Metropolitan Opera: «La Fanciulla del West» του Puccini από τους ιδανικούς Westbroek και Kaufmann

Jonas Kaufmann (Dick Johnson) και Eva-Maria Westbroek (Minnie). Φωτο: Ken Howard/The Met.
Ο συνθέτης Giacomo Puccini.
Ο συνθέτης Giacomo Puccini.

Από τις συνολικά δεκατρείς όπερες που συνέθεσε ο Giacomo Puccini (1858-1924), μόνον οι  πέντε παρουσιάζονται σε σταθερή βάση από τα διεθνή λυρικά θέατρα. Ο λόγος φυσικά για τις αριστουργηματικές Manon Lescaut (πρώτη παγκόσμια παρουσίαση, 1893), La Bohème (1896),  Tosca (1900), Madama Butterfly (1904) και Turandot (1926, παρέμεινε ημιτελής μετά τον θάνατο του μουσουργού και ολοκληρώθηκε από τον Franco Alfano). Εντούτοις, και οι υπόλοιπες οκτώ έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες αρετές, αντικατοπτρίζοντας απολύτως τη μεγαλοφυή σκέψη του δημιουργού τους την εποχή που τις συνέθετε. Ίσως κάποια από τα libretti να είναι λιγότερο καλοδουλεμένα από αλλά, όμως η μουσική σε όλες ανεξαιρέτως έχει το δικό της ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Δεν είναι της παρούσης να αναφερθούμε στην κάθε μια ξεχωριστά, αν και θα ήταν πολύ δελεαστικό λόγω των διαφορετικών ποιοτήτων των παρτιτουρών, αλλά ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε εκείνη με τίτλο, Edgar, δεύτερη κατά χρονολογική σειρά σύνθεσης, που σώζεται σε τέσσερις εκδοχές (1889, 1891, 1892 και 1905). O συντάκτης του παρόντος κειμένου έχοντας στο πρόσφατο παρελθόν την ευκαιρία να δουλέψει πάνω σε άγνωστες χειρόγραφες σελίδες του έργου, με ιδιόγραφες διορθώσεις του συνθέτη, έγινε μάρτυρας της εντατικής και επίμονης εργασίας του τελευταίου πάνω σε μια παρτιτούρα που πραγματικά τον ενδιέφερε: δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι ο Puccini έκρινε σκόπιμο να επεξεργαστεί το έργο πολλές φορές, ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της Madama Butterfly. Και βεβαίως, μελετώντας ή ακούγοντας την εν λόγω όπερα γοητεύεται κανείς από την ποιότητα του μουσικού υλικού, από τις μελωδίες, τις άριες, τα σύνολα, τα χορωδιακά, την ενορχήστρωση και γενικότερα από όλα εκείνα τα στοιχεία που μας κερδίζουν σε κάθε σκηνικό έργο του. Επιπλέον, η μελέτη χειρόγραφων σελίδων, πάλι με ιδιόγραφες διορθώσεις, μιας άλλης υπέροχα ελκυστικής όπεράς του, διαφορετικού ύφους, αρκετά άγνωστης στο ευρύ κοινό,  με τίτλο La rondine (που επίσης σώζεται σε παραπάνω από μια εκδοχές, 1917, 1920 και 1924), μας οδηγεί στα ακριβώς ίδια συμπεράσματα, παράλληλα κάνοντας μας να λυπούμαστε που τόσο οι υπεύθυνοι καλλιτεχνικού προγραμματισμού των λυρικών θεάτρων, μη θέλοντας να ρισκάρουν, σπάνια δίνουν την ευκαιρία στο κοινό να εκτιμήσει ένα από τα λιγότερα παιγμένα έργα (γεγονός, φυσικά, που ισχύει και με εκείνα πολλών άλλων ονομαστών μουσουργών). Η δική μας Εθνική Λυρική Σκηνή, που τα τελευταία χρόνια έχει εμπράκτως αποδείξει την τόλμη της στην επιλογή σπάνιων μελοδραμάτων, τα οποία ανεβάζει κατά τη διάρκεια της χειμερινής καλλιτεχνικής περιόδου (αυτό δεν ισχύει για τις επιλογές πολυπαιγμένων μελοδραμάτων, που παρουσιάζει κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών), ίσως θα έπρεπε να λάβει υπόψιν της τα λιγότερο παιγμένα αυτά πουτσίνεια αριστουργήματα.

Αυτών λεχθέντων, είναι προς τιμήν της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (The Metropolitan Opera), που πρόσφατα επέλεξε να επαναφέρει έναν Puccini, ο οποίος δεν ανήκει στους γνωστότερους, έστω και σε παλαιότερη παραγωγή, με διαφορετική, ωστόσο, διανομή. Ο λόγος για την όπερα La fanciulla del West (Το κορίτσι της Δύσης), που γράφτηκε ακριβώς για αυτό το σπουδαίο αμερικανικό λυρικό θέατρο και παρουσιάστηκε εκεί, στις 10 Δεκεμβρίου 1910. Η επιτυχία αυτής της πρώτης παγκόσμιας παρουσίασης ήταν εξαρχής εξασφαλισμένη λόγω της φήμης του συνθέτη, αλλά και των συντελεστών της: τα ηχηρά ονόματα των Arturo Toscanini, στο podium, και των Emmy Destin, Enrico Caruso και Pasquale Amato, στους πρωταγωνιστικούς, εύκολα δίνουν μια ιδέα της ποιότητας της παράστασης που εισέπραξε το νεοϋορκέζικο κοινό.

Το libretto των Guelfo Civini και Carlo Zangarini, βασισμένο στο θεατρικό έργο του David Belasco (ο οποίος στο πρόσωπο του Puccini είχε βρει έναν ένθερμο θαυμαστή), φέρει τον τίτλο, The Girl of the Golden West (Το Κορίτσι της Χρυσής Δύσης). Τοποθετεί την πλοκή σε περιοχή χρυσορυχείων της  Καλιφόρνια κατά τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα (1849-1850) περιγράφοντας πτυχές της ζωής των χρυσοθήρων. Η Minnie, ιδιοκτήτρια του saloon της περιοχής, ερωτεύεται τον Dick Johnson, αγνοώντας ότι είναι καταζητούμενος ληστής: βεβαίως, ο έρωτάς της για εκείνον κάθε άλλο παρά ελαττώνεται όταν μαθαίνει την πραγματική του ταυτότητα, αλλά και τις ταλαιπωρίες που έχει βιώσει από τα παιδικά του χρόνια. Ο σερίφης Jack Rance, που είναι ερωτευμένος με την ηρωίδα, χωρίς ανταπόκριση από την ίδια, προσπαθεί να συλλάβει τον Dick.

Η πρόσφατη παρουσίαση της όπερας από την Met, γνώρισε την ίδια επιτυχία με τις προηγούμενες και το συνολικό αποτέλεσμα υπήρξε υψηλού επιπέδου. Ειδικότερα, στις 27/10, στην Αίθουσα Αλεξάνδρας Τριάντη (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), σε απευθείας μετάδοση από το λυρικό θέατρο, παρακολουθήσαμε τη γνωστή και δοκιμασμένη παραγωγή της Fanciulla, του 1991, που σκηνοθέτησε ο Giancarlo del Monaco, γιός του θρυλικού τενόρου, Mario del Monaco (πρόκειται για την παραγωγή που κυκλοφορεί σε DVD από την Deutsche Grammophon, με πρωταγωνιστές τους Plácido Domingo, Barbara Daniels και Sherrill Milnes, DVD 0440 073 4023 3). Σε συνεργασία, με τους Michael Scott (σκηνικά και κοστούμια), Gil Wechsler (φωτισμοί), μας μετέφερε ακριβώς στην εποχή της δράσης του έργου, δημιουργώντας το σωστό συναισθηματικό κλίμα. Είδαμε χαρακτηριστικά κοστούμια της εποχής, το εσωτερικό του saloon με κάθε λεπτομέρεια, το εσωτερικό του σπιτιού της Minnie στο δάσος, και, στην τελευταία πράξη, το εύγλωττο σκηνικό που μας μεταφέρει στους πρόποδες του βουνού, κατά τη δύση, όπου είχαν στηθεί απειλητικές κρεμάλες. Ακριβώς όπως θα τα είχε οραματιστεί ο Puccini.

Σκηνή από την όπερα "La Fanciull del West". Φωτο: Ken Howard/Met Opera.
Σκηνή από την όπερα “La fanciulla del West”. Φωτο: Ken Howard/Met Opera.

Ο σκηνοθέτης Gregory Keller, υπεύθυνος αναβίωσης της παραγωγής, πέτυχε να ξαναζωντανέψει το ενδιαφέρον της αρχικής σύλληψης στο ακέραιο, με προσοχή προσαρμόζοντάς την στα χαρίσματα των σύγχρονων πρωταγωνιστών που ακούσαμε και είδαμε.

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε είχε το μεγάλο προτέρημα μιας αξιοσημείωτης  φωνητικής διανομής.

Στον ρόλο της Minnie, η Ολλανδή σοπράνο EvaMaria Westbroek υποστήριξε μια νεανική όμορφη ηρωίδα, δυναμική, αλλά και ευαίσθητη, με αυθόρμητη έκφραση και αγνότητα, μέχρι το τέλος. Η φωνή της είναι πάντα ιδιαίτερη, μεγάλης έκτασης (με ασφαλείς ψηλές νότες) και με ωραίες αποχρώσεις. Αναφέρουμε ότι  είναι προγραμματισμένο να την ακούσουμε και πάλι στο κύκλο των ζωντανών μεταδόσεων από την Met, αυτή τη φορά ως Sieglinde, στο μουσικό δράμα Η Βαλκυρία (Die Walküre) του Richard Wagner (η παράσταση θα δοθεί στις 30/3/2019, ενώ στην Αθήνα θα προβληθεί μαγνητοσκοπημένη μετάδοση στις 6/4).

Jonas Kaufmann (Dick Johnson) και Eva-Maria Westbroek (Minnie). Φωτο: Ken Howard/The Met.
Jonas Kaufmann (Dick Johnson) και Eva-Maria Westbroek (Minnie). Φωτο: Ken Howard/The Met.

Στο πρόσωπο του Γερμανού τενόρου Jonas Kaufmann είχε τον ιδανικό Dick. Ο λυρικός καλλιτέχνης σημείωνε την επιστροφή του στη Met, μετά από τον αξέχαστο Werther (Jules Massenet) του 2014  (βλ. Critics’ Point, 4/4/2014), με γενναιοδωρία προσφέροντας στον ρόλο τα αξιοζήλευτα φωνητικά και υποκριτικά του χαρίσματα. Στη μεγάλη σκηνή της δεύτερης πράξης, όπου ο ήρωας, λόγω κακοκαιρίας, βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι της Minnie, τόσο εκείνος όσο και η Westbroek, συγκίνησαν. Η θέρμη της μουσικής προσωπικότητας του Kaufmann και το σκούρο ηχόχρωμα της φωνής του ξεχώρισαν στην άρια Chella mi creda libero, της τρίτης και τελευταίας πράξης, κατά την οποία, ο Dick περιμένοντας να θανατωθεί, ζητά να μην μάθει η Minnie το τέλος του. Επιπλέον, στη συνέχεια της ίδιας πράξης, η σκηνή όπου εμφανίζεται αυτή η θαρραλέα αγαπημένη του για να τον σώσει από την κρεμάλα, τόσο ο Kaufmann όσο και η Westbroek ερμήνευσαν με ιδιαίτερη αμεσότητα, που άγγιξε το κοινό, αλλά και τα μέλη της χορωδίας (το έβλεπες στην έκφραση των προσώπων τους και το άκουγες στο τραγούδι τους).

Ο Σέρβος βαρύτονος Željko Lučić για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του ενσάρκωνε τον ρόλο του ζηλιάρη και εκδικητικού Jack Rance. Όπως ανέφερε σε συνέντευξη, που ακούσαμε σε ένα από τα διαλείμματα, επρόκειτο για τον δυσκολότερο ρόλο που έχει αντιμετωπίσει μέχρι τώρα. Με γεμάτη φωνή, υποκριτική άνεση, ευστοχία και προσήλωση, πρότεινε έναν μοχθηρό σερίφη, προσθέτοντας τόνους από άλλους ρόλους “κακών” που έχει ερμηνεύσει, όπως του Scarpia (Puccini, Tosca), αλλά και του προγενέστερου, Iago (Giuseppe Verdi, Otello).

 Ο Željko Lučić ως σερίφης Jack Rance. Φωτο: Ken Howard/The Met.
Ο Željko Lučić ως σερίφης Jack Rance. Φωτο: Ken Howard/The Met.

Μόνον αρετές βρήκαμε στους ενσαρκωτές των δευτερευόντων ρόλων, που ειδικά σε αυτή την όπερα πρέπει να καλύπτονται από ικανούς τραγουδιστές καθώς το έργο περιέχει πολλά και απαιτητικά ensembles, πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών και χορωδίας: Carlo Bosi (Nick), Michael Todd Simpson (Sonora), Matthew Rose (Ashby) και Oren Gradus (Jake Wallace).

Η Χορωδία της Met, για άλλη μια φορά στάθηκε σε υποδειγματικό επίπεδο, τραγουδώντας τα εκτενή της μέρη με έξοχο ήχο, τεχνική ακρίβεια, και προπάντων, ειλικρινές αίσθημα.

Ο Ιταλός αρχιμουσικός Marco Armiliato και η συναρπαστική ορχήστρα της Met, με τα λαμπερά πνευστά και τα τόσο καλοδεμένα – αγγελικά καλόηχα- έγχορδα, ανέδειξαν την πλούσια ενορχήστρωση, τον ξεχωριστό ηχητικό κόσμο και την προχωρημένη αρμονική γραφή της θεσπέσιας παρτιτούρας, που δικαίως βρισκόταν τόσο κοντά στην καρδιά του ίδιου του συνθέτη της, ο οποίος την ξεχώριζε από όλες τις άλλες του. Ναι, στο τέλος της όπερας, μετά από το happy –and touching- ending (για το ζεύγος των ηρώων, που ένωναν τη ζωή τους και έφευγαν για άλλους τόπους, και όχι για τους μάλλον συμπαθείς χρυσοθήρες, που θα έμεναν πίσω μόνοι και δίχως την παρέα της Minnie), νιώσαμε γεμάτοι και ικανοποιημένοι. Ο πάντα μεθυστικός -και σε αυτή την παράσταση απολύτως δικαιωμένος- Puccini μάς είχε κατακτήσει για άλλη μια φορά.

 

 

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα