“Πυραμίδες” του Ανδρέα Φλουράκη – Θέατρο Τέχνης

 

Γράφει ο Λίνος Αρσένης*

 

«Κάποιος πρέπει να φωνάξει

πως θα τις φτιάξουμε τις πυραμίδες.

Δεν έχει σημασία αν δεν το κάνουμε.»

Τις γραμμές αυτές από τον λόγο του τρελού Domenico στη Νοσταλγία του Tarkovsky “ξέκλεψε” ο συγγραφέας Ανδρέας Φλουράκης και τις τοποθέτησε, σκόπιμα βεβαίως, στον τελευταίο μονόλογο των Πυραμίδων του. Η ευθεία αυτή αναφορά του συγγραφέα στην ταινία του Tarkovsky -να θυμίσω ότι χρονικά, τουλάχιστον, απέχουμε σχεδόν μια σαρακονταετία από την πρώτη προβολή της ταινίας- ενοποιεί και βάζει κάτω από την ίδια ομπρέλα τους εννέα, εκ πρώτης όψεως ασύνδετους, μονολόγους, ενώ παράλληλα εντάσσει το έργο μέσα σε ένα κοινό χωροχρονικό συνεχές, όπου ο άνθρωπος αναμετράται αδιάλειπτα με την ατελή του ύπαρξη.

Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή είχα προβληματιστεί τόσο για τον τίτλο του έργου όσο και για τον κοινό παρονομαστή των εννέα ιστοριών που παρακολουθήσαμε στην πρώτη αυτή web παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Οι Πυραμίδες είναι η πρώτη  αμιγώς ψηφιακή παράσταση που δημιουργήθηκε εξαρχής για να παρουσιαστεί ψηφιακά και όχι ζωντανά στη σκηνή. Στην ιστοσελίδα του Θεάτρου Τέχνης διαβάζουμε: “Web έργα αποκαλούμε ένα νέο στην ουσία είδος θεατρικού κειμένου, που προορίζεται ειδικά για ψηφιακή παρουσίαση με εικόνα και ήχο. Μπορεί να είναι πρωτότυπα ή διασκευασμένα ειδικά για το μέσο, θεατρικά ή λογοτεχνικά έργα.”. Web παράσταση, λοιπόν. Σημεία των καιρών. Στα web έργα, ή στις ψηφιακές παραστάσεις αν προτιμάτε, όπως και στο ραδιοφωνικό θέατρο (audio έργα) στηριζόμαστε κυρίως στο λόγο και στον ήχο, μιας και η σκηνική δράση είναι υποτυπώδης ή απουσιάζει, και ο χώρος είτε δεν είναι ορατός είτε είναι κινηματογραφικός πλέον χώρος, άρα μη θεατρικός. Δεν θα κρύψω τον έντονο προβληματισμό μου, ο οποίος, βλέποντας και την συγκεκριμένη ψηφιακή παράσταση, έγινε εντονότερος, για το κατά πόσο τελικά  μια κινηματογραφημένη παράσταση είναι Θέατρο. Το Θέατρο προϋποθέτει δράση και παρουσία και αυτό που το ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες τέχνες είναι ότι είναι μια τέχνη ζωντανή. Το Θέατρο συμβαίνει “στο εδώ και το τώρα! Έχοντας ως δεδομένο το αξιωμα αυτό και λαμβάνοντας επίσης υπ’ όψιν τον κλασικό ορισμό του Θεάτρου του Eric Bentley, σύμφωνα με τον οποίο Θέατρο είναι όταν ο Α ενσαρκώνει τον Β, ενώ ο Γ παρακολουθεί, νομίζω ότι απομακρυνόμαστε αρκετά πλέον από την έννοια του Θεάτρου και βαδίζουμε σε αχαρτογράφητα νερά!

Πέρα απ’ αυτά βέβαια, θα συμφωνήσω ότι πρόκειται για μια λύση ανάγκης. Είναι ένας τρόπος να δοθεί δουλειά στους ανθρώπους του θεάτρου, και μια ευκαιρία στο κοινό να παρακολουθήσει ένα θέαμα που να εξελίσσεται στον κατ’ εξοχήν θεατρικό χώρο, και να μοιάζει όσο το δυνατόν με Θέατρο. Περνάμε μήπως σε ένα νέο, υβριδικό είδος Θεάτρου; Δεν θα κινδυνολογήσω. Δεν πιστεύω ότι το Θέατρο τελεί υπό απειλή. Ούτως ή άλλως μιλάμε για μια προσωρινή κατάσταση, εκτάκτου ανάγκης και το Θέατρο έχει δείξει ότι διαθέτει τη δύναμη να προσαρμόζεται και να επιβιώνει ακόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες.

 

 

Να επιστρέψουμε, ωστόσο, στο κείμενο της συγκεκριμένης ψηφιακής παράστασης. Το έργο του Ανδρέα Φλουράκη είναι καταρχάς ένα έργο ολοκληρωμένο. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Ο Ανδρέας Φλουράκης είναι ένας έμπειρος θεατρικός συγγραφέας με αξιόλογο έργο και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Πέρα από την εύκολη και ασφαλή, θα τολμούσα να πω, λύση της επιλογής μονολόγων-προσωπικών εξομολογήσεων ως σκελετό, έχουμε να κάνουμε με ένα έργο βαθύ σε νόημα και εξόχως ανθρώπινο και τραγικό. Εννέα ιστορίες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους -όσο διαφορετικές μπορούν να είναι βέβαια οι ζωές των ανθρώπων- που σε πολλά σημεία παίζουν με τα όρια του θεατή. Η καραντίνα λειτουργεί μονάχα ως αφορμή για το ξεδίπλωμα τον ιστοριών. Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την δυσκολία των ηρώων να προσαρμοστούν τόσο στις καινοφανείς συνθήκες όσο και στην ίδια τη ροή της ζωής. Μπορεί τώρα οι επιλογές να μοιάζουν -και να είναι όντως- περιορισμένες, αλλά αυτό κατ’ επέκταση καταδεικνύει το πεπερασμένο και το λίγο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Έντονος συμβολισμός και αναμέτρηση των ηρώων με τον εαυτό τους, τον γήινο, τον θνητό αλλά παράλληλα και με τον ονειρικό, τον μεταφυσικό, τον υπερφυσικό, τον αιώνιο. Ζωές με όνειρα ματαιωμένα, όχι από ανικανότητα, αλλά απλώς και μόνο επειδή έτσι είναι η ανθρώπινη ζωή, όπως τη ζούμε και όπως μας μάθανε να τη ζούμε. Αυτά ακριβώς τα ματαιωμένα όνειρα είναι ο συνδετικός κρίκος με τη Νοσταλγία του Tarkovsky. Οι ήρωες των Πυραμίδων επιστρέφουν νοερά στο παρελθόν. Σε ένα παρελθόν που απογοητεύει όσο και το παρόν, αν όχι περισσότερο. Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει ότι “οι Πυραμίδες είναι μικρές ιστορίες ζωής και θανάτου” και ότι επέλεξε τον συγκεκριμένο τίτλο επειδή “η πυραμίδα είναι και ένα ταφικό σύμβολο που σχετίζεται άμεσα με την μεταθανάτια ζωή”. Έχοντας παρακολουθήσει, ωστόσο, την παράσταση, μου έρχονται στον νου τα λόγια του τρελού Domenico, λίγο πριν αυτοπυρποληθεί: “Τα μεγάλα πράγματα τελειώνουν. Τα μικρά αντέχουν.

Την κινηματογραφική σκηνοθεσία και την κινηματογράφηση της παράστασης υπογράφει ο Διαμαντής Καραναστάσης που πετυχαίνει, παρόλες τις ομολογουμένως περιορισμένες δυνατότητες που του προσφέρει το είδος της ψηφιακής παράστασης, να μας δώσει την μοναξιά του ανθρώπου, την ματαίωση, και την αδυναμία επικοινωνίας του με το περιβάλλον. Κάθε ηθοποιός βρίσκεται μέσα στον δικό του μοναδικό χώρο: μια τουαλέτα, ένα καμαρίνι, ένα λογιστικό γραφείο, μια αποθήκη, τη σκηνή ολόκληρη. Με παράθυρα ή χωρίς, καθρέφτη ή σκέτο τοίχο. Ό,τι κι αν έχει γύρω του ο καθένας δεν γλυτώνει από την αναμέτρηση με τον εαυτό του. Η κάμερα αλλάζει πλάνο, σαν να αλλάζει όνειρο. Το κινηματογραφικό αποτέλεσμα έχει μια φρεσκάδα που θυμίζει περισσότερο “άσκηση”, μια “impromptu”πάνω σε ένα δοσμένο θέμα. Και σ’ αυτό ακριβώς βασίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος η επιτυχία του όλου εγχειρήματος.

Γιατί δεν θα μπορούσε κανείς να μην σταθεί στους εξαιρετικούς ηθοποιούς που συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον στην υποκριτική δεξιότητα. Τους αναφέρω με σειρά παρουσίασης στην παράσταση: Δημήτρης Πασσάς, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Νίκος Χατζόπουλος, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Φαίη Ξυλά, Μιχάλης Σαράντης, Ιωάννα Μαυρέα, Μανώλης Μαυροματάκης, Λένα Κιτσοπούλου. Αν τυχόν μέσα μου έχω ξεχωρίσει κάποιους περισσότερο έχει να κάνει πρωτίστως με την προτίμησή μου στο περιεχόμενο κάποιων μονολόγων. Το γεγονός ότι μιλάμε για ηθοποιούς με μεγάλη εμπειρία τόσο πάνω στο θεατρικό σανίδι όσο και μπροστά στην κάμερα έχει τη σημασία του για το αποτέλεσμα. Ένας ένας και όλοι μαζί δημιουργούν μια εξαιρετικά ισορροπημένη και ρέουσα παράσταση χωρίς σκαμπανεβάσματα.

  Οι Πυραμίδες είναι μια ολοκληρωμένη και στέρεα παράσταση, που κάθε άλλο παρά θα απογοητεύσει τον θεατή. Έστω και αυτό το είδος της ψηφιακής παράστασης μπορεί να μας χαρίσει λίγο από το άρωμα του Θεάτρου και να μας επανασυνδέσει με τον θεατρικό χώρο, που λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών μάς είναι προσωρινά απροσπέλαστος. Σύντομα με θέατρα ανοιχτά και θεάματα ζωντανά!

 

 

 

*  Ο Λίνος Αρσένης είναι Θεατρολόγος, τελειόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών και πτυχιούχος του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ. Επίσης είναι διπλωματούχος Μονωδίας (τενόρος) με Άριστα Παμψηφεί από το Δελφικό Ωδείο.