Βέρντι: «Ὀθέλλος» σὰν πίνακας Τιντορέτο ἀπὸ τὴ «Μέτ».

 τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.

 

Τριακοστό έκτο 2012.

 

ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ Εὐρωπαίου ἢ ἀλλοδαποῦ γιὰ τὸν πολιτισμὸ τῶν ΗΠΑ, ἦσαν παλαιότερα οἱ ταινίες «οὐέστερν», μεγάλη κινηματογραφικὴ σχολὴ, δυστυχῶς παροπλισμένη σήμερα, καὶ τὰ «μιούζικαλ». Τὶς διαδέχθηκαν ἀστυνομικὰ «σήριαλ» τύπου NCIS (=Naval Crime Investigation Service, ἥτοι Ὑπηρεσία Ἐξιχνιάσεως Ναυτικοῦ Ἐγκλήματος) μὲ τὴ συμπαθέστατη ὀμάδα τοῦ Τζέθρο Γκίμπς (τὸν ὑποδύεται ἔξοχα ὁ Μάρκ Χάρμον), ἐμφορούμενη ἀπὸ ἀνθρωπιστικὰ ἰδεώδη: ἐδῶ ἢ καὶ σὲ ἄλλες σειρὲς ἢ αὐτοτελεῖς ταινίες ἐμπλέκονται ὑπηρεσίες περισσότερο… πολυσυζητημένες, ὅπως FBI, CIA, DIA ποὺ τὰ «ἄπλυτά» τους σχολιάζονται κάποτε μὲ ἐντυπωσιάζουσαν ἐλευθερία. Τὸν πραγματικό τους πολιτισμό, οἱ ΗΠΑ, ἴσως ἡ μοναδικὴ χώρα δίχως ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, καὶ φυλάσσει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καὶ διαφημίζει φειδωλά: εἶναι τὰ φημισμένα της πανεπιστήμια, τά μουσεῖα της, πλεῖστα τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν πρότυπα γιὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ καὶ ὡς περιεχόμενο καὶ μουσειολογικά, οἱ συμφωνικές της ὀρχῆστρες, οἱ συνθέτες της ἀπὸ τοὺς Louis Moreau Gottschalk (1829-1869), Ἔντουαρντ Μάκ Ντάουελ (1860 –1908), Τσὰρλς Ἄϊβς (1874–1954), Σάμιουελ Μπάρμπερ (1910 –1981)  ὡς τὸν Ἔλλιοτ Κάρτερ (γ. 1908-θ. 5.11.2012, σὲ ἠλικία 104 ἐτῶν― ἀναφέρουμε μόνον παλαιοτέρους!) καί, κορωνίδα περίλαμπρη, τὰ μεγάλα της λυρικὰ θέατρα, ἀρκετὰ μὲ συνεχῆ παράδοση 150 καὶ πλέον ἐτῶν. Ποιὸς γνωρίζει τὶς ἰδεώδεις διανομὲς τους στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. (Ταμάνιο, Σαλιάπιν, Καροῦζο, ντὲ Ἱντάλγκο), τοὺς περιοδεύοντες μὲ εἰδικὲς ἁμαξοστοιχίες ἐκπληκτικοὺς λυρικοὺς θιάσους, ποὺ στὴν καμπὴ τῶν 19ου καὶ 20οῦ αἰ. ἐπισκέπτονταν τὴ Δυτικὴ Ἀκτὴ καὶ τὸ Νότο; Αὐτὴ τὴν παράδοση, στηριγμένη ἀποκλειστικὰ στὴν ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία,  συνεχίζει καὶ διαιωνίζει ἔνδοξα ἡ Μετροπόλιταν Ὄπερα Νέας Ὑόρκης: οἱ χάρη σὲ σύμπραξη Μεγάρου καὶ ΑΝΤ1, ζωντανὲς ἀναμεταδόσεις παραστάσεών της ὑπῆρξαν πόρρω τὸ σημαντικότερο μουσικὸ γεγονὸς στὰ τρία τελευταῖα πιὸ δίσεκτα ὡς τώρα (ποῦ εἶσαι ἀκόμη…) χρόνια τῆς Νεοελληνικῆς Ἱστορίας.

Φέτος τὸ «Ἐλιξίριο τοῦ Ἔρωτα» τοῦ Ντονιτζέτι, ἀκολούθησεν ὁ «Ὀθέλλος» τοῦ Βέρντι (4 πράξεις, κείμ. Ἀρρίγκο Μπόϊτο, κατά Σαίξπηρ· α΄ ἐκτ. Σκάλα Μιλάνου, 5.2.1887), ἀναβίωση συγκλονιστικῆς σκηνοθεσίας (1994) τοῦ Ἐλιγιᾶ Μοσίνσκι (Elijah Moshinski), μὲ ὀνειρώδη σκηνικὰ (Michael Yeargan) καὶ κοστούμια (Peter J. Hall): ἀδιανόητα τὰ μὲν χωρὶς τὰ δὲ, ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας σκηνὴ τῆς θαλασσοταραχῆς συναποτελοῦσαν πίνακες τοῦ μεγάλου ζωγράφο Τιντορέτο (Tintoretto, 1518 –1594, πραγμ. ὄν. Jacopo Comin ἢ Robusti) ποὺ ὁ Σάρτρ ἀποκάλεσε le sequestré de Venise δηλ. ὁ αὐτεγκάθειρκτος τῆς Βενετίας. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, κινήθηκε μιὰ λυρικοδραματικὴ ἀποθέωση μεγίστων τραγουδιστῶν-ἠθοποιῶν. Καθένας, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς Ἰάγο (μπασοβαρύτονο Falk Struckmann, Γερμανὸ) καὶ Ὀθέλλο (δραματικὸ τενόρο Johann Botha, Νοτιοαφρικανό) ἔπλασε τὸ ρόλο του καὶ ἐμβάθυναν σ᾽ αὐτὸν μὲ ἐφαλτήριο τὸ παρουσιαστικό του: νέος ἀκόμη (44 ἐτῶν), ψηλὸς, λεπτὸς μὲ χαρακτηριστικὰ εὐπατρίδου, ἔπλασε ἕνα ἀποφώλιο τέρας ὑποκρισίας σχεδὸν ἀνεξήγητα…ἀξιαγάπητο ἀκόμη καὶ στὶς ἀποτροπιαστικότερες ἀποστροφές του, λ.χ. τὸ ἀγνωστικιστικὸ «Πιστεύω» (Credo). Ἀντίθετα, ὁ Μπότα (37 ἐτῶν), εὔσωμος, σχεδὸν παχύς, ἦταν ἕνας Ὀθέλλος καλόκαρδος, τρυφερός, ἀνθρώπινος, ἐσωστρεφὴς λόγῳ εὔκολα εἰκαζόμενων παιδικῶν δυστυχιῶν, ἄρα ἁπλοϊκὰ τυφλὸς στὴ σατανικὴ πλεκτάνη. Τὰ ὴγετικά του προσόντα ἦσαν ἁπλῶς προϊὸν διχασμένης προσωπικότητας. Ἀρχέτυπο πάναγνης Δυσδαιμόνας ἡ ἀμερικανίδα  Renée Fleming (καλλονὴ 44 ἐτῶν). Γυναίκα μὲ προσωπικότητα, ἀποφασιστικὰ ἀντίθετη στὸν ἀχρεῖο της σύζυγο, Ἰάγο, ἡ Αἰμιλία (Renée Τatum, νέα μεσόφωνος―ντεμποῦτο: «Τροβατόρε» 2010). Ἄνετα, καθένας ἀνάλογα μὲ τὸ ρόλο του,  ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ τὴν ψυχοσυναισθηματικὴ aura τῶν ἀνωτέρω ὁ βαρύτονος Stephen Gaertner (Μοντάνο), οἱ τενόροι Μάϊκλ Φαμπιάνο (Κάσσιος) καὶ Ἐντουάρντο Βαλντὲς (Ροντερίγκο), ὁ βαρύτονος Luthando Qave  (Κήρυκας) καὶ ὁ βαθύφωνος Τζαίημς Μόρρις (Λοντοβίκο).

Τὴν ὀνειρώδη ὀρχήστρα, τὴ χορῳδία τῆς «Μέτ» (διεύθυνση: Donald Palumbo) καὶ μονῳδοὺς διηύθυνε ὁ Ρῶσος Σεμυὸν Μπύτσκωφ (Semyon Bychkov): ἀνέδειξε τὴ μουσικὴ τοῦ 74χρονου Βέρντι ὡς προφητεία μιᾶς μελλοντικῆς ἐξελίξεως τῆς τέχνης ποὺ ἀνέτρεψεν ὁ μουσικῶς δυσκοίλιος Σαίνμπεργκ: μεταξὺ χρωματικότητος ποὺ ἔσφυζε ἀπὸ ρυθμικὴ δραματικότητα καὶ εὔφωνης διατονικότητας, τόσο πιὸ εὔστοχης δραματικὰ ὅσο χρησιμοποιούνταν μὲ εὐφιέστατην οἰκονομία. Στὴν ἀναμετάδοση νὰ ἀποδόσουμε σχετικὴν ὑπερπροβολὴ τῶν βαθυτέρων ἐγχόρδων καὶ χαλκίνων;

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ συναρπαστικὸ Ἰάγο ποὺ ἄφησε ὡς τελικὴν ἐντύπωση τοῦ Credo τὴν κατακλεῖδα e poi? (καὶ μετά;), χαρήκαμε ὡς ὕψιστα ἐπιτεύγματα μουσικῆς μεγαλοφυΐας ἀπὸ πλευρᾶς Βέρντι καὶ ὑποκριτικῆς φωνητικῆς ἀπὸ πλευρᾶς ἑρμηνευτῶν, τὸν ὄρκο τοῦ Ὀθέλλου (α΄ πράξη), τὸ δεύτερο ντουέτο (φιλονεικία) Ὀθέλλου-Δυσδαιμόνας, τὸ μονόλογο τοῦ Ὀθέλλου, ἴσως τὴν κρυφότερα ὡραιότερη σελίδα του ἔργου καὶ τέλος, ἀναμενόμενα, τὸ πρὸ τοῦ θανάτου της «Τραγοῦδι τῆς ἰτιᾶς» τῆς Δυσδαιμόνας, ἐνῶ, πρᾶγμα παράξενο, στὴ σκηνὴ τοῦ φόνου της εἶχες τὴν ἐντύπωση πὼς ἔβλεπες δύο θύματα μᾶλλον, παρὰ θύτη καὶ θῦμα.

Ξαναδιαβάζοντας τὰ ὅσα ἔγραψα δὲν εὐχαριστοῦμαι ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα: προσπαθώντας νὰ συγκρατήσω γιὰ μένα καὶ μόνο μιὰν ἀπὸ τὶς συγκλονιστικότερες λυρικὲς ἐμπειρίες μισοῦ αἰῶνος, διαισθάνομαι ὅτι θρυμμάτισα ἕνα ἀνεπανάληπτα ἑνιαῖο σύνολο, ὀπτικὸ, μουσικοδραματικό, ὑποκριτικό, φωνητικό σὲ σειρὰ ἀπὸ ψηφίδες. Χρέος τῆς κριτικῆς νὰ ὁμολογήσει τὴν ἀδυναμία της μπροστὰ στὴν τόσην ἀνάταση. Νομίζω ὅτι στὴ σημερινὴ Εὐρώπη κρετίνων τῆς σκηνοθεσίας (μόνον λαιμητόμος ἢ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα τοὺς πρέπει),  εἶναι ἀδύνατον πιά, δυστυχῶς, νὰ δεῖς τέτοια παράσταση. (Αἴθουσα Τριάντη, 29.10.2012).

――――――――――――

Ἐφ. Ἐξπρές, Ἔτος 51ο, ἀρ φύλλου 14.830,

Σάββατο, 1 Δεκεμβρίου 2012, σελ. 45.