Μία «διαφορετική» Lucia di Lammermoor από ΕΛΣ σε συμπαραγωγή με Covent Garden

Σκηνή από την παράσταση της "Lucia di Lammermoor". Φωτο: Δ. Σακαλάκης.

 

Σκηνή από την παράσταση της "Lucia di Lammermoor". Φωτο: Δ. Σακαλάκης.
Σκηνή από την παραγωγή της “Lucia di Lammermoor”. Φωτο: Δ. Σακαλάκης.

 

Η εμβληματική όπερα Lucia di Lammermoor του Gaetano Donizetti κατέχει ιδιαίτερη θέση τόσο στο ρεπερτόριο της λεγόμενης εποχής του bel canto των πρώτων δεκαετιών του δεκάτου ενάτου αιώνα όσο και στις καρδιές των φίλων του ιταλικού μελοδράματος, και όχι δίχως λόγο.

Βασισμένη στη νουβέλα του Sir Walter Scott, με τίτλο The Bride of Lammermoor (το libretto της όπερας, γραμμένο από τον Salvadore Cammarano, έχει αρκετές διαφορές με το αρχικό κείμενο), περιγράφει την πορεία των δυο κεντρικών ηρώων, Lucia και Edgardo, από τον έρωτα στον θάνατο. Η Lucia υποχρεώνεται από τον αδελφό της, Λόρδο Enrico Ashton, που μισεί την οικογένεια του Edgardo, δηλαδή εκείνη των Ravenswood, να παντρευτεί τον  εύπορο Λόρδο Arturo Bucklaw. Καίτοι η ίδια είχει δώσει τον λόγο της στον Edgardo, όταν ο αδελφός της δείχνοντάς της μια πλαστή επιστολή την πείθει ότι εκείνος την έχει ξεχάσει ακτικαθιστώντας την με άλλη, τελικά δέχεται να παντρευτεί τον Arturo. Λίγο μετά από την υπογραφή του γαμήλιου συμβολαίου εμφανίζεται ο Edgardo. Θυμωμένος την καταριέται και ζητά την επιστροφή των γαμήλιων δαχτυλιδιών τους. Στην τρίτη και τελευταία πράξη, η Lucia μέσα στην παραφροσύνη της δολοφονεί τον Arturo. Στην περίφημη σκηνή της τρέλας, φαντάζεται τον εαυτό της στο πλάι του Edgardo. Στο τέλος, μαθαίνοντας ότι η Lucia εξέπνευσε, αυτοκτονεί χρησιμοποιώντας το σπαθί του προσβλέποντας να ενωθεί με την αγαπημένη του στους ουρανούς.

Ο πάντα μεγαλοφυής Donizetti αξιοποιώντας το libretto του Cammarano προχωρά στη σύνθεση μίας πραγματικά σπαρακτικής και γεμάτης συγκίνησης όπερας, τρανών φωνητικών και ερμηνευτικών προϋποθέσεων, της οποίας η πρεμιέρα δόθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1835, σε ένα από τα σημαντικότερα –και αισθητικά ομορφότερα- λυρικά θέατρα της Ιταλίας, το Teatro di San Carlo της Νάπολης, ελάχιστες μόνο μέρες μετά από τον θάνατο του άλλου μεγάλου ομοτέχνου του της σχολής του bel canto, Vincenzo Bellini.

 Όπως ενίοτε συνέβαινε κατά τη διάρκεια εκείνων των χρυσών εποχών στην ιστορία του μελοδράματος, οι μεγάλοι ρόλοι γράφονταν για συγκεκριμένους όσο και θρυλικούς λυρικούς τραγουδιστές. Έτσι και εδώ, ο συνθέτης δόμησε τους δύο κεντρικούς ρόλους του εμπνευσμένος από το ταλέντο και τις ιδιαίτερες φωνητικές δυνατότητες της σοπράνο Fanny Tacchinardi Persiani και Gilbert Duprez. Μολονότι και οι δύο κρίθηκαν εξαιρετικοί στους ρόλους τους, ο Duprez υπήρξε εκείνος που επηρέασε περισσότερο τον μουσουργό και στον οποίον, προς μεγάλη απογοήτευση της Tacchinardi, προσέφερε την τελική σκηνή. Βεβαίως, αρχικά η Persiani διαμαρτυρήθηκε και μάλιστα με έντονο τρόπο, ωστόσο ο εκφραστικά και τεχνικά εξαιρετικά εύφορος ρόλος της Lucia, όπως και άλλοι του ίδιου συνθέτη, ανέδειξαν τα φωνητικά και υποκριτικά της προσόντα κατά τη διάρκεια της λαμπρής σταδιοδρομίας της.

Ο Duprez, εκτός από συνεργάτης, υπήρξε και στενός φίλος του Donizetti, συμβουλεύοντάς τον ενίοτε κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας. Μάλιστα, εκείνος ήταν που του πρότεινε να εισάγει το υπέροχο σόλο για το βιολοντσέλο κατά την τελική σκηνή, ακριβώς στην επανάληψη της cabaletta, όπου το έγχορδο ερμηνεύει την υπέροχη θρηνητική μελωδία στη θέση του τραγουδιστή, έτσι παρηγορώντας τον συντετριμμένο όσο και ερωτευμένο μέχρι το τέλος ήρωα. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι και ο ίδιος ο Duprez είχε δείξει το ταλέντο του στη σύνθεση μέσα από τα λίγα έργα που άφησε πίσω του. Ο συντάκτης του παρόντος κειμένου είχε την τιμή και τύχη να ασχοληθεί εκτενώς με ιδιόγραφες επιστολές του τραγουδιστή και του κύκλου του, όπως και επιπλέον με την κριτική επιμέλεια ενός φωνητικού του έργου (για τενόρο), που ανακάλυψε σε ιδιόγραφη παρτιτούρα (Παρίσι, Απρίλιος 2016).

Η Εθνική Λυρική Σκηνή, στο πλαίσιο της συνεργασίας της με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Royal Opera House, Covent Garden), για δεύτερη συνεχή χρονιά ανέβασε την εν λόγω όπερα στη σκηνοθεσία της Katie Mitchell, που είχε παρουσιαστεί στο Covent Garden, το 2016. Αναφέρουμε ότι τότε, πριν ακόμη σηκωθεί η αυλαία της πρεμιέρας, οι συνδρομητές και φίλοι της Βασιλικής Όπερας είχαν λάβει ηλεκτρονική επιστολή που τους προειδοποιούσε σχετικά με τις αναλυτικές σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου και βίας. Οι κριτικές που αρχικά έλαβε η παραγωγή υπήρξαν ανάμικτες. Παρακολουθώντας το ανέβασμα πέρσι και φέτος στην Αθήνα (δεν προλάβαμε το αρχικό στο Λονδίνο), βρήκαμε ότι είχαν εξομαλυνθεί αρκετά από τα πιο προκλητικά αιχμηρά σκηνοθετικά στοιχεία.

Η Mitchell, χωρίς αμφιβολία σκηνοθέτις με πολλές ιδέες, μετέφερε την πλοκή από την Σκωτία των αρχών του δεκάτου ογδόου αιώνα, στην βικτωριανή εποχή, με πολλά τρομακτικά (εφιαλτικά;) στοιχεία της χαρακτηριστικής γοτθικής φαντασίας. Τα επιβλητικά, όντως ενδιαφέροντα στη λεπτομέρειά τους, σκηνικά και κοστούμια εποχής της Vicki Mortimer, όπως και ο σωστός φωτισμός του Jon Clark, δημιούργησαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα και πλαισίωσαν με νόημα την προσωπική αφήγηση της Mitchell. Η τελευταία, χωρίζοντας τη σκηνή σε δύο μέρη, έδειχνε τα δρώμενα που εξιστορούνται και περιγράφονται από τους ήρωες. Το φάντασμα της κοπέλας, που είχε δολοφονηθεί από πρόγονο των Ravenswood και το οποίο είχε δει η Lucia (σύμφωνα με το ποιητικό κείμενο της πρώτης της άριας), όπως και το φάντασμα της μητέρας της Lucia, κάνουν την εμφάνισή τους σε καίρια σημεία της όπερας, υπογραμμίζοντας το χαρακτηριστικό του στοιχειωμένου. Στην εκδοχή της Mitchell, η Lucia παρουσιάζεται δυναμική και αποφασισμένη, δολοφονεί τον Arturo με την βοήθεια της υπηρέτριάς της, Alisa, την οποίαν βλέπουμε, μετά από τις μαχαιριές της συζύγου του, να αποτελειώνει τον δυστυχή τοποθετώντας ένα μαξιλάρι στο πρόσωπό του, πνίγοντας τον ίδιο και τις κραυγές του. Σύμφωνα πάντα με την εκδοχή της σκηνοθέτιδας, η ηρωίδα περιμένει παιδί από τον Edgardo, το οποίο τελικά αποβάλει (τα αίματα και η ίδια η σκηνή της αποβολής είναι φρικιαστικά). Πολύ νωρίτερα, τη βλέπουμε πάνω από λεκάνη τουαλέτας, για να το θέσουμε κομψά και διακριτικά, να αποβάλει το γαστρικό της περιεχόμενο. Το μπάνιο, σε πιστή αναπαράσταση εκείνου της βικτωριανής εποχής, κάνει την εμφάνισή του και στο τέλος της όπερας, όταν μέσα στη μπανιέρα -πάντα στην εκδοχή της Mitchell – βλέπουμε την Lucia να αυτοκτονεί κόβοντας τις φλέβες της, την ώρα που ο αγαπημένος της περιμένει να αναμετρηθεί σε μονομαχία με τον αδελφό της. Ο Edgardo, έχοντας τραγουδήσει την τελική του σκηνή, δίπλα της, αυτοκτονεί με ανάλογο τρόπο (αν δεν μας απατά η μνήμη, χαράζοντας τον λαιμό του), ενώ ακούμε το νερό της βρύσης να τρέχει. Οι πολλές παρεκβάσεις από το libretto και από την ιστορία όπως την γνωρίζουμε, η ποσότητα του αίματος που βλέπουμε, σε συνάρτηση με τις σκηνές ωμής βίας, ασφαλώς προκαλούν, ακόμα και τον πλέον υπομονετικό οπερόφιλο. Οι απόψεις της Mitchell, η κυοφορία της ηρωίδας και το μπόλιασμα του χαρακτήρα της με σθένος, παρέχουν τροφή για σκέψη, αλλά επίσης εκτροχιάζουν την ίδια την ουσία της όπερας και τα βασικά ζητούμενα που τόσο ανάγλυφα αντικατοπτρίζονται στη μουσική του Donizetti και στο libretto του Cammarano. Πολλές παράλληλες σκηνικές δράσεις, συχνές επί σκηνής αλλαγές κοστουμιών της Lucia, και μια συνεχής υπερδραστηριότητα, ενίοτε αποσπούν την προσοχή του κοινού.

Στην πρώτη παράσταση της φετινής αθηναϊκής αναβίωσης της παραγωγής, που παρακολουθήσαμε στις 24/2, οι Έλληνες τραγουδιστές, που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την προαναφερθείσα απαιτητική σκηνοθεσία, η οποία τους ήθελε παρόντες επί σκηνής ακόμα και σε κάποιες σκηνές που δεν τραγουδούσαν, αντιμετώπισαν ικανοποιητικά τους εξαιρετικά δύσκολους ρόλους τους. Ρόλους που απαιτούν γνώση του ιδιαίτερου στυλ της σχολής του bel canto και της μεγάλης φωνητικής γραμμής, η οποία ενίοτε συνοδεύεται μονάχα από απλές κύριες συγχορδίες και από μια ενορχήστρωση με σοφή οικονομία σχεδιασμένη. Ρόλους που ζητούν εξευγενισμένο τραγούδι, έλεγχο αναπνοής και πολλές ευκολίες στις νότες της υψηλότερης φωνητικής περιοχής: το έργο περιέχει φωνητικούς ακροβατισμούς, ειδικά για τη σοπράνο και για τον τενόρο. Τα ζητούμενα τούτα θέτουν προκλήσεις και, φυσικά, κρατούν τα μέλη του κοινού σε συνεχή εγρήγορση και αγωνία για το αν και το πώς θα καλυφθούν.

Ειδικότερα, στον ρόλο της Lucia η Βασιλική Καραγιάννη βρέθηκε σε πολύ καλή φόρμα, αποδεικνύοντας σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ότι έχει μελετήσει λεπτομερώς τον ρόλο. Επιπλέον στις δύο μεγάλες της άριες, Regnava nel silenzio (πρώτη πράξη, δεύτερη σκηνή) και Il dolce suono mi colpi di sua voce (τρίτη πράξη, πρώτη σκηνή), ερμήνευσε με καθαρότητα και τονική ακρίβεια τις κολορατούρες.

Ο Γιάννης Χριστόπουλος ευχαρίστησε σκιαγραφώντας με νεανική ενέργεια τον ρόλο του Edgar. Υποστήριξε τις μεγάλες σκηνές με την ωραίου ηχοχρώματος φωνή του και με σωστό έλεγχο αναπνοής.

 Ο Enrico του έμπειρου Τάσση Χριστογιαννόπουλου διέθετε την απαραίτητη δόση υποκριτικής δύναμης και προσοχής στις λεπτομέρειες της φωνητικής γραμμής. Έφερε με τέχνη στην επιφάνεια τον χαρακτήρα του επίμονου και μάλλον εγωιστή αδελφού.

Στους υπόλοιπους ρόλους διακρίθηκαν για τη φωνητικά και υποκριτικά συνεπή τους συνεισφορά οι Τάσος Αποστόλου (Raimondo Bidebent), Θανάσης Ευαγγέλου (Normanno) και Λυδία Βαφειάδη (Alisa). Ο νεαρός τενόρος Γιάννης Καλύβας (Λόρδος Arturo Bucklaw) είχε ενδιαφέρουσες στιγμές, ωστόσο σε αυτά τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του, οφείλει να επεξεργαστεί περεταίρω την τονική ακρίβεια των μουσικών φθόγγων της υψηλότερης φωνητικής του περιοχής.

Η χορωδία και η ορχήστρα, υπό τη σφριγηλή, και σε στιγμές αναλυτική όσο και τεχνικά βέβαιη, όμως εν πολλοίς στερούμενης εσωτερικότητας, διεύθυνση του διεθνώς ανερχόμενου Γάλλου αρχιμουσικού Pierre Dumousseau (το 2017 μοιράστηκε με τον Antoine Glatar το Β΄ Βραβείο στον Διαγωνισμό του Ιδρύματος Polycarpe για μαέστρους όπερας), απέδωσαν προσεκτικά το μουσικό κείμενο. Βεβαίως, ένας πιο εξειδικευμένος και έμπειρος στο bel canto αρχιμουσικός, από τους λίγους που έχουν μείνει πλέον διεθνώς, θα είχε προσφέρει αρτιότερους καρπούς ενθαρρύνοντας τους τραγουδιστές να εμβαθύνουν περαιτέρω στην ιδιοσυγκρασία των ηρώων και να φωτίσουν πιο στοχευμένα, όπου χρειαζόταν, τις συγκινητικές πτυχές της μεγάλης αυτής παρτιτούρας.

Αντί επιλόγου. Δεν κρύβουμε ότι κατά τη διάρκεια της παράστασης, συχνά επισκεπτόταν το νου μας η απαθανατισμένη σε δίσκους (2 CD, Decca, 00028948309344) διεισδυτική και υφολογικά άμεμπτη «Lucia» σε  διεύθυνση του πολύτιμου αρχιμουσικού Richard Bonynge. Αυτού του μέγα γνώστη του bel canto και συζύγου της ανυπέρβλητης σε αυτό το ρεπερτόριο σοπράνο Dame Joan Sutherland, η οποία έλαμψε για χρόνια ως Lucia, ρόλο που ερμήνευσε συνολικά διακόσιες τριάντα τρεις  φορές (!) στη σταδιοδρομία της, και που θριαμβεύει στην προαναφερθείσα ηχογράφηση. Θυμίζουμε ότι ο Bonynge είχε διευθύνει με τόση ευαισθησία και γνώση στην Αθήνα ένα άλλο έξοχο δημιούργημα του ίδιου συνθέτη, την όπερα Maria Stuarda (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 10, 12, 14 και 16/3 2011, σκηνοθεσία-σκηνικά-κοστούμια του Pier-Luigi Pizzi, στο πλαίσιο σύμπραξης με την Scala του Μιλάνου). Τα χρόνια περνούν και πολύ αμφιβάλουμε αν θα έχουμε την ευκαιρία να τον εκτιμήσουμε και πάλι στο podium, στη χώρα μας ή σε οιαδήποτε άλλη, καθώς οι εμφανίσεις του έχουν πλέον περιοριστεί στο ελάχιστο. Ναι, δύσκολος ο αποχωρισμός κάποιων αναντικατάστατων της μουσικής.

 

Η Βασιλική Καραγιάννη στον ρόλο της Lucia. Φωτο: Δ. Σακαλάκης.
Η Βασιλική Καραγιάννη στον ρόλο της Lucia. Φωτο: Δ. Σακαλάκης.

 

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα