Απολαυστική «Περουζέ» του Σακελλαρίδη στο Ηρώδειο

 

Ο συνθέτης Θεόφραστος Σακελλαρίδης.
Ο συνθέτης Θεόφραστος Σακελλαρίδης.

Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1883-1950) υπήρξε ηγετική μορφή της έντεχνης ελληνικής μουσικής του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε κατά το έτος θανάτου του Richard Wagner (1813-1883), ενώ έφυγε από την ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο και φτωχός, στις 2 Ιανουαρίου 1950, ακριβώς τρείς μήνες παρά μία μέρα πριν από τον Kurt Weill (1900-1950). Το έργο του, εξαιρετικά πλούσιο τόσο σε ποιότητα όσο και ποσότητα, αποτελεί τεκμήριο μιας προσωπικότητας ιδιαίτερα προικισμένης όσο και παραγωγικής. Το συνολικό opus του σχηματίζεται από πολλές οπερέτες και μικρό αριθμό όπερων, εκ των οποίων η «Περουζέ» υπήρξε μάλλον η διασημότερη.

Το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών επέλεξε να τιμήσει την μνήμη του Σακελλαρίδη παρουσιάζοντας ακριβώς αυτή την όπερα, που είχε ανέβη για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1911, στο υπαίθριο θέατρο Ολύμπια. Ο λιμπρετίστας (δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής) Γεώργιος Β. Τσοκόπουλος (1873-1923), τοποθετεί την πλοκή στις αρχές του εικοστού αιώνα,  σε ένα ελληνικό παραθαλάσσιο χωριό: ο Θάνος, αρραβωνιασμένος με την Ανθούλα, ερωτεύεται την Τσιγγάνα Περουζέ, σύντροφο των Βασιλιά των Τσιγγάνων. Ανάμεσα στους πρώτους ερμηνευτές των ρόλων ήταν η Όλγα Πικοπούλου-Παπαδιαμαντοπούλου-Βαλτετσιώτη (Περουζέ), που ήταν γνωστή στο ευρύ κοινό ως Ρεβέκκα, ο Νίκος Μωραΐτης (Θάνος) και ο Μιχάλης Βλαχόπουλος (Βασιλιάς των Τσιγγάνων). Η επιτυχία ήταν μεγάλη από την αρχή και το έργο έμεινε στο ρεπερτόριο του θιάσου του Ελληνικού Μελοδράματος για πολλά χρόνια.  Η παρτιτούρα σώζεται σήμερα στο αρχείο του υπερπολύτιμου μελετητή –για περίπου πενήντα χρόνια- της Έντεχνης Ελληνικής Μουσικής, μουσικολόγου, κριτικού μουσικής και συνθέτη Γιώργου Λεωτσάκου, η οποία δόθηκε σε εκείνον από τον μαέστρο Τότη (Παναγιώτη) Καραλίβανο (1901-1987). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Καραλίβανος είχε διευθύνει το έργο στο θέατρο Ολύμπια, κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1949-1950. Ορισμένες σελίδες του ιδιογράφου είχαν φθαρεί και μετά από την απαιτούμενη συντήρησή τους, που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη, ο αρχιμουσικός Βύρωνας Φιδετζής, που μας έχει χαρίσει τόσες σπάνιες όπερες της ελληνικής εργογραφίας, “ιεραπόστολος της Έντεχνης Ελληνικής Μουσικής” κατά Λεωτσάκο, ανέλαβε την αποκατάσταση των (ευτυχώς, όχι πολλών) σημείων που είχαν χαθεί λόγω της καταστροφής του χαρτιού, προκειμένου να μπορεί το έργο να παρουσιαστεί στην πληρότητά του. Αναφέρουμε ότι η πρώτη σύγχρονη παρουσίαση της όπερας, πραγματοποιήθηκε πάντα από τον Φιδετζή, σε συναυλιακή μορφή, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, τον Μάϊο του 2001, με την σύμπραξη της Συμφωνικής Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής.
Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής.

Στον Φιδετζή οφείλεται και η πρωτοβουλία του ανεβάσματος της «Περουζέ» στο πλαίσιο του φετινού Ελληνικού Φεστιβάλ. Από τις συνολικά δύο παραστάσεις που δόθηκαν, στις 16 και 17/6, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, παρακολουθήσαμε την πρώτη, σε ένα αμφιθέατρο δυστυχώς κάθε άλλο παρά γεμάτο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που παρουσιαζόταν το έργο πλήρως σκηνοθετημένο στην Αθήνα, μετά την τελευταία εκείνη παραγωγή, το 1950, έτος θανάτου του συνθέτη, όπως προαναφέρθηκε, από τον Καραλίβανο.

Πρόκειται για μια παρτιτούρα απολύτως γοητευτική, μεστή και πλούσια σε ιδέες και ωραίες μελωδίες, γεμάτη συναισθήματα, άρτια ενορχηστρωμένη (από χέρι πραγματικού τεχνίτη!), με μουσικά μέρη ευκολομνημόνευτα όσο και ελκυστικά. Πράγματι, θα άξιζε μια σύγχρονη έκδοση της παρτιτούρας, όπως θα άξιζε να δουν το φως και πολλά άλλα ελληνικά έργα (τόσο μέσα από σύγχρονα ανεβάσματα όσο και μέσα από κριτικές εκδόσεις), που παραμένουν για χρόνια στο σκοτάδι, λησμονημένα σε μια χώρα που εύκολα γυρίζει την πλάτη στους θησαυρούς της. Είναι εντυπωσιακά μεγάλος ο αριθμός των έργων συμπατριωτών μας μουσουργών του δεκάτου ενάτου αιώνα και των αρχών του εικοστού, που αναμένουν την αναβίωσή τους.

Η Κασσάνδρα Δημοπούλου (Περουζέ).
Η Κασσάνδρα Δημοπούλου (Περουζέ) στο βάθος της σκηνής.

Επιστρέφοντας στο πρόσφατο ανέβασμα της Περουζέ, βρήκαμε ότι τόσο το μουσικό μέρος, αλλά και το σκηνοθετικό-σκηνογραφικό, υπήρξαν επιτυχημένα. Ειδικότερα, οι ρόλοι ανατέθηκαν σε μια ομάδα λυρικών καλλιτεχνών, που με μεράκι, αγάπη και προσοχή, τους προετοίμασαν. Η μέτζο σοπράνο Κασσάνδρα Δημοπούλου, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, έπεισε τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά, με φωνή εύηχη και εύστοχη αισθησιακή κίνηση. Ιδιωματική υπήρξε από την ίδια πάντα, η ερμηνεία της δημοφιλούς άριας «Νεράιδα του γιαλού». Ο τενόρος Φίλιππος Μοδινός, ως Θάνος, ευχαρίστησε με την πάντα μεγάλη σε μέγεθος και καλά δουλεμένη θερμή φωνή του, τον υποδειγματικό έλεγχο της αναπνοής, όπως και με τον δυναμισμό της έκφρασής του. Ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς υπήρξε εκφραστικός και υποκριτικά επιβλητικός στον ρόλο του Βασιλιά των Τσιγγάνων. Η λυρική φωνή της σοπράνο Άννας Στυλιανάκη ταίριαζε απόλυτα στον ρόλο της Ανθούλας. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλεται στον βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο, ο οποίος με θεατρικό οίστρο, μεστή φωνή και προσοχή τόσο στην άρθρωση του κειμένου όσο και στην ανάδειξη των ρυθμικών στοιχείων, απέδωσε ελκυστικότατα τον ρόλο του Πέτρου.

Η Χορωδία του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (υπό την διεύθυνση του Νίκου Μαλιάρα), η Χορωδία της Θεσσαλονίκης (υπό την διεύθυνση της Μαρίας Κωνσταντινίδου), και η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, υπό την διεύθυνση του Φιδετζή, συνέβαλαν ουσιαστικά σε αυτή την τόσο προσεγμένη παρουσίαση της όπερας. Ο Φιδετζής, επιλέγοντας καλά ισορροπημένες ταχύτητες (tempi), έσκυψε με γνώση και αγάπη πάνω από την θαυμάσια παρτιτούρα αποδίδοντάς την με παλμό και χαρακτηριστικό μουσικό ενδιαφέρον.

Ο σκηνοθέτης (συνθέτης και αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου) Θοδωρής Αμπαζής, συνεργαζόμενος με την σκηνογράφο-ενδυματολόγο Ελένη Μανωλοπούλου (τα ευφάνταστα κοστούμια παρέπεμπαν μάλλον σε εκείνα του μεσοπολέμου και όχι τόσο σε εκείνα των αρχών του αιώνα, εποχή κατά την οποία τοποθετείται η υπόθεση) και τον υπεύθυνο φωτισμού Αλέκο Αναστασίου, πρόσφερε ωραία κίνηση, χρώμα και ένταση στο ανέβασμα, χωρίς ούτε λεπτό σκηνοθετικής αμηχανίας. Φώτισε καλά τους χαρακτήρες των ηρώων ενώ έστησε με τέχνη και νόημα την ενεργειακά φορτισμένη ατμόσφαιρα του παραθαλάσσιου χωριού.

Το πρόσφατο ανέβασμα ασφαλώς ανοίγει την όρεξη και για άλλες παρουσιάσεις ελληνικών έργων. Θα ήταν ευχής έργον, κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Αθηνών να δίνει την ευκαιρία στο κοινό του να παρακολουθεί μια ελληνική όπερα ενός εκ των μεγάλων ιστορικών συνθετών μας. Εξάλλου, υπάρχουν τόσοι προικισμένοι νέοι Έλληνες λυρικοί καλλιτέχνες που θα ήταν ικανοί να ερμηνεύσουν το εν λόγω ρεπερτόριο!

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.