Πάντα με ιδιαίτερη χαρά παρακολουθούμε εμφανίσεις στην Αθήνα μουσικών που έχουν φύγει από την χώρα μας και διαπρέπουν με επιτυχία εκτός συνόρων. Τους τελευταίους μήνες γίναμε μάρτυρες καταθέσεων τριών τέτοιων καλλιτεχνών.
Πιο συγκεκριμένα, στις 6/2, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β.& Μ. Θεοχαράκη, ακούσαμε ρεσιτάλ του νεαρού Θεσσαλονικιού πιανίστα Πάρι Τσενίκογλου (γ. 1989), που μετά από τις σπουδές του στο Ωδείο της Κατερίνης, συνέχισε την εκπαίδευσή του στη Γερμανία (Hochschule für Musik und Theater München) και την Αυστρία (Mozarteum Salzburg).
Το πρόγραμμα που επέλεξε να παρουσιάσει (ένα πρόγραμμα πολύ κοντά στην καρδιά της Gina Bachauer!) τον βόηθησε να ξεδιπλώσει με ιδιαίτερη ευαισθησία τις αρετές της τέχνης του. Άνοιξε το ρεσιτάλ του με την πρώτη σειρά (1ere série) από το έργο Images του Claude Debussy: με γούστο, προσοχή στην ανάδειξη των ηχοχρωμάτων και στη δημιουργία ατμόσφαιρας πρότεινε τα τρία μέρη του έργου (Reflets dans l’eau, Hommage à Rameau και Mouvement).
Στην συνέχεια παρέδωσε μια ευφάνταστη ανάγνωση ενός άλλου πολυαγαπημένου γαλλικού τριπτύχου, αυτή τη φορά του Maurice Ravel: στον Gaspard de la nuit βρήκε την ευκαιρία να αφηγηθεί με αμεσότητα τις εικόνες και τα άλλοτε παραμυθένια, άλλοτε μακάβρια ή τρομακτικά αισθήματα, που αναδύονται από τα τρία μέρη του κύκλου (Ondine, Le gibet και Scarbo).
Το δεύτερο μέρος του ρεσιτάλ καλύφθηκε από το πρώτο βιβλίο των Πρελουδίων (Préludes) του Debussy. Λάβαμε αναγνώσεις που φώτιζαν με αμεσότητα και ενέργεια τα δώδεκα κομμάτια του κύκλου. Ο νεαρός μουσικός, με γρήγορη σκέψη (η ταχύτητα της σκέψης του και τα γρήγορα reflexes των δαχτύλων του εντυπωσίασαν σε δεξιοτεχνικά μέρη όπως το Scarbo), υποδειγματική χρήση των pédales και βαθύτατη αισθαντικότητα, στοιχεία που υποστηρίζονταν από μια πολύ καλά δουλεμένη τεχνική, ήταν σε θέση να αγγίξει τον πυρήνα των έργων που επέλεξε να προσεγγίσει. Δεν έχουμε ακούσει το νέο album που ηχογράφησε πρόσφατα με έργα Debussy (Images, το πλήρες έργο) και Frédéric Chopin (Préludes, Op. 28), ωστόσο είμαστε βέβαιοι ότι οι ποιότητες του παιξίματός του και η θερμή του μουσική προσωπικότητα, θα έχουν εντυπωθεί καλά στις απαθανατισμένες αυτές καταθέσεις (Oehms Classics, OC864).
Μερικές μέρες αργότερα, 15/2, στην Αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και στο πλαίσιο του επιτυχημένου κύκλου ρεσιτάλ με γενικό τίτλο “To piano στα forte του” (καλλιτεχνική διεύθυνση του δραστήριου πιανίστα Στέφανου Νάσου), παρακολουθήσαμε το πολυαναμενόμενο ρεσιτάλ του Δημήτρη Βασιλάκη. Ο Βασιλάκης, που εδώ και χρόνια ζει και εργάζεται στο Παρίσι, είναι γνωστός στο ευρύτερο κοινό ως ο πιανίστας του Ensemble Intercontemporain (το οποίο ίδρυσε ο Pierre Boulez) και ως ιδανικός ερμηνευτής έργων συνθετών του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα (οι ερμηνείες έργων του Ιάννη Ξενάκη και Boulez έχουν αφήσει εποχή). Το αθηναϊκό του ρεσιτάλ δεν περιέλαβε έργα σύγχρονων συνθετών, αλλά δημιουργών παλαιότερων εποχών. Πιο συγκεκριμένα, ο πιανίστας άνοιξε με προσεκτικά αρθρωμένες ερμηνείες τεσσάρων Σονατών του Domenico Scarlatti (Largo, Κ. 125, Κ. 427, Κ. 454). Αποφεύγοντας κάθε εκφραστική υπερβολή παρέδωσε ευθύβολες αναγνώσεις των σύντομων μα τόσο περιεκτικών σε στοχασμό αυτών έργων. Στη συνέχεια επισκέφθηκε τον εκ διαμέτρου διαφορετικό κόσμο του Ravel παραδίδοντας μια εκτέλεση ενδιαφέρουσα και απέριττη των Valses Nobles et Sentimentales (Ευγενικών και συναισθηματικών βαλς), όμως περισσότερο ρυθμική και λιγότερο συναισθηματική όπως ζητά ο συνθέτης στον τίτλο: το έργο αποτελεί φόρο τιμής του Ravel προς έναν άλλον μεγάλο ομότεχνό του, τον πάντα λυρικό και βαθύτατα αισθαντικό Franz Schubert, που είχε προσφέρει δύο συλλογές από βαλς (αντίστοιχα, το 1823 και το 1827), υπό τον ίδιο τίτλο (34 Valses Sentimentales, Op. 50, D. 779, και 12 Valses Nobles, Op. 77, D. 969).
Στο δεύτερο μέρος του ρεσιτάλ ο Βασιλάκης ξετύλιξε την άρια και τις 30 παραλλαγές από το κεφαλαιώδους σημασίας έργο με γενικό τίτλο Παραλλαγές Goldberg (Goldberg-Variationen, BWV 988) του Johann Sebastian Bach. Οι προσεκτικά επεξεργασμένες δομικές λεπτομέρειες του έργου, οι αναπτύξεις μοτιβικών, ρυθμικών και αρμονικών στοιχείων, όπως και το παιχνίδι μεταξύ των τονικοτήτων των μερών, βρήκαν στο πρόσωπο του πιανίστα έναν απολύτως ικανό ερμηνευτή, ο οποίος πρόσφερε μια εκτέλεση αναλυτική και δυνατή σε λογική και κατεύθυνση.
Προχωρώντας, στις 18/2 ακούσαμε τη συναυλία της ορχήστρας και χορωδίας MusicAeterna, υπό τη διεύθυνση του ιδρυτού τους Θεόδωρου Κουρεντζή, που κατέχει την θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Όπερας και του Μπαλέτου του Perm (Perm Opera and Ballet Theatre). Ο Κουρεντζής, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια δραστηριοποιείται στη Ρωσία, θεωρείται ως ένας από τους πλέον δυναμικούς αρχιμουσικούς της νεώτερης γενιάς. Μάλιστα, πρόσφατα υπέγραψε συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία Sony για την ηχογράφηση όπερων του Wolfgang Amadeus Mozart σε libretti του Lorenzo Da Ponte (πριν μερικούς μήνες κυκλοφόρησαν Οι Γάμοι του Figaro, για τους οποίους θα γράψουμε προσεχώς). Εντούτοις, λόγω των ιδιοσυγκρασιακών ερμηνειών που προτείνει, συχνά διχάζει κοινό και κριτικούς (η ενδυμασία και η κινησιολογία του μπορεί να είναι επίσης ξεχωριστές και ενίοτε εκκεντρικές). Δηλώσεις του τύπου “I will save classical music” (Daily Telegraph, 12 Νοεμβρίου 2005) προκαλούν έντονη αντίδραση και εκτενή όσο και ποικίλα σχόλια (ανάλογες δηλώσεις κυκλοφόρησαν και πολύ πιο πρόσφατα σε διάφορα έντυπα).
Ωστόσο, οι θαυμαστές του ανά τον κόσμο δεν είναι λίγοι. Ο ίδιος έχει καταφέρει να προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών μεγάλων σύγχρονων τραγουδιστών που εμφανίζονται μαζί του και προσπαθεί πάντα να προτείνει κάτι νέο και φρέσκο μέσω των ερμηνειών του (ουδέποτε θα μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει ως ρουτινιέρη της μπαγκέτας!), ακόμα και όταν ορισμένοι διαμαρτύρονται ότι το τίμημα είναι η απομάκρυνση τελικά από το μουσικό κείμενο που περιέχεται στην παρτιτούρα.
Στην πρόσφατη αθηναϊκή του συναυλία επέλεξε να παρουσιάσει δύο μεγάλα έργα της εποχής μπαρόκ: το Dixit Dominus HWV 232 του George Frideric Handel και την όπερα Dido and Aeneas Z. 626 του Henry Purcell.
Με κινησιολογία έντονη και εμφατική, όπως και με αρκετό νεύρο και οίστρο, απέδωσε τον αθάνατο ψαλμό του Handel, έργο της ιταλικής περιόδου του τότε είκοσι δύο ετών συνθέτη (1707). Επέλεξε να υπογραμμίσει τις μεγάλες αντιθέσεις στις ταχύτητες και να τονίσει τους ρυθμούς, πολλοί εκ των οποίων παρέπεμπαν σε χορούς. Ενθάρρυνε τους σολίστ και την χορωδία να φωτίσουν σημαντικές λέξεις του λατινικού κειμένου.
Στο δεύτερο μέρος έδωσε μια εντελώς προσωπική ερμηνεία της διάσημης τρίπρακτης όπερας του Purcell (σε συναυλιακή μορφή), που δίχασε τις γνώμες κριτικών και κοινού. Πρόκειται για ένα έργο με το οποίο έχει ζήσει αρκετά χρόνια, το έχει παρουσιάσει πολλές φορές και το έχει ηχογραφήσει (2009, ALPHA 140).
Αναλυτικότερα, όπως και στην εν λόγω ηχογράφηση, έτσι και εδώ, επέλεξε να τονίσει την αντίθεση των ταχυτήτων (πολύ αργές ή πολύ γρήγορες), έδωσε έμφαση στις δυναμικές (piano ή forte), και υιοθέτησε σε στιγμές κάποια όντως απρόσμενα ritardandi και accelerandi. Ναι, ορισμένες ερμηνευτικές του επιλογές ήταν όντως ιδιαίτερες, ωστόσο, βρήκαμε ότι πέτυχε να στήσει μια ατμόσφαιρα θεατρική και να αναδείξει τη δραματικότητα του έργου με μεγάλη τέχνη και σκέψη. Και αυτό είναι που πραγματικά γοήτευσε το κοινό του. Η μαγεία με την οποία φώτιζε τη μουσική πράξη.
Στη διάθεσή του είχε μια ζηλευτών προδιαγραφών ορχήστρα και μια χορωδία εξαίρετη (τα σύνολα αποτελούνταν από νέους μουσικούς), όπως και επιλεγμένους με προσοχή σολίστ (Anna Prohaska, Διδώ, Tobias Berndt, Αινείας, Nurial Rial, Belinda, Maria Forsström, μάγισσα, Φανή Αντωνέλλου, δεύτερη μάγισσα, Ελένη Λυδία Σταμέλλου και Daria Telyatnikova, δύο μάγισσες, Victor Shapovalov, ναύτης, και Valeria Safonova, πνεύμα).
Η ορχήστρα απέδωσε με μια ιδανική ηχητική ομοιογένεια και προσοχή στην λεπτομέρεια, ενώ η χορωδία (προετοιμασμένη από τον έξοχο Vitaly Polonsky) πρόσφερε έναν ονειρωδώς ωραίο ήχο πολλών χρωμάτων (σημειώνουμε ότι το εκτός προγράμματος a cappella χορωδιακό έργο του Purcell, ο χορωδιακός ύμνος Remember not, Lord, our offences, ερμηνεύθηκε αγγελικά, με νόημα και προσοχή στον σχηματισμό των καταλήξεων των φράσεων).
Από τους σολίστ (όλοι ήταν φωνητικά και εκφραστικά υψηλού επιπέδου), ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε τη Σουηδή μεσόφωνο Forsström, που απέδωσε τη μάγισσα με επιβλητική έκφραση και βαθιά φωνή, υπέροχα δουλεμένη σε όλη της την έκταση, και βεβαίως τη νεαρή και διάσημη Prohaska, που πρόσφερε μια Διδώ πολύ ανθρώπινη, ευαίσθητη και συναισθηματικά φορτισμένη (κάθε λέξη του κειμένου ήταν σωστά χρωματισμένη). Σημειώνουμε ότι η τελευταία είναι δισέγγονη του Αυστριακού συνθέτη Carl Prohaska, φίλου του Johannes Brahms, εγγονή του Αυστριακού αρχιμουσικού Felix Prohaska και αδελφή του τενόρου Daniel Prohaska, και έχει υπογράψει αποκλειστικό συμβόλαιο με την Deutsche Grammophon. Περιμένουμε τους επόμενους μήνες το νέο της album, που θα περιλαμβάνει «πολεμικά» τραγούδια (Lieder) με αφορμή τη συμπλήρωση των εκατό ετών από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (o δίσκος θα κυκλοφορήσει από την Deutsche Grammophon και την εκλεκτή καλλιτέχνιδα συνοδεύει ο πιανίστας Eric Schneider).
Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.