“Adriana Lecouvreur” από την Met

Ο Piotr Beczała ως Maurizio και η Anna Netrebko ως Adriana Lecouvreur. Φωτο: Ken Howard / Met Opera

Γράφει ο Δρ Ιωάννης H. Βλάχος*

 

Ο Piotr Beczała ως Maurizio και η Anna Netrebko ως Adriana Lecouvreur. Φωτο: Ken Howard / Met Opera
Ο Piotr Beczała ως Maurizio και η Anna Netrebko ως Adriana Lecouvreur. Φωτο: Ken Howard / Met Opera

 

Οι παραστάσεις της Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης μεταδίδονται “ζωντανά”, ως γνωστόν, στη μεγάλη οθόνη και έτσι δίνεται η δυνατότητα σε εκατομμύρια φίλους της όπερας ανά τον κόσμο, συγκεκριμένα τριάντα τέσσερα εκατομμύρια κατά την πιο πρόσφατη μετάδοση, να παρακολουθούν τις προσεγμένες απ’ όλες συνήθως τις απόψεις παραγωγές και με πιο οικονομικό εισιτήριο συγκριτικά με όσους τις παρακολουθούν από κοντά με ακριβό εισιτήριο, μην το ξεχνάμε.

Στις 12 Ιανουαρίου παρακολουθήσαμε την “Adriana Lecouvreur” (πρώτη παγκόσμια παρουσίαση, Νοέμβριος 1902) του Ιταλού συνθέτη Francesco Cilea (1866-1950), ο οποίος συνέθεσε πέντε όπερες και μερικά συμφωνικά έργα. Από τις όπερες του, οι οποίες σε πρώτη παρουσίαση δεν έτυχαν καλής υποδοχής και χρειάστηκε να επανεπεξεργαστεί σε πολλές επανεκδόσεις, παρουσιάζονται μόνο η ανωτέρω και η Arlesiana (1897).

Η όπερα που o Cilea συνέθεσε σε λιμπρέτο Arturo Colauti έχει τέσσερις πράξεις και το libretto της στηρίζεται στην ιστορία της Γαλλίδας ηθοποιού Adriana Lecouvreur (1692-1730). Όμως τα γεγονότα του έργου είναι φανταστικά, όπως και ο θάνατος της πρωταγωνίστριας από δηλητηριασμένες βιολέτες, η δε πλοκή του έργου είναι αρκετά μπερδεμένη και δύσκολα κατανοητή η διεξαγόμενη ιστορία των παθών της ηρωΐδας.

Στην πρώτη παρουσίαση της στο Teatro Lirico στο Μιλάνο (6 Νοεμβρίου 1962) τραγούδησαν στο ρόλο της Adriana η τότε πολύ γνωστή σοπράνο Angelina Pantolini  και στο ρόλο του αγαπημένου της Μaurizio, ο Enrico Caruso.  Σε αυτή την όπερα έκανε και την πρώτη του εμφάνιση στην Met ο Ισπανός τενόρος, νεαρός τότε, Placido Domingo  συνεργαζόμενος με την Renata Tebaldi.

Στη σημερινή διανομή το ρόλο της Adriana παρουσίασε η γνωστή μας και από άλλες παρουσιάσεις της Met, Ρωσίδα υψίφωνος Anna Netrebko (γ. 1971). Ο ρόλος αυτός απαιτεί μια λυρική καλλιτέχνιδα με γεμάτη φωνή που δε χρειάζονται να ανέβει υπερβολικά ψηλά σε έκταση. Όμως χρειάζεται ισχύ φωνής, vocal power, και δραματική απόχρωση. Προσόντα απαραίτητα ιδιαιτέρως για την τέταρτη πράξη και που διαθέτει  πλούσια η Netrebko.

Στον ρόλο του Maurizio ο 52χρονος Piotr Beczała, πολωνικής καταγωγής. Ο ρόλος χρειάζεται έναν δραματικό τενόρο όπως είναι ο Beczała που έδειξε από την αρχή την ικανότητα του στην άρια “La dolcissima effigie”. Στον επίσης σημαντικό ρόλο του βαρύτονου, ο θιασάρχης στο έργο. Michonette, ο Ιταλός Abrosio Maestri,  49 ετών, έδωσε εκτός από σωστές αποχρώσεις, βάθος φωνής και έντονη σκηνική, θα έλεγα, παρουσία της πατρικής μορφής  και συγχρόνως του επίδοξου εραστή.

Η όπερα της Μet ήταν σε παραγωγή του Sir David McVicar από την Γλασκώβη, του Hνωμένου Βασιλείου, o οποίος έχει ξεκινήσει ως ηθοποιός και εξελίχθηκε σε διεθνή γνωστό σκηνοθέτη όπερας παίρνοντας γι’ αυτές του τις ικανότητες τον τίτλο του Sir (Knight Bachelor) το 2008.

Η σκηνοθεσία της όπερας θα μπορούσε να θεωρηθεί κλασική ενδυματολογικά και σκηνικά Θύμιζε από την αρχή έργο Pirandello (θέατρο μέσα στο θέατρο) κυρίως την τρίτη και πρώτη πράξη, όπου ο μονόλογος της Netrebko δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από οποιαδήποτε μεγάλη θεατρική τραγωδό.

Την ορχήστρα της Met διηύθυνε ο ιταλικής καταγωγής αρχιμουσικός Gianandrea Noseda, με μεγάλη ευαισθησία και εκφραστικότητα, ειδικά στην τρίτη πράξη που έχει πλούσιο συναισθηματικό πλαίσιο και όχι τόσο σκηνική διεξαγωγή. Ο μαέστρος συνεργάστηκε άψογα με την ορχήστρα και εξέφρασε την αναγνώρισή του επίσης με ένα compliment: “It makes music sound as a song”.

Η όπερα ανήκοντας στο είδος verismo, δεν έχει την συνηθισμένη μεγάλη μουσική εισαγωγή (overture) παρά μόνο ένα intermezzo στην τέταρτη πράξη και όπως πολλές σύγχρονες όπερες, δεν έχει χορωδιακό μέρος. Επίσης πολλές από τις άριες και ιδιαίτερα τα duetti, θυμίζουν σύγχρονη μουσική, τύπου musical: είναι γνωστό ότι ο διάσημος συνθέτης musical, Andrew Lloyd Webber, γ. 1948, για το έργο «Το Φάντασμα της Όπερας» (The Phantom of the Opera, 1986) είχε κατηγορηθεί για τη χρήση του μεγάλου μουσικού θέματος, που ερμηνεύει ο ήρωας Dick Johnson («Quello che tacete») στην όπερα «Το κορίτσι της Δύσης» (La Fanciulla del West) του Giacomo Puccini.

Στην πρώτη πράξη της εμφάνισης των ερωτευμένων (Adriana–Maurizio)  στον χώρο των παρασκηνίων ενός θεάτρου, οι δύο πρωταγωνιστές έχουν την  ευκαιρία να δώσουν δύο εξαιρετικές άριες κι ένα duetto, που επιβραβεύτηκαν από το ακροατήριο της Met με θερμό χειροκρότημα.

Η δεύτερη πράξη όπου μπερδεύετε λίγο το κοινό για το τι συμβαίνει, δεν έχει κάτι ιδιαίτερο μουσικά, αλλά το σκηνικό της Met, με πραγματικά κεριά στα κηροπήγια, δίνει μία εξαιρετική αληθοφάνεια στα τεκταινόμενα.
Στην τρίτη πράξη εκτός από το μονόλογο της Netrebko που όπως αναφέρθηκε ήταν συγκλονιστικός και η σκηνική αντίδραση της αντίζηλου της Principessa de Bouillon  (εξαιρετική μεσόφωνος η  Γεωργιανή Anita Rachvelishvili, γ. 1984) ήταν εξαιρετική. Το κύριο όμως θέμα στην τρίτη πράξη, είναι το μπαλέτο, όπου οι ηθοποιοί παρακολουθούν το θέαμα (θέατρο μέσα στο θέατρο). Το μπαλέτο προετοιμάζει το κοινό για την τελευταία τραγική πράξη. Το Xρυσό Mήλο της Αφροδίτης περνάει από χέρι σε χέρι και η συμβουλή που δίνεται είναι «πρόσεξε τα δώρα, μπορεί από κακεντρέχεια, ζήλια, φθόνο να είναι φονικά!».  Στην πράξη αυτή η χορωδία εκφράζεται για πρώτη και τελευταία φορά μουσικά, αντικρίζοντας το αβυσσαλέο μίσος που χωρίζει τις δύο γυναίκες (Adriana-Principessa) για έναν άντρα (Maurizio). (Στην ελληνική βέβαια πραγματικότητα το ρεφρέν είναι «μια γυναίκα δύο άντρες»).

Η τέταρτη πράξη ήταν αυτό που λένε σήμερα τα νέα παιδιά στην καθομιλουμένη, «όλα τα λεφτά». Η σκηνή εισάγεται με ένα είδος πένθιμου εμβατηρίου που το διακόπτει μία άρπα, ερμηνεύοντας και μετρώντας ρυθμικά με τις χορδές της, ταν-ταν-ταν, τον χρόνο καθώς ο θάνατος έρχεται. Σαν μετρημένα δευτερόλεπτα μέσα στην αιωνιότητα, ενώ τα βιολιά ακομπανιάρουν αυτόν τον ατελείωτο χρόνο. Για να επιβεβαιωθεί  το επερχόμενο κακό, ακούγονται με τη σειρά τα όμποε, τα κλαρινέτα και τα μπάσα να βγάζουν μια κραυγή, σαν νυχτοπούλια.

Σ’ αυτή τη σκηνή, το ντουέτο Netrebko και Beczała (Adriana και Maurizio) έδωσε τον καλύτερό του εαυτό. Η σκηνή δε του θανάτου της ηρωίδας ήταν συγκλονιστική!

Είχα πολύ καιρό να συγκινηθώ παρακολουθώντας όπερα…

 

* Ο Δρ Ιωάννης Η. Βλάχος είναι Ορθοπαιδικός – Χειρουργός, τ. Καθηγητής Παν/μίου Κρήτης.