14ο Διεθνές Φεστιβάλ Αιγαίου-Διπλή επιτυχία του Peter Tiboris σε Σύρο και Αθήνα

Ο αρχιμουσικός Peter Tiboris.
Ο αρχιμουσικός Peter Tiboris.
Ο αρχιμουσικός Peter Tiboris.

Η Σύρος, νησί με πλούσια ιστορία και πολιτισμό, αποτελεί σταθερό καλοκαιρινό σταθμό επίσκεψής μας. Εκεί παρακολουθούμε τις εκδηλώσεις του Διεθνούς Φεστιβάλ Αιγαίου, το οποίο φέτος συμπλήρωσε –γεγονός είναι!- δεκατέσσερα έτη ύπαρξης  αποτελώντας πυρήνα έλξης τόσο για τους επισκέπτες του νησιού, Έλληνες και αλλοδαπούς, όσο και για τους μόνιμους κατοίκους του. Πίσω από όλη αυτή την ικανότατων διαστάσεων διοργάνωση, που σχηματίζεται από μεγάλο αριθμό χορωδιών και σολίστ, από διάφορες χώρες του κόσμου, όπως και από συνοδούς πιανίστες, βρίσκεται ο Ελληνοαμερικανός αρχιμουσικός και διοργανωτής Peter Tiboris, ιδρυτής του θεσμού. Έχοντας στο πλάι του την σύζυγό του, υψίφωνο και καλλιτεχνική διευθύντρια των οπερατικών παραγωγών του Φεστιβάλ, Eilana Lappalainen, προχωρά ακούραστος εδώ και χρόνια στην παραγωγή πολυπρόσωπων μουσικών εκδηλώσεων.

Οι συναυλίες και παραστάσεις όπερας λαβαίνουν χώρα, με λίγες εξαιρέσεις, στο υπέροχης αρχιτεκτονικής και διακόσμησης Θέατρο Απόλλων, πραγματικό κόσμημα για το νησί. Το Φεστιβάλ Αιγαίου υπήρξε ένας από τους ελάχιστους θεσμούς στη χώρα μας, που τίμησαν την μνήμη του Gioachino Rossini (1792-1868), με αφορμή την επέτειο των εκατόν πενήντα ετών από την εκδημία του.

Στην εποχή του και κατά κοινή ομολογία, ο Rossini ήταν ο διασημότερος συνθέτης της Ευρώπης. Ήδη από τα εικοσιένα του χρόνια είχε αναγνωριστεί ως ο πλέον αγαπημένος συνθέτης όπερας. Τόσο η σπινθηροβόλα μουσική του όσο και η χαρισματική του προσωπικότητα ενθουσίαζαν κοινό και κριτικούς. Εντούτοις, μολονότι έφυγε από την ζωή στα εβδομήντα έξι του χρόνια (13 Νοεμβρίου 1868),  παρέδωσε την τελευταία του όπερα πολλά χρόνια νωρίτερα, περίπου σαράντα χρόνια πριν, το 1829, στα τριάντα επτά του: ή ύστατη όπερά του ήταν ο «Guillaume Tell», που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1829, στην Salle Le Peletier των Παρισίων, πόλη μόνιμης διαμονής του.

Φέτος, το Φεστιβάλ Αιγαίου επέλεξε να παρουσιάσει  δύο σημαντικά έργα του τιμώμενου μουσουργού: το θρησκευτικό αριστούργημα «Stabat Mater» και την γοητευτική όπερα «La Cenerentola» (Η Σταχτοπούτα).

Στις 15/7, βεβαίως στο Θέατρο Απόλλων, ακούσαμε το πρώτο από τα δύο προαναφερθέντα έργα. Θα θυμίσουμε ότι η σύνθεση του Stabat Mater (το κείμενο αναφέρεται στην Παναγία και αρχίζει με την φράση «Ίστατο η Mήτηρ Τεθλιμμένη/Stabat Mater Dolorosa») άρχισε το 1831 και ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα, το 1841: αν και το 1833 είχαν ακουστεί έξι μέρη του έργου γραμμένα από τον Rossini (τα υπόλοιπα έξι μέρη γράφηκαν από τον φίλο και συνεργάτη του, Giovanni Tadolini, μετά από παράκληση του ίδιου του μουσουργού, ο οποίος λόγω ασθένειας δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει τη σύνθεση). Το έργο ολοκληρωμένο αποκλειστικά από τον Rossini, ακούστηκε για πρώτη φορά στις 7 Ιανουαρίου 1842, στην Salle Ventadour του Théâtre Italien (Παρίσι). Σολίστ ήταν οι λαμπροί ερμηνευτές μελοδραμάτων της λεγόμενης εποχής του belcanto: Giulia Grisi, υψίφωνος, Emma Albertazzi, μεσόφωνος, Mario (Giovanni Matteo De Candia), τενόρος, και Antonio Tamburini, βαρύτονος. Η υποδοχή του εκπληκτικής έμπνευσης και συγκίνησης έργου από το κοινό ήταν θριαμβευτική.

Οι ερμηνευτές του Stabat Mater.
Οι ερμηνευτές του Stabat Mater.

Ο Tiboris πρότεινε μία ανάγνωση που ανέδειξε τόσο τα θρησκευτικά όσο και τα έντονα οπερατικά στοιχεία της μεγαλοπρεπούς παρτιτούρας. Στη διάθεσή του είχε ένα καλοσχηματισμένο κουαρτέτο μονωδών, αποτελούμενο από τους Eilana Lappalainen, υψίφωνο, Κατερίνα Ρούσσου, μεσόφωνο, Alessandro Luciano, τενόρο, και Daniel Borowski, μπάσο, το οποίο έφερε στην επιφάνεια τόσο την σπαρακτική αγωνία όσο και τις ευαίσθητες αποχρώσεις της υψηλής μουσικής έμπνευσης. Οι χορωδίες που συμμετείχαν, κατέλαβαν τόσο τη σκηνή, τοποθετημένες πίσω από την ορχήστρα, όσο και στα πλαϊνά θεωρία, προσφέροντας μια πολυδιάστατη ηχητική εμπειρία. Τραγούδησαν με συναισθηματική ένταση, πολύ καλά συντονισμένη ηχητική ακρίβεια και λαμπρότητα: Chœur d’Enfants d’Île-de-France, Paris, France (διεύθυνση, Francis Bardot), Rincon/University High School Concert Choir, Tucson, (διεύθυνση, Mareena Boosamra-Ball) Northeast Louisiana Chorus, Monroe (διεύθυνση, Deborah Chandler), Bethel College Voices of Triumph, Mishawaka (διεύθυνση, Jeshua Franklin), Second Presbyterian Church Sanctuary Choir, Indianapolis, (διεύθυνση, Michelle  L. Louer) και Winston-Salem Youth Chorus / Salem College Choirs and Palmetto Voices, Winston-Salem, NC (διεύθυνση, Sonja Sepulveda).

Ειδική αναφορά οφείλεται στην Pan-European Philharmonia της Βαρσοβίας, η οποία αποτελούμενη κυρίως από νέους μουσικούς, ευχαρίστησε με τη μουσική της συνέπεια τόσο κατά το έργο του Rossini, όσο και κατά το επόμενο, που ακούστηκε στο το δεύτερο μέρος της ίδιας συναυλίας, και που δεν ήταν άλλο από τη Συμφωνία αρ. 5, Op. 64, του Pyotr Ilyich Tchaikovsky, ολοκληρωμένη το 1888. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη της ορχήστρας ακολούθησαν τον Tiboris σε μια εκτέλεση ιδιαίτερης πνοής, δραματικότητας (πρώτο μέρος, Andante-Allegro con anima-Molto più tranquillo) και λυρισμού (δεύτερο μέρος, Andante cantabile, con alcuna licenza-Non allegro-Andante maestoso con piano). Ο μαέστρος έκτισε τις μεγάλες φράσεις με ιδιαίτερη προσοχή. Τα κάθε άλλο παρά βιαστικά tempi που επέλεγε, έδιναν στη μουσική τον χώρο που χρειαζόταν για να ξεδιπλωθεί αποκτώντας επικές διαστάσεις. Η προσέγγιση έφερνε στο νου την ώριμη ανάγνωση της τελευταίας περιόδου του Leonard Bernstein, τον οποίον είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά ο Tiboris: ο φιλέρευνος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στην ηχογράφηση του Bernstein με την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης (Deutsche Grammophon, 0289 477 6704 6, The Leonard Bernstein Collectors Edition).

Προχωρώντας, κατά την συναυλία που ακούσαμε δύο μέρες αργότερα, στις 17/7, ο Tiboris και η ορχήστρα, παρέδωσαν μια εξίσου ενδιαφέρουσα ανάγνωση, αυτή τη φορά της Συμφωνίας αρ. 3, Op. 55, Eroica, του Ludwig van Beethoven. Στο εν λόγω έργο, που δημιουργήθηκε κατά τα έτη 1803 και 1804, ο αρχιμουσικός προέτρεψε την ορχήστρα να υπογραμμίσει τόσο τα δομικά στοιχεία, ειδικά κατά την υποδειγματικά επεξεργασμένη ανάπτυξη του πρώτου μέρους (Allegro con brio), όσο και τα ρυθμικά στοιχεία του τρίτου μέρους (Scherzo: Allegro vivace), χωρίς προφανώς να παραλείψει να φέρει στην επιφάνεια το τεράστιο συναισθηματικό βάθος της παρτιτούρας, που με το μέγεθος της μοναδικής της έμπνευσης κυριολεκτικά άλλαξε την πορεία της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής. To δεύτερο μέρος της Συμφωνίας (Marcia funebre: Adagio assai) υπήρξε στα χέρια των ερμηνευτών, μελαγχολικά βαθυστόχαστο και τραγικό. Κατά το δεύτερο μέρος της συναυλίας, επαναλήφθηκε το Stabat Mater του Rossini, σε μια ίσως ακόμα πιο βέβαιη και γενικότερα εύφορη ανάγνωση συγκριτικά με την –επίσης, υψηλών προδιαγραφών- πρώτη, που είχαμε λάβει στις 15/7.

«Η Σταχτοπούτα» του Rossini

Το δεύτερο έργο του Rossini, που παρουσιάστηκε φέτος από το Φεστιβάλ, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε η όπερα (ορθότερα, dramma giocoso, δηλ. παιγνιώδες δράμα), σε δύο πράξεις, με τίτλο «La Cenerentola» (Η Σταχτοπούτα). Γραμμένο μέσα σε μόλις τρεις εβδομάδες, όταν ο συνθέτης ήταν εικοσιπέντε ετών, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Teatro Valle της Ρώμης, στις 25 Ιανουαρίου 1817. Μολονότι κατά την πρεμιέρα το κοινό  υποδέχθηκε το έργο με λιγότερο ενθουσιασμό συγκριτικά με την προγενέστερη όπερα, «Il Barbiere di Siviglia» (Ο Κουρέας της Σεβίλλης, 1816), ωστόσο δεν άργησε να αναγνωριστεί ως ένα από τα αρτιότερα έργα του ρεπερτορίου. Οι απαιτητικές άριες, τα υπέροχα ensembles και το χαρακτηριστικά λεπτό όσο και ιδιοφυές ροσσίνειο χιούμορ είναι μονάχα μερικά στοιχεία που συνθέτουν την εν λόγω απολαυστική παρτιτούρα.

Σκηνή από την παράσταση της Cenerentola.
Σκηνή από την παράσταση της Cenerentola.

Παρακολουθήσαμε την πρώτη παράσταση που δόθηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αιγαίου, στις 16/7 (ημερομηνία θανάτου του αξέχαστου Αυστριακού αρχιμουσικού Herbert von Karajan, 1908-1989). Ο Ιταλός αρχιμουσικός και τ. καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (2008-2010), Giovanni Pacor, χάρισε μια ιδιωματική, προσεγμένη στη λεπτομέρεια, ανάγνωση της αθάνατης μουσικής του Rossini. Με έμπειρη γνώση σχετικά με τις φωνητικές απαιτήσεις, προέτρεψε τους τραγουδιστές του να νιώσουν τον οίστρο των ρόλων τους. Η Γερμανίδα μεσόφωνος Tamara Gura απέδωσε τον ρόλο της Angelina με βαθιά και καλά στηριγμένη βελούδινη φωνή. O Don Ramiro του Ρώσσου τενόρου Damir Zakirov, ο Dandini του Γάλλου βαρύτονου Jerome Boutillier και ο Don Magnifico του ελληνικής καταγωγής Αμερικανού μπάσου Κώστα Τσουράκη, διέθεταν χιούμορ και μουσικότητα: ξεχωρίζουμε τον Boutillier για την λεπτότητα του ύφους του και την προσοχή στο στήσιμο των μουσικών φράσεων (τον φανταζόμαστε εξαίρετο τραγουδιστή σε Mélodies). Αλλά, δεν θα κρύψουμε, ότι ο υποκριτικά πρόθυμος και συμπαθής Τσουράκης, δυστυχώς αντιμετώπισε φανερές δυσκολίες στην απόδοση των μουσικών φθόγγων της υψηλής φωνητικής περιοχής, σε στιγμές μάλιστα, ακόμα και της μεσαίας. Οι Μαριλένα Στριφτόμπολα, υψίφωνος, στον ρόλο της Clorinda, και Μιράντα Μακρυνιώτη, ως Tisbe, ήταν υποδειγματικές στους ρόλους των δύο κακών αδελφών: το παίξιμό τους κρίθηκε απολαυστικό και οι ερμηνείες που πρότειναν χαρακτηρίστηκαν από τεχνική σιγουριά και τονική ακρίβεια. O Alidoro του David Malis, βετεράνου Αμερικανού βαρύτονου της Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, όπως αναμενόταν ικανοποίησε σε βάθος: μουσικά και φωνητικά εντυπωσιακός, κινήθηκε με άνεση στην έκταση του ρόλου του. Τα μέλη της καλά προετοιμασμένης ανδρικής χορωδίας Solartissimo του Σύγχρονου Ωδείου Λάρισας και της Χορωδίας του Ωδείου Τούμπας Κ. Ματσίγκου, υπό την διεύθυνση του Νίκου Ευθυμιάδη, ο οποίος συμμετείχε επί σκηνής με την χορωδία, ερμήνευσαν με ξεχωριστό κέφι.

Σκηνή από την παράσταση της Cenerentola.
Σκηνή από την παράσταση της Cenerentola.

Ο Γερμανός σκηνοθέτης Detlef Sölter και ο  συμπατριώτης του, υπεύθυνος σκηνικών και φωτισμού (και μάλλον, χωρίς να αναγράφεται στο πρόγραμμα, υπεύθυνος κοστουμιών) Jens Huebner, μετέφεραν την πλοκή στην εποχή μας, δημιούργησαν το σκηνικό τηλεπαιχνιδιού ή διαγωνισμού ομορφιάς (Good girl of the year, έγραφε το διαφημιστικό banner), έντυσαν την Σταχτοπούτα για τον χορό με ένα εντυπωσιακό κόκκινο φόρεμα, που θύμιζε πιο πολύ εκείνο της Carmen παρά το αναμενόμενο από τις οικείες απεικονίσεις του παραμυθιού, και κίνησαν τους τραγουδιστές με μπρίο, ενίοτε ευρηματικότητα, και κυρίως, χιούμορ, πετυχαίνοντας τελικά να προσφέρουν πολλά χαμόγελα στο κοινό.

Gala Όπερας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφερθούμε σε μια ακόμη επιτυχία του Tiboris, που δεν είναι άλλη από το άνοιγμα που σημείωσε φέτος στην Αθήνα, παρουσιάζοντας τους πολύχρονους καρπούς των προσπαθειών του στην πρωτεύουσα. Ειδικότερα, στις 23/7, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ), πρότεινε ένα Gala Όπερας (σύμφωνα με το πρόγραμμα, A Grand Opera Gala of Great Opera Moments), με τρεις μονωδούς και μεγάλο αριθμό χορωδιών (σύμφωνα με το πρόγραμμα που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο, τριακόσιοι χορωδοί από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων κυρίως εκείνων που αναφέρθηκαν πιο πάνω), που κυριολεκτικά κατέκλυσαν τη σκηνή του Μεγάρου. Παρακολουθούμε τις εκδηλώσεις του ΜΜΑ από την αρχή της λειτουργίας του και ομολογούμε ότι σπανίως έχουμε δει τόσα πρόσωπα επί σκηνής. Οι σολίστ Eilana Lappalainen, υψίφωνος, Gian Luca Pasolini, τενόρος, και Carry Persson, μπασοβαρύτονος, αναμετρήθηκαν με μερικές από τις απαιτητικότερες άριες του οπερατικού ρεπερτορίου. Η μεγάλη σε μέγεθος φωνή και η μουσική συνέπεια της Lappalainen ξεχώρισαν σε άριες από όπερες του Giuseppe Verdi (Ecco l’orido campo, από την όπερα «Ένας Χορός Μεταμφιεσμένων», Salce! Salce! και Ave Maria, από την όπερα «Otello») και Pietro Mascagni (Regina Coeli, από την όπερα «Cavalleria Rusticana»). Ο τενόρος Pasolini, που σταδιοδρομεί σε διεθνή λυρικά θέατρα, μάς κέρδισε με την ωραίου ηχοχρώματος φωνή του, την γενναιόδωρη έκφρασή του και με τις πεντακάθαρες ψηλές νότες (Verdi, La donna è mobile, από την όπερα «Rigoletto», Georges Bizet, La fleur que tu m’avais jetée, από την όπερα «Carmen», Giacomo Puccini, Nessun dorma, από την όπερα «Turandot», και Recondita armonia, από την όπερα «Tosca», του ίδιου συνθέτη). Από τον Persson κρατάμε την ικανοποιητική απόδοση ορισμένων εκ των μερών που ερμήνευσε, όμως, αναφέρουμε ότι, σε αρκετές στιγμές η αναπνοή του υπήρξε βραχύβια, η φωνή του, δυστυχώς, ακουγόταν κουρασμένη, τραχιά και διστακτική απέναντι στην αντιμετώπιση των υψηλότερων μουσικών φθόγγων και ιδίως των δραματικών απαιτήσεων των αποσπασμάτων που επέλεξε: Di Provenza il mar, από την όπερα «La Traviata» του Verdi, Votre toast, από την όπερα «Carmen» και Te Deum, από την όπερα «Tosca» του Puccini.

Οι πολυμελείς χορωδίες άφησαν απολύτως άριστες εντυπώσεις προσφέροντας έναν ήχο όχι απλά μεγάλο, αλλά και αρκετά ομοιογενή, δουλεμένο και ηχητικά λαμπρό (λ.χ. Va pensiero, από την όπερα «Nabucco» του Verdi, Regina Coeli, από την όπερα «Cavaleria Rusticana» του Mascagni, Te Deum, από την όπερα «Tosca» του Puccini).

Το podium, μοιράστηκαν εναλλάξ, οι Tiboris και Pacor, διευθύνοντας με σταθερότητα, συνέπεια και ακρίβεια απέναντι στα ζητούμενα των παρτιτούρων. Τέλος, βρήκαμε ότι η Pan-European Philharmonia της Βαρσοβίας έπαιξε καλύτερα από κάθε φορά, με έναν ήχο αναλυτικό, ζεστό και ιδιαίτερα εύπλαστο.

Οι συντελεστές στο τέλος της συναυλίας.
Οι συντελεστές στο τέλος της συναυλίας.
Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα