«Άξιον Εστί» – Επετειακές μουσικές αναφορές και μνήμες από την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης

Μίκης Θεοδωράκης. "Άξιον Εστί" στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (Φωτογραφία: Αμάντα Πρωτίδου).
Μίκης Θεοδωράκης. "Άξιον Εστί" στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (Φωτογραφία: Αμάντα Πρωτίδου).
Μίκης Θεοδωράκης. “Άξιον Εστί” στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (Φωτογραφία: Αμάντα Πρωτίδου).

 

Γράφει ο Αντώνης Ι. Κωνσταντινίδης

 

Το ‘’Αξιον Εστί”, είναι ένα εμβληματικό έργο που αποτελεί σταθμό στον ελληνικό μουσικό πολιτισμό. Σ’ αυτό συναντώνται οι κόσμοι της ποίησης και της μουσικής και δύο κορυφαίοι δημιουργοί, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Μίκης Θεοδωράκης.

Το ποιητικό κείμενο εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1959 και λίγα χρόνια μετά, στις 19 Οκτωβρίου του 1964 παρουσιάζεται ως λαϊκό ορατόριο στο Θέατρο «Ρεξ» υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Η εξέλιξη του έργου, σφραγίζεται από αυτήν την πρεμιέρα, από την ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση στο τραγούδι και την αφήγηση του Μάνου Κατράκη.

Για τη μελοποίηση του «‘Αξιον Εστί» ο Θεοδωράκης επιλέγει αποσπάσματα του έργου του Ελύτη, έναν ύμνο από τη «Γένεση», τέσσερις ψαλμούς, τέσσερα άσματα και τρία αναγνώσματα από το δεύτερο μέρος, τα «Πάθη» και έναν αριθμό 35 στροφών από τον ύμνο του τρίτου μέρους, το «Δοξαστικόν».

Ο Ελύτης, έχοντας ως αφετηρία της έμπνευσής του την ιστορική περιπέτεια της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του ’40, ομιλεί μέσα από την ποίησή του και αφηγείται το δράμα και τα πάθη της πατρίδας. Επιλέγει εμπνευσμένα μια τριμερή δομή που παραπέμπει (όπως φαίνεται και από την ονομασία των ενοτήτων) σε μία τελετουργική αντίληψη, θρησκευτικής υφής, σε μία μορφή δέησης όπου αναγνωρίζονται επιρροές σχημάτων από την αρχαιοελληνική τραγωδία. Είναι η διαδοχή της Γέννησης του Πάθους του Θανάτου της Ανάστασης και της Αθανασίας.

Η δομή του έργου

Το σκηνικό του Αιγαίου και η αιθρία του τοπίου κυριαρχούν στη «Γένεση» και μεταπλάθονται στην ποιητική αντίληψη πέρα από συμβατικά όρια και χρονικά πλαίσια. Είναι «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» του Ελύτη, ο θνητός και μάταιος, ο αθάνατος και αιώνιος.

Στα «Πάθη», ο ιστορικός χρόνος του έπους της Αλβανίας, της κατοχής και της απελευθέρωσης διοχετεύεται ως μια εμπειρία βιώματος στα «Αναγνώσματα», ως ποιητική αντίληψη της πολεμικής μνήμης στους  «Ψαλμούς» και ως διαφυγή στα «Άσματα», (Ένα το χελιδόνι). Είναι η απόγνωση και το πένθος του ποιητή που ταυτίζεται με τον λαό του (Με το λύχνο το άστρου), εξομολογούμενος την πίκρα και την άδικη μοίρα του (Της αγάπης αίματα). Ο τελευταίος Ψαλμός των «Παθών» προετοιμάζει το τρίτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης, όπου πραγματοποιείται η πορεία στη χώρα της αθανασίας και η νίκη επί του θανάτου.

Στο «Δοξαστικό» επέρχεται η κορύφωση του έργου με τη δοξολογία της φύσης, ενός κόσμου μικρού που οδηγεί στον κόσμο τον μέγα, μέσα από συνειρμούς, εικόνες και συμβολισμούς. Είναι οι ποιητικοί Χαιρετισμοί στο πρόσωπο της Πατρίδας, της Ελευθερίας, της προαιώνιας Γυναίκας και Μητέρας που συντίθενται στη συνείδηση του δημιουργού και καταλήγουν στην αντιπαραβολή του παροδικού και του αιώνιου, του νυν και του αιέν.

Είναι το «Άξιον Εστί», ένα σταθερό βήμα σε μία διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα σύμφωνα με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου και μαζί ένα λεπτομερές ιδεόγραμμα της χώρας και της ιστορίας της, ένα καθαρό δακτυλικό της αποτύπωμα.

Αυτό ακριβώς το ποιητικό αποτύπωμα του λόγου, είναι που διευρύνεται μουσικά και αποκτά μια πανανθρώπινη διάσταση στη μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη. Με ρώμη και ευαισθησία και ένα καταπληκτικό αισθητήριο, ο συνθέτης προχωρά στην έντεχνη, δημιουργική σύζευξη στοιχείων που βασίζονται στη λαϊκή παράδοση, στη δημοτική και τη βυζαντινή μουσική. Συμφωνική και λαϊκή ορχήστρα, τραγουδιστής, ψάλτης, αφηγητής και μικτή χορωδία συνθέτουν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται και εξελίσσεται το έργο. Και η εξέλιξη αυτή είναι μια άλλη μορφή έκφρασης, του πολυεπίπεδου λόγου του Ελύτη. Η ποιητική διαλεκτική μεταξύ του αισθητού και του ιδεατού κόσμου, βρίσκει την ιδανική εκφραστική της διέξοδο στη μουσική έμπνευση του Μίκη και αυτή γίνεται τραγούδι, θούριος, ύμνος, παρηγοριά, ελπίδα, προσευχή. Κτήμα κοινό, διαχρονικό και πολύτιμο.

 

Μίκης Θεοδωράκης. “Άξιον Εστί” στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (φωτογραφία: Αμάντα Πρωτίδου).

 

Η συναυλία στο ΜΜΘ

Το δημοφιλές αυτό έργο, παρουσιάστηκε πρόσφατα (27/10) από την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στο Μέγαρο Μουσικής ως αφιέρωμα στην επέτειο των ημερών. Την ευθύνη της διεύθυνσης είχε ο Γιώργος Βράνος, που καθοδήγησε την ερμηνεία του έργου, εντός του γνώριμου αισθητικού του πλαισίου, αυτό που επιζητεί η χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες μουσική γραφή, με άνεση, αμεσότητα  και επικοινωνιακή διάθεση.

Στο ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή ο Κώστας Μακεδόνας προσέφερε μια αξιοπρεπή απόδοση των γνωστών τραγουδιών με σαφείς αναφορές σε παλαιότερες, κλασικές πλέον, ερμηνείες. Η ερμηνευτική παρουσία του κ Τάση Χριστογιαννόπουλου ανέδειξε το ρόλο του ψάλτη, αποκαλύπτοντας τον χαρακτήρα του μέσα από μία εξαιρετική, τεχνικά αξιοσημείωτη ή και συγκλονιστική κάποτε, ερμηνεία. Ο Λεωνίδας Κακούρης έδωσε το δικό του προσωπικό στίγμα στην αφήγηση, αναδεικνύοντας μία άλλη προσέγγιση στο βαρυσήμαντο ποιητικό παιχνίδισμα των λέξεων και αναμετρώμενος στη μνήμη των ακροατών με τη γνωστή ερμηνεία του Μάνου Κατράκη που στοιχειώνει το έργο ήδη από την πρεμιέρα του.

Η Μικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης, σε διδασκαλία Μαίρης Κωνσταντινίδου, συμπορεύτηκε στην πορεία της συναυλίας με την ορχήστρα και τους σολίστες υποβαστάζοντας επιμελώς, με τις απαιτούμενες  χορωδιακές εξάρσεις την ερμηνευτική διάσταση του έργου και παρά τις εγγενείς ακουστικές δυσκολίες της σκηνής.

Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και σ’ αυτή την ιδιαίτερη, συναυλιακή της παρουσία, κατάφερε να επιδείξει, όχι μόνο τις  ερμηνευτικές δυνατότητες των καλλιτεχνών της, αλλά και ότι μπορεί ως σύνολο να αντεπεξέρχεται επιτυχώς, και να προσαρμόζεται με επαγγελματισμό και συνέπεια σε ευρείες και πολυποίκιλες προκλήσεις. Και οι ποιοτικές προκλήσεις αποτελούν πάντοτε  για την εξέλιξη μιας ορχήστρας ένα σημαντικό ζητούμενο…