Θεατρικός άθλος

της Χριστίνας Κόκκοτα
θεατρολόγου-μέλους Ε.Ε.Θ.Κ.

Το να επιχειρεί κανείς να μεταφέρει στη σκηνή την Ιλιάδα των 24 ραψωδιών και των 15.692 στίχων, ένα μνημειώδες έργο, του οποίου η μεγαλόπνοη σύνθεση ανάγεται στις απαρχές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αποτελεί από μόνο του θεατρικό εγχείρημα. Όταν μάλιστα το αποτολμά ένας άνθρωπος, που έχει δώσει λαμπρά δείγματα σκηνοθετικής γραφής, όπως ο Στάθης Λιβαθινός, τότε είναι τύχη αγαθή για το θέατρο, για το έργο αλλά και για το κοινό.

Καρπός της ομηρικής νιότης η «Ιλιάδα» πραγματεύεται τον πόλεμο και τις ολέθριες συνέπειές του με κινητήριο δομικό άξονα τον παράφορο θυμό του Αχιλλέα κατά του Αγαμέμνονα. Κάτω όμως από τον αμείλικτο πολεμικό οργασμό υφέρπει το αντιπολεμικό σάλπισμα του Ομήρου για τη σπατάλη του αίματος και της ζωής, για τον πόνο και την απώλεια, που γεννούν το άγριο μίσος και τα ατιθάσευτα πάθη των ανθρώπων, που υποδαυλίζονται από τον θεϊκό παράγοντα, μακάριο και ατάραχο απέναντι στην επίγεια τραγωδία.

Με τέχνη μαστορική ο ιδιοφυής ποιητής κινεί στο μεγαλοδιάστατο έπος του έναν πολυάνθρωπο κόσμο, που αναμετριέται μέσα από τη μάστιγα του πολέμου με τη μοίρα του θανάτου, αποκαλύπτοντας τις αντινομίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Πλάι στη σκληρότητα της πολεμικής οχλοβοής, που τροφοδοτεί την οίηση και τον ατομικισμό, την εμφύλια διαμάχη, τη φιλοδοξία και την απληστία των πρώτων του ελληνικού στρατοπέδου, χάρη στον ανθρωπισμό του Ομήρου βρίσκουν χώρο να ανθίσουν πανανθρώπινες αξίες, η θεληματική θυσία για την πατρίδα, η ανδρεία και η φιλοτιμία, η φιλία και η υστεροφημία, η συζυγική αγάπη, η «υπόκλιση» του Αχιλλέα στην πατρική ικεσία του Πριάμου ως έκφραση ακραίας ομορφιάς και ανθρωπιάς αλλά και ως καθαρτήρια λύτρωση στην κατακλείδα του έπους.

Δεν είναι όμως μόνο ο πρώιμος ανθρωπισμός του ποιητή, που γοητεύει τον αναγνώστη της Ιλιάδας. Είναι και η διαχείριση των πλασμάτων της τέχνης του, χωρίς ίχνος στενόκαρδης μεροληψίας. Στην απάνθρωπη μοναξιά, στην οποία καταδίκασε τον εαυτό του ο Αχιλλέας, δέσμιος του ατομικού του πάθους, αντιπαραθέτει την τρυφερή αίσθηση της ανθρώπινης κοινότητας και το πνεύμα της συλλογικότητας, που βιώνει και μοιράζεται με τους συμπατριώτες του ο Έκτορας. Γι’ αυτόν πατρίδα δεν είναι μόνο τα τείχη και η ακρόπολη της Τροίας, αλλά και οι ζωές των ανθρώπων, αυτές που ο Αχιλλέας άφησε ανυπεράσπιστες να θυσιάζονται στο βωμό της προσωπικής του παραφοράς. Τι πιο γενναιόδωρο και υψηλόφρονο από το να επιλέγει ένας δημιουργός να σημασιοδοτήσει την εικόνα του ανθρώπου και ενός ανώτερου σταδίου της ανθρώπινης εξέλιξης στο πρόσωπο του εχθρού της πατρίδας! Ποια, άραγε, ισχυρότερη απόδειξη της μεγαλειώδους σύνθεσης της Ιλιάδας μπορεί να υπάρξει;

Ο Στάθης Λιβαθινός, έχοντας στη διάθεσή του τη λιτή και ρέουσα μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, οργάνωσε μια σύγχρονη παράσταση αντάξια του έπους, ένα καλοκουρδισμένο σκηνικό σύνολο μεγάλης φόρμας, γοργών ρυθμών και δραματικής έντασης. Προϊόν επίπονης προετοιμασίας και ευφυούς πραγμάτωσης, που συνδύασε αδιαίρετα και αβίαστα την αφηγηματική μορφή του έργου με τη σκηνική δράση αλλά και με το τολμηρό σχόλιο, υιοθετώντας παιγνιώδη και υπονομευτική ματιά απέναντι στις φαυλότητες της κοσμικής και θεϊκής εξουσίας.

Οι ηθοποιοί – Δημήτρης Ήμελλος, Μαρία Σαββίδου, Άρης Τρουπάκης, Βασίλης Ανδρέου και Νίκος Καρδώνης μαζί με δέκα νέους συναδέλφους τους – αφειδώλευτα διαθέσιμοι, ευάγωγοι και ευέλικτοι ανταποκρίθηκαν με το σώμα και τη ψυχή τους στο κάλεσμα του σκηνοθέτη. Προικισμένοι με εξαιρετικές αντοχές και υψηλή ενέργεια και περνώντας διαδοχικά από το ρόλο του αφηγητή – ραψωδού σε εκείνον του ερμηνευτή, εμφύσησαν πνοή ζωής σε ηρωϊκές και θεϊκές μορφές με σύνεση αλλά και τόλμη και αφηγήθηκαν τον επικό λόγο με ακεραιότητα και ζωντάνια.

Συμβολικών αποχρώσεων το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου κατά το μέρος εκείνο, που από τεράστια τσιγκέλια κρέμονταν στρατιωτικές χλαίνες δίκην σφαγείου, παρέπεμπε στην έννοια της σφαγιασμένης ζωής σε καιρό πολέμου και λειτουργικής σκοπιμότητας οι κυλιόμενες σιδερένιες πλατφόρμες, που υπηρέτησαν τη δυαδικότητα της επίγειας και της θεϊκής δράσης. Τολμηρής αισθητικής τα κοστούμια της – ιδιαίτερα τα προορισμένα για τους θεούς – αλλά ενταγμένα στο ύφος της παράστασης, της οποίας το ηχητικό περιβάλλον έντυσαν οι εύστοχες συνθέσεις του Λάμπρου Πηγούνη.

Με σύγχρονο μήνυμα και άρωμα Καβάφη το κλείσιμο του μαραθώνιου θεατρικού γεγονότος συγκέρασε εμπνευσμένα τα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου με τις άγονες προσπάθειες των ηττημένων Τρώων.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ»

 

Η Χριστίνα Κόκκοτα γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Θεατρολογία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών. Γράφει κριτική θεάτρου από το 1992. Κείμενά της φιλολογικού και θεατρικού περιεχομένου αλλά και ευρύτερου προβληματισμού έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες Πελοπόννησος και Τα Νέα και στα περιοδικά Αχαϊκά και Πολύπτυχο. Έχει χρηματίσει μέλος του Δ.Σ. του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πατρών, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Φεστιβάλ «Θεσμός Αρχαίου Δράματος», κριτικών επιτροπών στους Πανελλήνιους Πολιτιστικούς Μαθητικούς Αγώνες. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού Αχαϊκά. Από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο της ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟ (συλλογή θεωρητικών θεατρικών κειμένων) και το 2012 το βιβλίο της ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Ι. ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ από τις εκδόσεις ΠΑΝΟΣ.