Μπερλιόζ: «Τρῶες» ἀπὸ «Μέτ» ἢ 5ωρο βασανιστήριο!

Πρώτο 2013.

ΟΤΑΝ ΤΟ  ΜΕΓΑΡΟ  (1994) πρωτοπαρουσίασε στὴν Ἑλλάδα τὴν 5πρακτη «ὄπερα» τοῦ ΕΚΤΟΡΟΣ ΜΠΕΡΛΙΟΖ [Hector Berlioz, 1803-1869] «Οἱ Τρῶες» (α΄ ἐκτ., πράξεις 3, 4, 5, Παρίσι, Théâtre Lyrique, 4.11.1863· ὁλόκληρου τοῦ πονήματος, σὲ μία βραδυά,  παρισινή Ὄπερα, 10.6.1921!), ράκος νευρικὸ ἀπὸ τὸ μουσικὸ παραλήρημα, ἔφυγα στὴν α΄ κιόλας πράξη, μόλις ὁ Δούρειος Ἵππος μπῆκε στὴν Τροία, καίτοι τὸ ἀνέβασμα ἦταν ἐπιμελέστατο. Ἔκτοτε αἰσθανόμουν τύψεις ποὺ ἀγνόησα τὰ 4/5 ἔργου ἑνὸς Μπερλιόζ.. Εὐκαιρία ἐξοφλήσεως τοῦ χρέους μου, ἔδοσε φέτος ἡ «Μέτ» Νέας Ὑόρκης, ἐπαναλαμβάνοντας διδασκαλία τοῦ 2003:  τοὐλάχιστον τώρα γνωρίζω ἕνα ἔργο, ποὺ ἂν ἔπρεπε  κἂν νὰ παίζεται, αὐτὸ ὀφείλει νὰ γίνεται σὲ δύο βραδιές, ἀπὸ ἀνθρωπισμὸ πρὸς τὸ κοινό, καὶ πρὸς ὄφελος συνθέτου ἀμετροεπέστατου. Ὑπενθυμίζω ὅτι ὁ Μπερλιόζ, δὲν χώνευε τὸ Βάγκνερ, ἐπιφανειακὰ μόνον «ἀμετροεπῆ». Ὅμως ἀπὸ ὄλη τὴ βαγκνερικὴ δημιουργία εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀφαιρεθεῖ ἢ μετατοπισθεῖ ἔστω μία νότα: τὸ 1966, στὴν Ὄπερα Βιέννης, μὲ ἀρχιμουσικὸ τὸν André Cluytens (1905-1967) καὶ τὴν Ἄστριντ Βάρνεϋ ὡς Kundry, ὁ 6ωρος «Πάρσιφαλ» θαρροῦσα ὄτι διήρκεσε μόλις 5 λεπτά!

Οἱ «Τρῶες», ἴσως τὸ πιὸ φιλόδοξο ἔργο τοῦ Μπερλιόζ, γράφτηκε στὸ γόνατο (1856-58) σὲ σύγκριση μὲ τὴν τερατώδη διάρκειά του. Εἶναι οὐσιαστικὰ δίπτυχο: α΄ μέρος (πράξεις 1-2) «Ἡ ἅλωση τῆς Τροίας»· β΄ μέρος (πράξεις 3-5) «Οἱ Τρῶες στὴν Καρχηδόνα». Τὸ λιμπρέτο, πάνω στὰ βιβλία ΙΙ καὶ IV τῆς «Αἰνειάδος» τοῦ μεγάλου Πόπλιου Βιργιλίου Μάρωνος (70 π.Χ.- 19 π.Χ.), ἔγραψε ὁ…συνθέτης.  Αἰωνίως παράφορος νάρκισσος, ἄσχετος μὲ τὴν ὄπερα ὡς θέατρο, δὲν συνειδητοποιοῦσε ὅτι ἡ ὡραιότερη μελῳδία ἀποδυναμώνεται ἂν διαρκεῖ ἐπὶ σκηνῆς περισσότερο τοῦ «δέοντος»… προσδιοριζομένου ἀπὸ τὸ χάρισμα τοῦ συνθέτου. Τίποτε ἀπὸ τὸ λιμπρέτο Μπερλιόζ, δὲ θύμιζε «Αἰνειάδα». Ἀπὸ τὶς 5 πράξεις, δραματικὸ timing ἐμφανίζει ἡ τελευταία μόνον, ὅταν ὁ ταλαίπωρος ἀκρο-ατὴς μὲ τὸν ὁποῖον ὁ συνθέτης πυγμαχεῖ, σέρνεται ἤδη αἱμόφυρτος στὰ σχοινιὰ τοῦ ρίνγκ πρὶν τὸ τελικὸ «νόκ-ἄουτ». Ὅ,τι σώζεται ἀπὸ τὸ θεῖο ἔπος, εἶναι ἡ ἔμφαση στὴ ρωμαϊκότατη ἀρετὴ τοῦ καθήκοντος, μόνη αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς Διδοῦς ἀπὸ τὸν…ἐπίσης ἐρωτευμένο μαζί της Αἰνεία. Στὸ φινάλε, ἡ ἐπὶ 4ωρον ἁβρὴ καὶ ἀγέρωχη ἐστεμμένη, μεταμορφώνεται σὲ πληβεία μαινάδα: καταριέται τὸν «ἄπιστο»(;), ἐπικαλεῖται τὸν Ἁννίβα ὡς μέλλοντα ἐκδικητή της, ἀλλὰ συνειδητοποιών-τας ὅτι καὶ αὐτὸς ἡττᾶται ἀπὸ τὸ Σκιπίωνα Ἀφρικανὸ στὴ Ζάμα (19.10.202 π.Χ.) κάνει χαρακίρι, ὄχι ὅπως ἡ πουτσίνεια Μπαττερφλάϋ.

Ὁμολογουμένως περίτεχνη, ἀλλὰ στερεοτύπως μπερλιόζεια  ἐνορ-χήστρωση, ἀπὸ τὴν ὁποία, περιέργως σπανίζουν ἢ ἀπουσιάζουν τὰ σόλι (λ.χ. φλάουτου, ὄμποε, ἀγγλικοῦ κόρνου), ἀποτελεῖ συχωροχάρτι παντοί-ων μακρηγοριῶν, συνήθως σὲ «τέμπι» ἀργά, (ἀκραῖος ναρκισσισμὸς τὸν ἐμποδίζει  νὰ τὰ ἐναλλάσσει, ἐπὶ τὸ δραματικότερον!) καὶ σὲ μείζονα  τρό-πο. Μουσικὴ ἴσως «προγραμματική», ἀλλ᾽ 100% ἀντισκηνική. Χαμπάρι δὲν ἔπαιρνε ἡ φλυαρία του ἀπὸ σκηνικοὺς χρόνους. Πουθενά ἐπανερ-χόμενα θέματα ἢ ἐξαγγελτικὰ μοτίβα.   Ἐλάχιστες στιγμὲς τραβοῦν τὴν προσοχή: ἡ ἁδρὴ ἀπεικόνιση τῆς Κασσάνδρας (πράξεις 1-2), χωρὶς ὅμως δραματικὴ ἀξιοποίηση τῆς τρυφερῆς δυσπιστίας τοῦ μνηστῆρος της Χοροίβου στὶς δυσοίωνες προβλέψεις της, ὁ θρῆνος τῶν Τρῳάδων, τελι-κῶς φλύαρος (2η πράξη). 3η πράξη: κατάχρηση τῆς χορῳδίας, φλύαρη πρώτη ἄρια Διδῶς, συνοδείᾳ tutti (φανερὰ ὡραιότερη ἡ ἄρια τῆς ἀδελφῆς της Ἄννας) καὶ κυρίως (ἐλάττωμα τοῦ λιμπρετίστα, συμπαρασύραν τὸ συνθέτη;) καμμία ἐκμετάλλευση τῆς ἠχοχρωματικῆς ἀντιθέσεως ἀνδρι–κῶν-γυναικείων φωνῶν, ξανά-μανά μείζων τρόπος (σκηνὴ Νάρβαλ-Ἄννας). Μουσικὰ νερόβραστο μπαλλέτο (καϋμένε, σεμνὲ καὶ κατασυκο-φαντημένε Μίνκους!), μὲ ἐξαίρεση τὸ «ἐξωτικὸ» τμῆμα του. 5η πράξη: ἠ ὠραιότατη ἄρια τοῦ Αἰνεία, ἐνῶ ἔχει τελειώσει μουσικοδραματικά, ξαναρχίζει μὲ γλυκερὸ bel canto.

Μουσικὰ καὶ φωνητικά, ἡ ὅλη ἐπίδοση, ὑπὸ τὸν ἀρχιμουσικὸ Fabio Luisi, ἀποκωδικοποιήσαντα προσφάτως μὲ συναρπαστικά πολυδιά-στατην ἀνάγνωση τὴν παρτιτούρα τῆς «Ἀΐντα», πρόδινε τὴν ἀμηχανία του σὲ μιὰ Σαχάρα κομματιῶν, ἀναξιοποίητων, συρραμμένων ὅπως-ὅπως. Ἀγωνίστηκε μέχρι τέλους μὲ τὶς βιασύνες συνθέτου φλυάρου, φαφλατᾶ, φανφαρόνου. Ὀνειρώδης φωνητικὴ-δραματικὴ διανομή: Σφράγισεν ἀνεξίτηλα ἡ Κασσάνδρα (Deborah Voigt, μεσόφωνος), λιγότερο ἡ Διδώ (Susan Graham, μεσόφωνος), ἑλκυστικότατη ἀπὸ κάθε ἄποψη, σχεδὸν ἐρωτεύσιμη σὰν ἄνθρωπος,  ἡ στοργικὴ ἀδελφή της  Ἄννα (Karen Cargil, κοντράλτο). Στέρεη, ἁδρή,  λαμπερή,  λαστιχένια, φωνὴ ὁ Αἰνείας (Brayan Hymel, τενόρος), ἐντυπωσιακὸς ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Διδοῦς Νάρβαλ (Κορεάτης βαθύφωνος Kwangchul Youn) συμπαθὴς  ὁ Χόροιβος (Dwayne Croft, βαρύτονος),  φωνητικὰ ἁδρότερος καὶ εὐέλικτος ὁ τενόρος Eric Cutler (ἀοιδὸς Ἰόπας). Διαδικτυακῶς ἀποσιωπῶνται ἐκ τῶν κυριοτέρων ρόλων οἱ Πάνθεος (βαθύφωνος, Τρὼς ἱερέας)  καὶ   Ἀσκάνιος, 15χρονος γιὸς τοῦ Αἰνεία (ὑψίφωνος).

Συγκερασμὸς πρωτοπορειακῆς ρουτίνας καὶ ἁπλοποιημένης ἱστορικότητος τὰ πάντως ἀνομοιογενῆ σκηνικὰ (Maria Bjornson) καὶ κοστούμια (Anita Yavich): αὐστηρά, γήϊνα χρώματα, πράξεις 1, 2, 5: ἀσπροφορεμένοι Καρχηδόνιοι, πλὴν τῶν ἱερέων φερόντων χιτώνων μὲ γκρίζες λοξὲς ραβδώσεις, ζωηροὶ κόκκινοι καὶ μώβ τόνοι, πράξεις 3 καὶ 4. Ἡ ἄμοιρη σκηνοθέτις Francesca Zambello,  ἔκαμε τὸ πᾶν γιὰ νὰ φυτέψει μὲ καχεκτικὰ δενδρύλλια δρωμένων Σαχάρα φλυαρίας. Μὰ τοῦ Σατανᾶ  τὰ γένια, γιατὶ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ τόσες θαυμάσιες γαλλικὲς ὄπερες, τῶν Φράνκ, Λαλὸ, Σαρπαντιέ, Μπρυνώ, Ρουσσέλ καὶ πλήθους ἄλλων; Ἕκτωρ Μπερλιόζ, μήπως ἔπρεπε νὰ βρεῖς νωρίτερα τὸν Ἀχιλλέα σου; (Αἴθουσα Τριάντη, 5.1.2013).

Υ.Γ. SOS, δαίμων φωτοσυνθέσεως: στὴν  προτελευταία φράση τῆς κριτικῆς τῆς «Ἀΐντα» (12.1.13), διάβαζε: «… δυσδιάκριτων ὡς συλλειτουργουσῶν (ἐνν. τῶν ἐμπνεύσεων) ἰδιοφυῶς ἐν συνόλῳ».

Ἐφ. Ἐξπρές, Ἔτος 51ο, ἀρ φύλλου 14.866,
Σάβ. 19 Ἰανουαρίου 2013, σελ. 37.