«Ἡ Μύτη» τοῦ Σοστακόβιτς στὴ «Μέτ»: βάρβαρα παραμορφωμένο ἀριστούργημα!

τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.

 

Εἰκοστό έβδομο 2013.

 

 

ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΞΗ ΣΥΝΑΠΤΑ ΕΤΗ μεσολάβησαν μεταξὺ πρώτης καὶ δεύτερης παρουσιάσεως στὸ ἑλληνικὸ κοινὸ τῆς νεανικότερης τῶν δύο ὀπερῶν τοῦ ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (1906-1975), τῆς «Μύτης» ποὺ γράφτηκε 1927-1928: παγκόσμια πρώτη: «Μάλυ Ὀπέρνυ Τεάτρ», ρωσ. =Μικρό Θέατρο Ὄπερας) 18.1.1930, ἀρχιμουσικὸς Σαμουὲλ Σαμοσούντ, σκηνοθέτης Νικολάϊ Σμόλιτς, σκηνικά κοστούμια Βλαντιμίρ Ντμίτριεφ. Τὸ λιμπρέττο, συνέγραψαν ὁ συνθέτης καὶ οἱ Γεβγκένι Ζαμυάτιν, Γκεόργκυ Ἰονὺν καὶ  Ἀλεξάντερ Πράϋς,  πάνω στὸ ὁμώνυμο διήγημα (1835-36) τοῦ ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ (1809-1852) μὲ μικροδάνεια ἀπὸ ἄλλα κείμενά του («Τὸ πανωφόρι», «Παντρολογήματα»,  «Τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς τρελλοῦ», οἱ περίφημες «Νεκρὲς Ψυχές») ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς  «Ἀδελφοὶ Καραμάζωφ» τοῦ Ντοστογέφσκυ. Τὸ ἔργο ὑπερβολικὰ  πρωτοπορειακό γιὰ τὴν τότε σοβιετικὴν ἠγεσία ἀποσύρθηκε ὡς τὸ 1974, ὁπότε ξανανεβάστηκε στὴν «Μοσκόβσκυ Καμέρνυ Ὄπερ» (Ὄπερα Δωματίου Μόσχας) μὲ ἀρχιμουσικὸ τὸ μεγάλο Γκενάντι Ραζντιέστβενσκυ (Gennady Rozhdestvensky, γ. 1931) καὶ σκηνοθέτη τὸ ἀστέρι τοῦ «Μπολσόϊ» Μπαρὶς Ποκρόβσκυ (Boris Pokrovsky, 1912-2009). Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ διδασκαλία, ἔφερε στὴν Ἑλλάδα, ὁ τότε ἀφανὴς καὶ πανίσχυρος μουσικὸς δικτάτωρ τῶν ἑλληνικῶν φεστιβὰλ Ἀθηνῶν, κερδαλεόφρων ἀτζέντης Θόδωρος Κρίτας, ποὺ τσάκιζε ἀμείλικτα κάθε συναγωνιστή: μοναδικὸ καλὸ ποὺ θυμοῦμαι ἀπὸ δαῦτον…

Ἡ διδασκαλία, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὅπου τὴν εἶδαν στὰ «Ὀλύμπια» (11.10.1977) τὸ πολὺ 100 ἄνθρωποι (αἰώνιε ἀθηναῖε ψευδοφιλόμουσε!),  εἶχε παιχθεῖ στὰ «Δημήτρια» Θεσσαλονίκης μὲ ἀπείρως μεγαλύτερην ἐπιτυχία. Ξαναδιαβάζω τὴν ἐκτενέστατη κριτικὴ μου (ἐφ. «Τὸ Βῆμα», 13.10.1977), ἐνημερωμένη ὅσο ἐπέτρεπαν τὰ τότε μέσα: ἀκόμη δὲν εἶχεν ἐκδοθεῖ οἱ μουσικὲς εγκυκλοπαίδειες The New Grove  (α΄ ἔκδ.  20τομη, 1980, β΄ ἔκδ., 29τομη 2001) καὶ τὸ Opera Grove (4τομη, 1992), οἱ σημερινοὶ Η/Υ, καὶ τὸ Διαδίκτυο ἦσαν ἐπιστημονικὴ φαντασιώσεις, οἱ δὲ ὑπέρτιτλοι ἐντελῶς ἄγνωστοι. (Ποτὲ δὲν κατάλαβα γιατὶ πέρασαν 60 χρόνια γιὰ νὰ ἐφαρμοσθεῖ καὶ στὴν ὄπερα ὁ ὑπερτιτλισμός, ἀφοῦ ὡς ὑποτιτλισμός ὑπῆρχε ἀπὸ καταβολῆς ὁμιλοῦντος κινηματογράφου.

Στὴν τότε κριτική μου, μνημόνευα τὴν ἀπόρριψη τοῦ ἔργου ἀπὸ τοὺς σοβιετικοὺς καὶ τὴν ὁμολογουμένη ἄγνοιά του ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς βιογράφους τοῦ Σοστακόβιτς. Τὸ Ραζντιέστβενσκι εἶχε ἀντικαταστήσει στὴν Ἀθήνα ὁ θαυμάσιος νεότατος μαέστρος Β. Ἰ. Ἀγκρόνσκι, ἡ σκηνοθεσία ἦταν τῶν Ποκρόβσκι (καὶ Κουζνετσώφ), ἡ σκηνογραφία τοῦ Β.Ἀ. Ταλαλάϊ, πρωταγωνιστὴς (Κοβαλιώφ) ὁ Ἐ. Σ. Ἀκίμωφ. Παραθέτω τὴν τότε ἔκφραση ἑνὸς ἀκατάλυτου θαυμασμοῦ μου γιὰ τὸ ἀριστούργημα: «Ἔννοιες προσδιοριστικὲς τοῦ ὕφους, ὅπως “διατονικότητα” καὶ “χρωματικὴ γραφή”, ξεπερνιῶνται χάρη σὲ ἀλυσσιδωτὲς ἐκρήξεις ἠχοχρωμάτων ἐκτυφλωτικὰ λαμπερῶν. Νότες κατάφορτες ἀπὸ “βοηθητικὲς γραμμές” χύνονται ἔξω ἀπὸ τὸ πεντάγραμμο πρὸς τὰ πάνω ἢ πρὸς τὰ κάτω, ὄχι μόνο στὰ ὄργανα ἀλλὰ καὶ στὶς φωνές: ἀπὸ τὴν (ἐλάχιστη) πρόζα ὡς τὸ ρετσιτατίβο καὶ τὸ ἀριόζο φτάνουν ἢ καὶ βακχεύονται ἐπίμονα (ἡ ὑστερικὴ Πρασκόβια Ἰβάνοβνα) στὶς πιὸ ἀκραῖες περιοχὲς τῆς τεσσιτούρας (Ἀστυνόμος) ἢ σμίγουν σὲ ἀπίθανα πλέγματα (ὀκτέτο πορτιέρηδων). «Μελῳδίες ἠχοχρωμάτω» πέρα ἀπὸ τὸ Βέμπερν, παροξυσμοί ἀσιατικῶν κρουστῶν πρὶν ἀπὸ τὸν «Ἰονισμό» τοῦ Βαρέζ, ἁρμονικὰ καὸι ρυθμικὰ εὑρήματα πέρα ἀπὸ τὴν «Ἱστορία τοῦ Στρατιώτη» τοῦ Στραβίνσκυ ἢ τὸ γνωστὸ ὕφος Σοστακόβιτς, ὀργανολογικὲς τολμηρότητες πέρα ἀπὸ «Τὸ παιδὶ καὶ τά μάγια» τοῦ Ραβέλ. Ὅλ’ αὐτὰ σὲ ἕνα Νιαγάρα θεατρικῆς (μὲ τὴ μαγικότερη, κατὰ τὸν Ἀρτώ, σημασία τῆς λέξεως) ἐκφράσεως καὶ ἀμεσότητας σπανιότατης στὸ δυτικὸ λυρικὸ θέατρο: ἀνάλαγοα χαρίσματα ἀπαντοῦμε ἴσως μόνο σὲ παραδοσιακὰ θέατρα τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς! (…) ἡ παρθένα ἰδιοφυΐα ἑνὸς συνθέτη 22 ἐτῶν, σὲ μιὰ ἔκλαμψη ποὺ καὶ ἡ περίφημη Πρώτη Συμφωνία του δὲν ἄφηνε νὰ ὑποψιαστοῦμε, ἀνακάλυπτε πρώϊμα τὴν οὐσία τοῦ «χάππενινγκ» ποὺ ἀργότερα στὴ Δύση τόσοι θὰ ἀναζητοῦσαν…ἐγκεφαλικά. Ξεπερνώντας ἄλλωστε τὴν τονικότητα μέσα ἀπὸ τὴν τόλμη τῆς ἐνορχηστρώσεως κόμιζε καὶ στὴ φωνητικὴ γραφὴ μιὰν ἐπανάσταση ποὺ ἔκτοτε δὲν ξεπέρασε μισὸς αἰώνας «πρωτοπορείας»…

Ἀπὸ τὴν τότε  ἐμπειρία, μέ σημάδεψε ἀνεξίτηλα, τὸ ὁμοούσιο  θεάτρου καὶ μουσικῆς. Ἡ τωρινὴ ἁπλῶς μοῦ ἐπισήμανε περισσότερο ἕνα ὑπέροχο σόλο ἀγγλικοῦ κόρνου (ξανακόλλημα τῆς Μύτης: βλ. κατωτέρω) Παρὰ τὸν τεράστιο ἀριθμό προσώπων, 70 περίπου (τὸ Opera Grove,  στὴ διανομὴ τῆς ὄπερας, τόμ. 3, σ. 621, ἀναφέρει τὰ 40 κυριότερα), ἡ «Μύτη» εἶναι, πάνω ἀπὸ ὅλα ὄπερα δωματίου: σὲ μικρὰ θέατρα, διάβολε, ἀνέβηκε στὸ Λένινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα!. Πρᾶγμα ποὺ περιφρόνησαν ἰταμότατα ὁ ἀκατανόμαστος σκηνοθέτης-σκηνογράφος  τῆς «Μέτ» William Kentridge (τὰ σκηνικὰ συνυπέγραφε ἡ Sabine Theunissen), καὶ  ἡ ἐνδυματολόγος Greta Goiris: βομβαρδίζοντας τὴν παρτιτούρα μὲ τόννους κακόγουστων ὀπτικῶν ναπάλμ, ἰλιγγιωδῶς ἐναλλασσομένων, ἔστηναν ἀγῶνα μέχρι θανάτου ὅλων τοῦ ἀγριότερου κάτς, μεταξὺ σκηνῆς, φωνῶν, καὶ τῆς θαυμάσιας ὀρχήστρας τῆς «Μέτ»,. Καπακωμένη ἀπὸ ἀσύδοτα φωνητικὰ φορτίσσιμι, ἡ ὀρχήστρα διεκπεραίωνε ἀμήχανα ἢ..μηχανικά τὸ μέρος της ὑπὸ τὴ μπαγκέτα κάποιου Πάβελ Σμελκώφ, πρωτάρη στὴ νεοϋορκέζικην ὄπερα. Δυὸ λόγια γιὰ τὸ παραμορφωμένο κουφάρι τοῦ ἀριστιουργήματος: ἡ μύτη (τενόρος Alexander Lewis) τοῦ γραφειοκράτου Κοβαλιώφ (βαρύτονος Paolo Szot), ξαφνικὰ τὸν ἐγκαταλείπει, σηκώνοντας δικό της μπαϊράκι καὶ πυροδοτώντας σουρρεαλιστικὴ θρυαλλίδα ἀλυσσιδωτῶν παρεξηγήσεων καὶ διαβρωτικὰ κωμικῶν καταστάσεων καὶ  ξεφεύγοντας τὸν Ἀστυνόμο (πολὺ ψηλὸς τενόρος Andrei Popov: τρία μόνον ὀνόματα ἀνέφερε τὸ Α/4 τοῦ ΑΝΤ1, μὲ τὴν ὑπόθεση).  Περιορίζοντας τὴν καθ᾽ αὐτὸ δράση σὲ μικροὺς ἐσωτερικούς χώρους, ὁ σκηνοθέτης άντὶ ὄπερας δωματίου, μετέτρεψε ἀχανῆ σκηνὴ μὲ παραφορτωμένα πολυστοιχειακὰ σκηνικὰ σὲ καλειδοσκόπιο ταχύτατα ἐναλλασσομένων εἰκόνων: μαῦρες σιλουέττες τῆς Μύτης ἔφιππης σὲ ἀξιοθρήνητο ψωράλογο (δονκιχωτικὸν Ἀχαμνόωντα;), «καλπάζοντα» σὲ ρυθμὸ ἄλλο τῆς μουσικῆς, παλαιὰ κινηματογραφικὰ ἐπίκαιρα, ἐπιγραφὲς ταινιῶν βωβοῦ,  ὁ ἴδιος ὁ Σοστακόβιτς παίζων πιάνο, ὁ…Στάλιν μὲ τσιμποῦκι καὶ ἄφθονες λαϊκίστικες, ἀποπροσανατολιστικότατες πινελλιές: λ.χ. ἡ  κουλουροπῶλις ποὺ διαλαλεῖ τὸ ἐμπόρευμά της μὲ τὸ ἀμίμητο bobriki, bobriki, bobriki, ντύθηκε ἀποκρηάτικη κολομπίνα Δικαίως δεκάδες ἀγανακτισμένοι ἀκροατὲς ἔφευγαν στὴ μέση. Δὲν ἀναγνωρίζαμε τὴ «Μέτ» στὴν ὁποία χρωστοῦμε ἀνεπανάληπτες λυρικὲς μεταρσιώσεις ὅπως τῶν βαγκνέρειων «Λυκόφωτος τῶν θεῶν» καὶ «Πάρσιφαλ». (Αἴθουσα «Νίκος Σκαλκώτας», 26.10.2013).

――――――――――――