Πουτσίνι: «Τόσκα» ἀπὸ τὴ «Μέτ»-Κυπουργὸς στὴ Λυρική.

τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.

 

Τριακοστό πρώτο 2013.

 

ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΜΕΝΗ: καίτοι στρατευμένος κριτικός, ἀπρόθυμα παρακολουθῶ νέες διδασκαλίες πολυακουσμένων ἀριστουργημάτων… ἀκριβῶς ἐπειδὴ λατρεύοντάς τα, δὲ θέλω καὶ νὰ χάσω χρόνο ὁλοένα πολυτιμότερο καὶ νὰ ἀνεχθῶ βαρυγγομώντας μιὰ διδασκαλία ποὺ δὲν ἐγγυᾶται σὲ ποσοστὸ τοὐλάχιστον 80% μιὰν ἀξιοπρεπῶς τερπνὴ βραδυά. Παρακαταθήκη πρὸς νεωτέρους συναδέλφους: μπαίνετε σὲ ὁποιαδήποτε ἐκδήλωση ὡς ἄγραφος χάρτης (λατινικά: tabula rasa). Ὁσοδήποτε εὐλόγως θετικὲς ἢ ἀρνητικὲς εἶναι οἱ προσδοκίες σας, ποτέ, μὰ ποτέ ὅ,τι θὰ ἀκούσετε καὶ θὰ δεῖτε, δὲν θὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ περιμένατε. Καὶ ἡ κριτικὴ ὀφείλει νὰ εἶναι πρωτίστως περιγραφική γιὰ νὰ καταλάβει, κατὰ τὸ δυνατόν, ὅποιος δὲν παραρακαλούθησε τὴν ἐκδήλωση, τὶ ἀκριβῶς συνέβη.

Ἡ «Τόσκα» (α΄ ἐκτ.: Ρώμη, θέατρο Costanzi 14.1.1900, μὲ ἀρχιμουσικὸ τὸ μεγάλο Leopoldo Mugnone καὶ πρωταγωνίστρια τὴν ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἰσόκυρο Χαρίκλεια Darclée), ποὺ προσωπικὰ θεωρῶ τὸ ἀριστούργημα τοῦ Πουτσίνι, μαζὶ μὲ τὸ ροσσίνειο »Κουρέα» καὶ τὴ βερντιανὴ Τριλογία (χρονολογικά: «Ριγολέττος»-11.3.1851, «Τροβατόρε»-19.1.1853 «Τραβιάτα»-6.3.1853), εἶναι ἀπὸ τὶς λυρικὲς μου λατρεῖες. Ἐφ᾽ ᾧ καὶ δὲ θὰ ριψοκινδύνευα ἔξοδο στὸ πανάθλιο ἄστυ (μπετονένιο φέρετρο ψυχῶν ἑτοιμοθάνατων ἐν ἀγνοίᾳ τους μὲ ἐπιθανάτιο ρόγχο τὴν κυκλοφοριακὴ βαβούρα), ἂν τὴ διδασκαλία της δὲν ὑπέγραφε ἡ «Μέτ». Μέγιστα ἀτοῦ της; σκηνοθεσία  καὶ διανομή.

Σκηνοθέτης, ὁ διεθνοῦς σταδιοδρομίας Ἑλβετὸς Luc Bondy (γ. Ζυρίχη, 17.7.1948), Ἔκπληκτοι, διαβάσαμε στὸ Διαδίκτυο ὅτι ὅτι ἡ σκηνοθεσία του τῆς «Τόσκα» ἀποδοκιμάστηκε ἀπὸ Νεοϋορκέζους ποὺ πληρώνουν 80-250 $ γιὰ μιὰ θέση στὴ «Μέτ». Ἂν δὲν ἤμουν φανατικὸς ζωόφιλος θὰ τοὺς ἄποκαλοῦσα ἐπιεικέστατα «ζῶα»… Ἡ σύλληψη Μποντύ δὲν παρεξέκλινε οὺδὲ χιλιοστὸ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔργου  (1800, Ναπολεόντειοι Πόλεμοι στὴν Ἰταλία), μὲ ρωμαϊκότατα σκηνικὰ (Richard Peduzzi) καὶ ὡραιότατα κοστούμια (Milena Canonero, περιβολὴ Σκάρπια, φορέματα Τόσκα, βαθυκύανες στολές ἀκόμη καὶ τουφέκια στρατιωτῶν), προσεγμένοι φωτισμοὶ (Max Keller). Τὸ σημαντικότερο: ἠ ἀνάλαφρη ζηλοτυπία τῆς Τόσκα στὴν ἀρχή, μετεξελίσσεται σὲ ἄτεγκτη καὶ συνεχῆ δραματικὴ ἀνιοῦσα ὅπου ὅμως θαυματούργησε σχεδὸν πανταχοῦ παροῦσα ἡ ἐναλλαγή τρομακτικῶν ἐντάσεων-χαλαρώσεων τοῦ ἀνεπανάληπτου λιμπρέτου τῶν Luigi Illica (ἔγραψε, θυμίζουμε καὶ τὸ λιμπρέτο τῆς «Μάρτυρος» τοῦ μεγάλου μας Σαμάρα) καὶ Giuseppe Giacosa. Σὰ χαλάρωση τοῦ ἀφόρητου ἄγχους λειτούργησε ἡ ἄρια (β΄ πράξη) «Vissi d’ arte » ( Ζοοῦσα γιὰ τὴν τέχνη) τῆς ἡρωΐδας. Κυρίως, ὑποψιαζόμαστε ὅτι ὁ σκηνοθέτης Γκοντύ, δὲν εἶναι ἄσχετος μὲ τὸ ὅτι οἱ τρεῖς πρωταγωνιστές ἔπλασαν τοὺς ρόλους ἀνάλογα μὲ τὸ σωματότυπό τους: α) Σκάρπια (ὁ γεωργιανὸς βαρύτονος Giorgi Gagnidze  καὶ ὄχι George Gagnidge ὅπως τὸν παραμόρφωσε τὸ φυλλάδιο μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ ΑΝΤ1): εὔσωμος ἂν ὄχι  παχύσαρκος, μὲ πρόσωπο μεταξὺ Μεγάλου Ναπολέοντος καὶ Ροσσίνι. Ὑποδύθηκε τὸ ρόλο  σὰ λάγνο καὶ ἀδίστακτο σαδιστή, ἐλάχιστα βαρῶνο καὶ μᾶλλον…λαϊκῆς καταγωγῆς: στὴν ἀρχὴ τῆς β΄ πράξεως στὸ ἄντρο του τοῦ Palazzo Farnese, περιστοιχίζεται ἀπὸ πόρνες.  Ἴσως ὁ συνταρακτικότερος Σκάρπια ποὺ ἔχω δεῖ, φωνητικὰ καί, κυρίως, ὑποκριτικά. β) Τόσκα ἡ ὑψίφωνος Patricia Racette (γ. 1965) ὁμοίως εὔσαρκη καὶ παχουλὴ μελαχροινή, ἐπικύρωσε παλαιγενῆ ὑποψία μου ὅτι οἱ λιμπρετίστες τὴ φαντάστηκαν λίγο μεγαλύτερη τοῦ Καβαραντόσσι: ἐδῶ τὸν ἀγαπᾶ παράφορα, σὰν κτητικὴ μάνα, προσεπικυρώνοντας καὶ τὴ ζήλεια της―μὲ μοιραῖα ἐπακόλουθο ἡ προδοσία της τοῦ φυγάδα Ἀντζελόττι. Στὰ 48 της χρόνια ἔχει φωνὴ ὑπέροχα λαμπερὴ καὶ μεστή, ποὺ ὅμως ἡ φόρτισή της μὲ πάθος στὶς ψηλότερες περιοχὲς κατὰ τὶς δραματικὲς στιγμές, χωρὶς τονικούς ἐκτροχιασμούς, διογκώνει τὸν τονικὸ «πυρῆνα» κάθε φθόγγο, πλησιάζοντάς τον μὲ τοὺς γειτονικούς του. Ἀπέδοσε συνταρακτικὰ τὴν περίφημη ἄρια Vissi d’ arte (Ζοῦσα γιὰ τὴν τἐχνη· β΄ πράξη) σὰν στιγμιαία ἀνάσα ἀπὸ τὴν Κόλαση ὅπου βρέθηκε ἀναπάντεχα. γ) Μάριο Καβαραντόσι ὁ τενόρος Roberto Alagna, γνωστὸς μας ὡς Ρανταμὲς στὴν περυσινὴ «Ἀΐντα» τῆς «Μέτ», στάθηκε ἰδεώδης φωνητικὰ καὶ ὑποκριτικά. Ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ βαθύφωνος Richard Bernstein ὡς Ἀντζελόττι, ρόλος σύντομος ἀλλὰ καίριος καὶ ἀπαιτητικός, ὅπως τὸν ἀνέδειξε. Πέραν πάσης προσδοκίας διεισδυτικὲς μουσικὰ καὶ σκηνικὰ παρουσίες οἱ βαρύτονος John del Carlo (Νεωκόρος: ὄχι…διάκος,  ὦ ἀνοικονόμητη μεταφράστρια τοῦ Ἔκο καὶ τῶν ὑπερτίτλων, φεῦ, στὰ ἑλληνικά), καὶ τὰ δυὸ τσιράκια τοῦ Σκάρπια, τενόρος Eduardo Valdes (μονόφθαλμος―πραγματικὸ εὕρημα!―ὡς πειρατής Σπολέττα, ὄχι… Σπολέτο!, καὶ βαθύφωνος James Courtney (Sciarrone, τὸ Scia ἰταλικὰ προφέρεται ὅπως sha ἀγγλικά).

Μικροενστάσεις στὴ διεύθυνση τῆς ὀρχήστρας ἀπὸ τὸν Riccardo Frizza  (διαδικτυακῶς ὑπερδιαφημισμένος πλὴν…ἄνευ ἠλικίας: πρώτη χρονολογία στὸ βιογραφικό του τὸ 1994, ὅπου ἦταν ἀρχιμουσικός στὴ Brescia, Ἰταλία): ἴσως νὰ ὀφείλονται στὴν ἠχητικὴ ἀναμετάδοση: θέλαμε ὄχι περισσότερη ἐκφραστικότητα (ἐκεῖ ἦταν ἔξοχος) ἀλλὰ ἀναγλυφικότητα σὲ καίρια σημεῖα ὅπως ἡ ὡραιότερη ἴσως καντιλένα ποὺ ἔγραψε  ποτὲ ὁ Πουτσίνι (β΄ πράξη, πρὶν τὸ φόνο τοῦ Σκάρπια, γ΄ πράξη) καὶ περισσότερο suspense στὸ ἐπαναλαμβανόμενο, χαρακτηριστικότατο θέμα, γ΄ πράξη, πάνω στὰ λόγια τῆς Τόσκα: Come e lunga l’ attesa…perchè induggiano tanto (Πόσο τραβᾶ ἡ προσμονή…γιατὶ καθυστεροῦν τόσο;). (Αἴθουσα ΧΔΛ, 10.11.2013).

――――――――――――