της Χριστίνας Κόκκοτα
θεατρολόγου-μέλους Ε.Ε.Θ.Κ.
Το Εθνικό Θέατρο τίμησε τα 60 χρόνια των Επιδαυρίων (1954-2014) παρουσιάζοντας στη σκηνή του Αργολικού Θεάτρου την τραγωδία που εγκαινίασε τον θεσμό, τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη. Ο τραγικός ποιητής συνέθεσε το προικισμένο με τραγική ομορφιά και δύναμη έργο του, όντας περισσότερο Σοφοκλής και λιγότερο Ευριπίδης τρία χρόνια μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου (428 π.Χ.), με τον Περικλή ήδη νεκρό και τον λοιμό να μαίνεται στην αποκλεισμένη πόλη, την μέχρι πρότινος κραταιά και αδιαφιλονίκητα θαλασσοκράτειρα Αθήνα.
Ο μύθος πλέκεται γύρω από τον άνομο και καταστροφικό έρωτα της Φαίδρας για τον πρόγονό της Ιππόλυτο, που εμφύσησε στην ηρωΐδα η Αφροδίτη. Η ενάρετη Φαίδρα αγωνίζεται να συγκαλύψει το ερωτικό της πάθος, πιεζόμενη όμως το εκμυστηρεύεται στην Τροφό της. Εκείνη το αποκαλύπτει στον Ιππόλυτο, που το απορρίπτει με αγανάκτηση και αποτροπιασμό. Η Φαίδρα, βυθισμένη στην ντροπή και την αισχύνη, απαγχονίζεται αφήνοντας στον Θησέα ένα γράμμα, που λειτουργεί ως μηχανικός δεσμός ανάμεσα στη δική της τραγωδία και σε εκείνη του Ιππόλυτου και με το οποίο τον ενοχοποιεί ότι πρώτος εκείνος προσέβαλε την τιμή της. Οργισμένος ο Θησέας ζητάει την τιμωρία του γιου του που δεν πείθει για την αθωότητά του. Χτυπημένος ο Ιππόλυτος από τον Ποσειδώνα, συγχωρεί τον πατέρα λίγο πριν πεθάνει και η Άρτεμη κλείνοντας την τραγωδία, αποκαλύπτει την αλήθεια αποχαιρετώντας με τρυφερότητα τον νεαρό της πιστό. Μια κατακλείδα σύνθεσης και συνδιαλλαγής των απόψεων, που όμως έρχεται αργά όταν ήδη «ο πορθητής έρωτας» έχει ξεσπάσει επί δικαίων και αδίκων.
Η τραγωδία επιδέχεται πολλά επίπεδα ανάγνωσης, πολιτικό, μεταφυσικό, ηθικό, υπαρξιακό και θέτει μια σειρά από θέματα πέρα από την αρρώστεια του έρωτα. Το πολιτικό απορρέει από την συνθήκη του χώρου και του χρόνου, κατά τον οποίο γράφτηκε. Το μεταφυσικό συνδέεται με την παρουσία της Αφροδίτης και της Άρτεμης στην τραγική πλοκή, δύο θεϊκών δυνάμεων αντίρροπων αλλά και συμπληρωματικών της ανθρώπινης φύσης. Το ηθικό και υπαρξιακό είναι απότοκος της σύγκρουσης των προσώπων με τους κοινωνικούς κανόνες αλλά και της προσήλωσής τους σε απόλυτα ιδεώδη, προ πάντων όμως αναδεικνύει το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης και της δυνατότητας επιλογής του τραγικού ήρωα.
Η θεά του έρωτα στην προλογική της ρήση, διαδηλώνει απερίφραστα τον κυριαρχικό της ρόλο και προδιαγράφει με σαφήνεια την επερχόμενη τραγική εξέλιξη. Σε καμιά άλλη τραγωδία η ανθρώπινη δράση δεν υπόκειται τόσο στην εξουσιαστική παρέμβαση υπερβατικών δυνάμεων όσο στον «Ιππόλυτο». Όλα είναι Αφροδίτη, η οποία ως τραγικός δράστης μετρά μόνο θύματα με πρώτο την Φαίδρα και παράπλευρα τον Ιππόλυτο και τον Θησέα. Στο δίχτυ της δικής της επικράτειας συλλαμβάνεται η ερωτόληπτη Φαίδρα, που η τραγικότητά της έγκειται στην απελπισμένη πάλη της ανάμεσα στο πάθος της και την αρετή της.
Αλλά και ο αυτοκυριαρχημένος Ιππόλυτος, που κινείται στη δικαιοδοσία της Άρτεμης, προσηλωμένος με φανατισμό στην υπεράσπιση της αγνότητας και της παρθενικότητάς του, δεν διαφεύγει από το εκδικητικό σχέδιο της Αφροδίτης. Η ενοχή του ως τραγικού ήρωα εντοπίζεται στην μονολιθικότητα και την απόλυτη στάση του, που τον εξωθεί στην απόρριψη του έρωτα, αρχέγονης και θεμελιώδους δύναμης της ανθρώπινης φύσης. Όμως στην τραγωδία η διασαλευμένη τάξη των πραγμάτων πρέπει να αποκατασταθεί, το σύμπαν πρέπει να εξισορροπηθεί ακόμη και με καταστροφικές συνέπειες για τους θνητούς.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του «Ιππόλυτου» σίγουρα δεν μας θύμισε τη Λυδία Κονιόρδου του παρελθόντος. Στο διπλό ρόλο της σκηνοθέτριας – ερμηνεύτριας η εκλεκτή ηθοποιός δοκίμασε, πειραματίσθηκε, μετατοπίσθηκε με μέτρο και σύνεση πλην όμως ατελέσφορα. Αποτέλεσμα το στήσιμο μιας παράστασης, που κινήθηκε σε μινιμαλιστικές γραμμές, όχι πάντα ευανάγνωστες και δικαιωμένες από το κείμενο. Με σκωπτική και ειρωνική ματιά στο πρώτο μέρος και πιο δραματική στο δεύτερο επεδίωξε τον συνδυασμό τραγικού και γκροτέσκου, εστιάζοντας στη μουσικότητα και την εικαστικότητα της σκηνικής σύνθεσης. Η αισθησιακή και αέρινη, ως προς την όψη, Φαίδρα της, συνεπής στις σκηνοθετικές της προθέσεις, εμφανίσθηκε αποδραματοποιημένη.
Λιτός και κοφτός ο Νίκος Κουρής στο ρόλο του λιγότερου δραματικού και συναρπαστικού Ιππόλυτου σχεδίασε μια καθαρή ερμηνεία. Γνήσια και πηγαία λαϊκή η Τροφός της Λήδας Πρωτοψάλτη, αν και κάπως κουμπωμένη και χαμηλότονη για τον χώρο-καταπότη της Επιδαύρου και μάλιστα σε έναν ρόλο καταλύτη της τραγικής πλοκής. Με καλές στιγμές ο Θησέας του Θέμη Πάνου αλλά ερμηνευτικά αφόρτιστος στις διακυμάνσεις του ρόλου. Μάλλον αταίριαστη για το ρόλο της Αφροδίτης η Μάρθα Φριντζήλα επέτεινε την εντύπωση αυτή διανθίζοντας τον ρόλο με γκροτέσκα στοιχεία. Φυσική και ανεπιτήδευτη η παρουσία της Φανής Αποστολίδου ως Άρτεμης.
Εύστοχα ορμητικός και δυναμικός ο Χορός των κυνηγών – συντρόφων του Ιππόλυτου ορχήθηκε σε Γεωργιανούς μουσικός ρυθμούς δημιουργώντας ισχυρή αντίστιξη προς τον κομψό και ονειρικό Χορό των Τροιζηνίων γυναικών, που συντονίσθηκε σε δυτικότροπους μουσικούς κώδικες. Το αφαιρετικό σκηνικό του Βασίλη Μαντζούκη, δίκην τεράστιας αχιβάδας, συνεπικουρούμενο από τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, υπογράμμισε υπαινικτικά την κυριαρχία του υδάτινου στοιχείου και της θαλάσσιας προέλευσης των ηρώων ενώ τα κοστούμια της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου με τις ετερόκλητες αναφορές τους δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν ενιαία αισθητική εικόνα.
Αν και εμφανώς προϊόν άσκησης και μόχθου ο νεωτερίζων «Ιππόλυτος» της Λυδίας Κονιόρδου δεν θεμελίωσε μια συμπαγή ερμηνευτική αντίληψη αφήνοντας μάλλον χλιαρές εντυπώσεις.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ»