Έναρξη νέας καλλιτεχνικής περιόδου της ΕΛΣ με Gala Rossini

Ο G. Rossini σε φωτογραφία του F. Nadar, περ. 1856.
Ο G. Rossini σε φωτογραφία του F. Nadar, περ. 1856.

Είχαμε την ευκαιρία να γράψουμε σχετικά πρόσφατα (βλ. Critics’ Point, 9/8/2018) σχετικά με τον Ιταλό συνθέτη Gioachino Rossini (1792-1868), από τον θάνατο του οποίου συμπληρώνονται φέτος (στις 13/11) 150 χρόνια. Εμβληματική μορφή για την όπερα των πρώτων δεκαετιών του δεκάτου ενάτου αιώνα, πατέρα της εποχής του bel canto, ο οποίος νωρίς θέλησε να ολοκληρώσει τη μελοδραματική του παραγωγή παραδίδοντας τον ύστατο όσο και αριστουργηματικό του «Guillaume Tell» (πρεμιέρα, Παρίσι, 3/8/1829, Salle Le Peletier). Τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια της ζωής του δεν προχώρησε στη σύνθεση άλλης όπερας, ωστόσο τότε ήταν που χάρισε δύο μεγάλες σε αξία και έμπνευση θρησκευτικές συνθέσεις (Stabat Mater, 1831-1841, και Petite messe solennelle, 1863), όπως και μια σειρά από μικρά διαμάντια, τα οποία σχηματίζουν τους δεκατέσσερις τόμους, με γενικό τίτλο «Péchés de vieillesse» (Αμαρτήματα των γηρατειών).

Ο συνθέτης είναι ανεξάντλητος και πραγματικά μια ζωή δεν αρκεί για να τον εξερευνήσει και μελετήσει κανείς επαρκώς. Η ερμηνεία των έργων του απαιτεί πολλά από τους τραγουδιστές, που δεν αρκεί να διαθέτουν τα φωνητικά προσόντα, αλλά θα πρέπει να είναι γνώστες του ιδιαίτερου ροσσίνειου ύφους, το οποίο αποτελεί ένα σύμπαν από μόνο του. Ενός ύφους που περιλαμβάνει στοιχεία υψηλής μουσικής αισθητικής, εκφραστικής λεπτότητας, δεξιοτεχνικής λάμψης, συναισθηματικής βαθύτητας, χιούμορ και σαρκασμού.

Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι οι μεγάλοι ρόλοι του γράφτηκαν για θρυλικούς τραγουδιστές της εποχής, κατόχους φωνών ιδιαίτερων ποιοτήτων. Τις πρώτες διανομές λαμπρύνουν με τα ονόματά τους λυρικοί καλλιτέχνες όπως οι Manuel Garcia, Geltrude Righetti-Giorgi, Luigi Zamboni, Adelaide Melanotte-Montresor, Elisabetta Manfredini-Guarmani, Teresa Belloc-Giorgi, Filippo Galli, Adolphe Nourrit, Herni-Bernard Dabadie, Laure Cinti-Damoreau (μια από τις αγαπημένες ντίβες του συνθέτη), Isabella Colbran (πρώτη γυναίκα του Rossini) και Olympe Pélissier (δεύτερη γυναίκα του).

Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) αφιέρωσε ένα Gala στον Rossini, το οποίο παρακολουθήσαμε στις 16/9, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Η 16η Σεπτεμβρίου υπήρξε και η επέτειος των 41 ετών από τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας (1923-1977), η οποία, βεβαίως, είχε ερμηνεύσει όπερες του Rossini. Ίσως θα ήταν εύστοχο να είχε πραγματοποιηθεί ένα κοινό αφιέρωμα για τις δύο επετείους.

Έξι τραγουδιστές, τρεις Έλληνες και δύο ξένοι, συμμετείχαν στη βραδιά, οι Βασιλική Καραγιάννη, υψίφωνος, Μαίρη-Έλεν Νέζη, μεσόφωνος, Διονύσης Σούρμπης, βαρύτονος, Celia Costea, υψίφωνος, Juan Sancho, τενόρος, και Paolo Bordogna, βαρύτονος.

Η Βασιλική Καραγιάννη και ο Διονύσης Σούρμπης.

Ειδικότερα, η Καραγιάννη ξεχώρισε με τις κρυστάλλινες και τονικά ακριβείς κολορατούρες της: Il barbiere di Siviglia, ντουέτο, Dunque io son/ Le Compte Ory, En proi á la tristesse/ Il turco in Italia, ντουέτο, Credete alle femmine.

Η μουσικότητα και η προσοχή στο στήσιμο των φράσεων της Νέζη φάνηκαν στα δικά της μέρη: La Cenerentola, ντουέτο, Tutto é deserto. Amici?… Un soave non so che/Otello, Assisa a’ piè d’un salice/Il Barbiere di Siviglia, τρίο, Ah qual colpo inaspettato!).

Ο Διονύσης Σούρπης αποδείχθηκε ιδανικός σε έκφραση, σπιρτάδα και δεξιοτεχνικό οίστρο κατά την διάσημη καβατίνα του Figaro (Il Barbiere di Siviglia, Largo al factotum). Ιδιαίτερα επιτυχής κρίθηκε και στα υπόλοιπα αποσπάσματα της ίδιας όπερας, που ακούσαμε: Dunque io son και Ah, qual colpo inaspettato! Να, ένας ταλαντούχος νέος τραγουδιστής που θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στη διανομή  ενός μελλοντικού ανεβάσματος μιας πλήρους όπερας του τιμώμενου συνθέτη.

Celia Costea.
Η Celia Costea.

Η Ρουμάνα υψίφωνος Costea είναι μια σημαντική καλλιτέχνις, την οποία –ευτυχώς- τακτικά έχουμε την ευκαιρία να χαιρόμαστε σε παραγωγές της ΕΛΣ. Μολονότι δεν θα τη συνδύαζε κανείς εύκολα με τα έργα του Rossini, η μεγάλη σε έκταση και πλούσια σε ηχοχρώματα φωνή της, όπως και η μουσικότητά της, εντυπωσίασαν στο ρετσιτατίβο και την υπέροχη λυρική άρια της Ματθίλδης, “Ils s’éloignent enfin!… Sombre forêt”, από την ακροτελεύτια όπερα του συνθέτη, Guillaume Tell. Επιπλέον, ευχαρίστησε νωρίτερα ερμηνεύοντας με προσοχή και νόημα τη δραματική σκηνή (ρετσιτατίβο και άρια) «L’ora fatal s’appressa…Giusto ciel!” από την όπερα «L’assedio di Corinto», όπως και με άφθονο brio και λάμψη το τραγούδι «La danza», υπογραμμίζοντας τον ζωηρό ρυθμό της tarantella (Le soirées musicales, αρ. 8).

O Ισπανός τενόρος Sancho, ένας από τους αρτιότερους ερμηνευτές μπαρόκ έργων, τον οποίον έχουμε θαυμάσει σε διεθνείς παραγωγές έργων των Jean Philippe Rameau, George Frideric Handel και Johann Sebastian Bach (υφολογικά και συναισθηματικά εύστοχος στις άριες από τα δύο μεγάλα Πάθη), έπεισε τόσο τεχνικά όσο και μουσικά, κατά την ερμηνεία της άριας «Oh, fiamma soave» από την όπερα «La donna del lago». Επίσης, ερμηνευτικά σωστός κρίθηκε στο ντουέτο από την όπερα «La Cenerentola, Tutto è deserto. Amici?…Un soave no so che» και στο τρίο «Ah qual colpo inaspettato!» από την όπερα «Il Barbiere di Siviglia». Η εκλεπτυσμένη έκφρασή του και το ιδιαίτερο ηχόχρωμα την ελαφριάς φωνής τενόρου, που διαθέτει, με καθαρές και εύκολες ψηλές νότες, ξεχώρισαν.

Βρήκαμε ότι ο διαπρεπής Ιταλός βαρύτονος Bordogna, τον οποίον έχουμε παρακολουθήσει σε μεγάλες ευρωπαϊκές σκηνές (πρόκειται για έναν από τους αρτιότερους σύγχρονους ενσαρκωτές του ρόλου του Leporello στην όπερα Don Giovanni του Wolfgang Amadeus Mozart) υπήρξε εκείνος που ίσως περισσότερο από όλους τους εκλεκτούς καλλιτέχνες της βραδιάς, έπεισε για την ιδιαίτερη σχέση του με το ροσσίνειο σύμπαν. Ερμήνευσε την καβατίνα «Il mio piano è preparato» (La Gazza ladra) με ιταλική φινέτσα, προσοχή στο κείμενο και το ύφος του συνθέτη. Με αμεσότητα και καλό γούστο απέδωσε και την καβατίνα «Se ho da dirlo, avrei molto piacere» (Il Turco in Italia) και ντουέτο «Credete alle femmine» (Il Turco in Italia). Επίσης, ήταν ακριβέστατος κατά την εκφορά των συλλαβών σε γρήγορες ταχύτητες (όντως, δεν «μάσησε» ούτε γράμμα).

O αρχιμουσικός, η ορχήστρα και οι σολίστ του Gala.

Ο Ιταλός αρχιμουσικός Sebastiano Rolli, με πείρα στη διεύθυνση Ιταλικών μελοδραμάτων, και η ορχήστρα της ΕΛΣ, φρόντισαν με συνέπεια για την ορθή συνοδεία των σολίστ, όπως και για μια ερμηνευτικά εύστοχη εισαγωγή –αν και όχι ιδιαίτερα λαμπερή στο γρήγορο μέρος της- από την όπερα «L’ Italiana in Algeri», με την οποία άνοιξε το Gala.

Κλείνοντας, οφείλουμε να αναφέρουμε την απουσία τριών Ελλήνων τραγουδιστών, που με αγάπη στο έργο του Rossini σημείωσαν επιτυχημένες εμφανίσεις  σε  παραγωγές έργων του από την ΕΛΣ (και όχι μόνον) κατά το παρελθόν, και οι οποίοι, κατά την άποψή μας, θα έπρεπε να είχαν ακουστεί σε αυτό το Gala: Μαρίτα Παπαρίζου, μεσόφωνος, Αντώνης Κορωναίος, τενόρος, και Χριστόφορος Σταμπόγλης, μπάσος. Προσθέτουμε ότι, η Παπαρίζου προετοίμασε με προσοχή και πρόσφερε τη δική της εξαίρετη, μελετημένη και υφολογικά εύστοχη, ανάγνωση της όπερας Tancredi, σε παραγωγή ειδικά για την ΕΡΤ2, που προβλήθηκε ακριβώς την ίδια βραδιά με το Gala (16/9, ώρα 21.00).

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.