Σε ένα διατηρητέο αρχοντικό στην πλάκα, μας υποδέχτηκαν, κερνώντας μας λικέρ μαστίχα. Στην αυλή του αρχοντικού, αφού οι θεατές κάθισαν στις θέσεις τους, έσβησαν τα φώτα και οι λάμπες πετρελαίου σκόρπισαν το γλυκοκίτρινο φως τους. Οι δυο ηθοποιοί ξεκίνησαν να δίνουν σάρκα και οστά στο διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη με ένα μελωδικό τραγούδι, το οποίο ακολούθησε η αφήγηση του έργου, αλλά και η πρόζα σε αρκετά σημεία. Πολύ γρήγορα οι δυο πρωταγωνίστριες μας ταξίδεψαν στο “νησί” των αρχών του 20ου αιώνα, εκεί όπου διαδραματίζεται το έργο. Η καθαρεύουσα, η οποία χρησιμοποιείται καθ΄ όλη τη διάρκεια της παράστασης, είναι ένα ακόμη μέσο, το οποίο σε συνδυασμό με το χώρο, το ενδυματολογικό και τον φωτισμό, μεταφέρουν τους θεατές πίσω στο 1905, όπου η ζωή των γυναικών των ναυτικών ήταν πολύ σκληρή και δύσκολη.
Με αφορμή την επιστροφή ενός καραβοκύρη στο νησί, στήνεται μια γιορτή, η οποία όμως αντί για χαρές φέρνει στο προσκήνιο το μυστικό της καραβοκυρούς, το οποίο γνωρίζουν όλες οι γυναίκες της γειτονιάς. Μέσα από στιγμές θλίψης αλλά και με χιούμορ, ξεδιπλώνεται το δράμα της συγκεκριμένης γυναίκας, στο πρόσωπο της οποίας αντικατοπτρίζεται η καθημερινότητα των περισσότερων γυναικών, αλλά και ο ηθικολογικός κανόνας εκείνης της εποχής.
Τα βάσανα αυτής της καραβοκυρούς και η αφόρητη μοναξιά της, την έχουν οδηγήσει σε μια “ένοχη” απόλαυση, προκειμένου να ελαφρύνει την ψυχή της και να χαρίσει στον εαυτό της λίγες στιγμές «ευτυχίας». Το αλκοόλ, το οποίο καταναλώνει σε μεγάλες ποσότητες, έχει γίνει η αίτια να πέσει σε σφάλματα, με αποτέλεσμα να δώσει τροφή για κουτσομπολιό στις γειτόνισσες. Όταν όμως ο άνδρας της μάθει το ένοχο μυστικό της, όχι μόνο δεν θα της σταθεί, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, αλλά θα αδιαφορήσει πλήρως, όταν εκείνη θα οδηγηθεί στο να βάλει τέλος στη ζωή της. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή οι γυναίκες που έως τώρα την χλεύαζαν, είναι εκείνες που θα τη σώσουν και θα τη συμπονέσουν, ίσως γιατί σε αυτήν βλέπουν τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Οι θεατές βλέπουν να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους ένα δράμα, βασισμένο σε μυθιστόρημα, το οποίο όμως δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Ερχόμενοι στην δική μας εποχή και κάνοντας αρκετούς παραλληλισμούς, εντοπίζουμε προβληματικά σημεία στο βίο των ανθρώπων, τα οποία συναντάμε και σήμερα. Βλέπουμε ανθρώπους να «βουλιάζουν» και τους παρατηρούμε σαν απλοί θεατές. Μόνο όταν φτάσουν στο χείλος του γκρεμού ευαισθητοποιούμαστε και όχι πάντα. Τους συμπονούμε, αλλά ταυτόχρονα νιώθουμε και μια ανακούφιση ότι αυτό δεν συμβαίνει σε εμάς, αλλά σε κάποιον άλλο.
Στη συγκεκριμένη παράσταση, η οποία έλαβε χώρα στην αυλή του σπιτιού και οι θεατές κάθονταν περιμετρικά της σκηνής, ίσως τελικά και να μην ήταν τόσο «αθώος» ο ρόλος τους. Ίσως έγιναν ένα με τις γειτόνισσες που κρυφάκουγαν και παρακολουθούσαν τα δρώμενα στο σπίτι της καραβοκυρούς, με σκοπό να κουτσομπολέψουν και να κρυφογελάσουν με την κατάσταση της.
Η παράσταση αποτέλεσε μία υποδειγματική προσπάθεια των συντελεστών να αποδώσουν όσο πιο άρτια και ολοκληρωμένα γινόταν το διήγημα του συγγραφέα, με πολύ λίγα μέσα και χρησιμοποιώντας τους φυσικούς χώρους του σπιτιού σαν σκηνικό. Το αποτέλεσμα ήταν ενδιαφέρον και ικανοποίησε το κοινό που επέλεξε να παρακολουθήσει την παραγωγή.
Η ταυτότητα της παράστασης:
Σκηνοθεσία: Αρκαδία Ψάλτη
Ερμηνεύουν: Λένια Ξενάκη, Αρκαδία Ψάλτη
Ενδυματολόγος: Αφροδίτη Αναστοπούλου
Χώρος: «Εταιρία Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου», Πολυγνώτου 3, Πλάκα