nicky Gillibrand (κοστούμια) και Mimi Jordan Sherin (φωτισμοί), παρέδωσαν μία παραγωγή καλαίσθητη, με πολλά μεγαλοπρεπή παραδοσιακά κοστούμια, «εποχής», (βεβαίως, υπήρξαν εξαιρέσεις κάποιων στολών που είχαν σαφείς αναφορές σε εκείνες του εικοστού πρώτου αιώνα. Ξεχωρίσαμε το έξοχο κοστούμι του Boris, τους προσεγμένους φωτισμούς, που ενίσχυαν την αγωνιώδη ατμόσφαιρα, και το χωρισμένο σε δύο επίπεδα σκηνικό, που θύμιζε εσωτερικό καθεδρικού ναού και υπήρξε πολύ λειτουργικό.
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, σε καίρια σημεία του έργου, παρακολουθούσαμε σε επανάληψη, ως υπενθύμιση της απεχθούς πράξης, την αναπαράσταση της δολοφονίας του νόμιμου διαδόχου του θρόνου, Δημητρίου (τσάρεβιτς Ντμίτρι), που ήταν ένα παιδί την εποχή του φόνου. Στο τέλος της όπερας, όταν ο Boris απευθύνεται στο δικό του νεαρό γιό, η ανάμνηση της σκηνής αποκτούσε ακόμη ισχυρότερη σημασία.
Μουσικά η παράσταση κινήθηκε σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, με μία διανομή σχηματισμένη από μεγάλα ονόματα.
Ειδικότερα, τον κεντρικό ρόλο του Boris κράτησε ο Ουαλός μπασοβαρύτονος Sir Bryn Terfel, επαναλαμβάνοντας την επιτυχία που γνώρισε κατά το αρχικό ανέβασμα της παραγωγής, το 2016. Σε αυτή την ώριμη περίοδο της σταδιοδρομίας του πρότεινε έναν ήρωα σφαιρικά ολοκληρωμένο και ερμηνευτικά εύφορο. Με μεστή φωνή αξιοσημείωτου όγκου και ηχοχρωματικού πλούτου υποστήριξε έναν Boris σκοτεινό, αγχώδη (έβλεπες πλήρη την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ειδικά στα μάτια του), ταλανισμένο, αλλά και στη σκηνή του θανάτου, αρκετά ανθρώπινου. Από την αρχική του εμφάνιση μέχρι και το τέλος, ο καλλιτέχνης, με σοβαρότητα και ταλέντο, πέτυχε να διεισδύσει βαθιά στο πετσί αυτού του απαιτητικού ρόλου, τον οποίον τόσοι ομότεχνοί του έκαναν δικό τους, με πρώτον και αρτιότερο ίσως, τον αρχετυπικό όσο και αξέχαστο Feodor Chaliapin (1873-1938).
Τον ρόλο του Ποιημένα ερμήνευσε με την απαιτούμενη εσωτερική ηρεμία αλλά και με εκφραστική ένταση, εκεί που έπρεπε, ο Βρετανός μπάσος Matthew Rose. Ο προσεγμένος σχηματισμός των φράσεων και η εκφορά της ρωσικής γλώσσας, όπως ακριβώς διαπιστώθηκε και στην περίπτωση του Sir Bryn, υπήρξαν αξιοσημείωτα στοιχεία της ανάγνωσής του.
O Varlaam του βετεράνου Βρετανού μπάσου Sir John Tomlinson, τον οποίον τόσες φορές έχουμε απολαύσει σε μεγάλες διεθνείς παραγωγές και ηχογραφήσεις (θαυμάσιος Wotan), ήταν απολαυστικός. Τραγούδησε και έπαιξε με νόημα τον μέθυσο μοναχό. Η φωνή του παραμένει σε πολύ καλή κατάσταση, σε όλες τις περιοχές της, και η δύναμη της έκφρασής του είναι πάντα εντυπωσιακή. Θυμίζουμε, ότι πριν από αρκετά χρόνια, το 2003, πάλι στη σκηνή του Covent Garden, είχε αποδώσει τον ρόλο του Boris κερδίζοντας τις εντυπώσεις.
Δίπλα του, ο Σκωτσέζος τενόρος Harry Nicoll κρίθηκε υποκριτικά και μουσικά εύστοχος ως Missail.
Στον ρόλο του πρίγκιπα Shuisky ο Καναδός τενόρος Roger Honeywell, κάτοχος διαυγούς φωνής, τραγούδησε με προσωπικότητα και αμεσότητα.
Τους υπόλοιπους ρόλους κράτησαν ενισχύοντας το υψηλό επίπεδο της παράστασης, με μουσική πληρότητα και έχοντας με προσοχή προετοιμαστεί, οι David Butt Philip (Grigori Otrepiev), Boris Pinkhasovich (Andrei Shchelkalov), Haegee Lee (Xenia), Fiona Kimm (τροφός της Xenia), Sam Furness (Ηλίθιος) και Christopher Lemmings (Βογιάρος).
Η άρτια Χορωδία της Βασιλικής Όπερας ερμήνευσε τα εκτενή όσο και μουσικά απαιτητικά της μέρη με την απαιτούμενη λαμπρότητα.
Ο Γερμανός αρχιμουσικός Marc Albrecht, ένας από τους ικανότερους σύγχρονους αρχιμουσικούς, με ειδικές γνώσεις όσον αφορά στην όπερα και στις φωνές, αποδείχθηκε ιδανικός στην ανάδειξη των ενορχηστρωστικών ποιοτήτων, της πρωτότυπης αρμονικής γραφής και της αντιστικτικής διαύγειας της υπέροχης παρτιτούρας του Mussorgsky, που τόσο είχε αγγίξει έναν Claude Debussy (εμφανείς είναι οι επιρροές πάνω στην όπερα Pelléas et Mélisande).
Ο Albrecht είχε στη διάθεσή του την πάντα πολύτιμη ορχήστρα του Covent Garden, που πρόσφερε έναν ήχο υπέροχα αναλυτικό, γεμάτο, καθαρό, βελούδινο, όπου χρειαζόταν, τονικά ασφαλή και όλο σπάνια χρώματα.