Η Φιλαρμονική του Ισραήλ στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης

Ο αρχιμουσικός Yoel Levi. Φωτο: Kevin Abosch.

Γράφει ο Φώτιος Καλιαμπάκος

Ο αρχιμουσικός Yoel Levi. Φωτο: Kevin Abosch.
Ο αρχιμουσικός Yoel Levi. Φωτο: Kevin Abosch.

 

Μια από τις πιο παραδοσιακές και ιδιαίτερες λόγω της ιστορίας της και της αρχικής της σύνθεσης ορχήστρες της υφηλίου, η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ επισκέπτεται τακτικά την αμερικανική ήπειρο είτε ως προσκεκλημένη του ιστορικού μεγάρου, είτε με την υποστήριξη των American Friends of the Israel Philharmonic, όπως φέτος, είτε και τα δύο, όπως πέρσι, οπότε και οι παρουσίες της στο Stern Auditorium ανήλθαν σε συνολικά τέσσερις, υπό τη διεύθυνση του μέχρι πρόσφατα ισόβιου αρχιμουσικού της, στενά συνδεδεμένου με την πρόσφατη ιστορία της ορχήστρας, Zubin Mehta. Ο σπουδαίος αρχιμουσικός μετά από πολλές δεκαετίες, αφού είναι διευθυντής από το 1977 με τη σχέση του με την ορχήστρα να πηγαίνει ακόμα πιο πίσω στο 1969, θα παραδώσει τη σκυτάλη τη σεζόν 2020-21 στον Ισραηλινό πιανίστα και μαέστρο Lahav Shani.

Ο Mehta δεν μπόρεσε να ηγηθεί της φετινής περιοδείας στην αμερικανική ήπειρο και αντικαταστάθηκε από τον Yoel Levi. Και επειδή φέτος η στάση στη Νέα Υόρκη ήταν για μία και μόνη συναυλία, το μεσημέρι της Κυριακής 3 Φεβρουαρίου, τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ενώ  πολλοί μουσικόφιλοι περίμεναν στη σειρά για την περίπτωση κάποιων ακυρώσεων.

Η συναυλία άνοιξε, όπως συνηθίζεται όταν διοργανωτές είναι οι «Αμερικανοί Φίλοι της Φιλαρμονικής του Ισραήλ», με την ανάκρουση, με την ορχήστρα όρθια και τους θεατές επίσης από σεβασμό να εγείρονται, των εθνικών ύμνων των δύο χωρών. Η ρομαντική στο πνεύμα του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα και με μυστήριο τρόπο αρκετά οικεία μελωδία του εθνικού ύμνου του Ισραήλ μας οδήγησε στο να αναζητήσουμε την προέλευσή του. Ο ύμνος με το όνομα “Hatikvah” (Ελπίδα) σε ποίηση (1878) του Naphtali Herz Imber (1856-1909)  και μουσική του (1888), ηχεί οικεία, αφού η μελωδία της μελοποίησης του 1800 που αποδίδεται στο Samuel Cohen (1870-1940), φέρεται να προέρχεται αρχικά από ευρωπαϊκά τραγούδια του 16ου αιώνα, που έχουν χρησιμοποιηθεί σε πολλά έργα έκτοτε με πιο γνωστή της εκδοχή τον υπέροχο «Μολδάβα» του Τσέχου συνθέτη Bedřich Smetana! Ο Cohen πάντως φέρεται άκουσε μια ρουμανική εκδοχή της μελωδίας και όχι αυτή του Σμέτανα. Υπάρχει επίσης μια ενορχήστρωση από τον Kurt Weil, ενώ ο κινηματογραφικός συνθέτης John Williams, οποίος είχε την τιμητική του στο πρόγραμμα της συναυλίας, έχει δημιουργήσει μια βασισμένη στον ύμνο ορχηστρική εκδοχή για την ταινία «Μόναχο» του Steven Spielberg.

Μετά τους εθνικούς ύμνους παρουσιάστηκε το μοντερνίστικο, με εμφανείς επιρροές από τον κόσμο της κεντρικής Ευρώπης του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα και ειδικότερα τον Béla Bartók, Concertino for Strings του γεννημένου στη Βουδαπέστη Ödön Pártos (1907-1977), που υπήρξε μεταξύ άλλων ο εξάρχων στις βιόλες της Φιλαρμονικής του Ισραήλ από το 1938 ως το 1956.

 

Itzhak Perlman

Ένας από τους πολλούς λόγους της δημοφιλίας της συναυλίας αποτελούσε χωρίς αμφιβολία και η παρουσία ενός από τους πιο διακεκριμένους βιολονίστες της γενιάς του, του Itzhak Perlman, τακτικού άλλωστε προσκεκλημένου της ορχήστρας (τον είχαμε απολαύσει και στις περσινές εμφανίσεις). Ο Perlman που δυστυχώς αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα, αποθεώθηκε από κοινό κατά την είσοδο του στη σκηνή και ξεκίνησε με τις δύο Romance για βιολί του Μπετόβεν (Αρ. 1, Op. 40 σε Σολ μείζονα, και Αρ. 2, Op. 50 σε Φα μείζονα). Εμφανής η οικειότητα του σολίστα με το ρεπερτόριο με τον γνωστό εκλεπτυσμένο, στρογγυλό, γλυκό του ήχο και τη μεστή του ερμηνεία, με ελάχιστα μόνο σημεία να αφίστανται ελάχιστα από την «συνηθισμένη» για τον  Perlman τελειότητα, μια και ο χρόνος είναι αδυσώπητος και δεν φείδεται κανενός. Σε κάθε περίπτωση αυτό, αισθητό ίσως άλλωστε μόνο στις πολύ κοντινές θέσεις, δεν ίσχυσε για τα υπόλοιπα έργα στα οποία και έλαμψε.

Ακολούθησε το μελαγχολικό και νοσταλγικό όχι μόνο λόγω του πόνου της αγάπης του τίτλου του, αλλά και για την απώλεια της Βιέννης πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο του διακεκριμένου αυστριακού (με εβραϊκές ρίζες) βιολονίστα Fritz Kreisler: “Liebesleid”, με το πιο αισιόδοξο: “Liebesfreud” (Χαρά της Αγάπης) να κλείνει το επίσημο πρόγραμμα του πρώτου μέρους, αφού όμως είχε προηγηθεί για να αλλάξει η διάθεση ένα από τα έργα που ξεχώριζε στο πρόγραμμα.

Ήταν το «Θέμα από τη λίστα του Σίντλερ» με σολίστα και πάλι τον Perlman, για τον οποίο το είχε γράψει άλλωστε ο John Williams, και το είχε ερμηνεύσει για πρώτη φορά για το soundtrack της γνωστής ταινίας και αναρίθμητες φορές έκτοτε. Ο Perlman και με τη διακριτική συνοδεία τη ορχήστρας συγκίνησε το κοινό στο εμφανώς φορτισμένο έργο που προσπαθεί να αποδώσει, όσο αυτό είναι ανθρωπίνως δυνατό, τον ανείπωτο πόνο που μαζί με τον απόλυτο παραλογισμό είναι συνδεδεμένα με τον εφιάλτη του Άουσβιτς.

Χαρακτηριστικοί για αυτό ήταν και οι δισταγμοί του συνθέτη, ο οποίος όταν τον προσέγγισε ο σκηνοθέτης για να του αναθέσει τη μουσική της ταινίας, φέρεται να είπε, ότι δεδομένου του θέματος και της ποιότητας της ταινίας θα έπρεπε να βρει έναν καλύτερο συνθέτη, με τον Σπίλμπεργκ να του απαντά με τρόπο, αυτή τη φορά ενδεικτικό για τη θέση του Williams στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα, ιδιαίτερα για αυτό το είδος της μουσικής, ότι πράγματι θα έπρεπε να βρει έναν καλύτερο αλλά είναι όλοι νεκροί!

Ακολούθησε και ένα ανκόρ από τη συνεργασία των δύο, του χορού από το «Άρωμα Γυναίκας», μια ορχηστρική διασκευή από τον Williams του «Tango» του Γαλλο-Αργεντίνου Carlos Gardel (1890-1935, κατάλληλο, όπως και το “Liebesfreud” για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα πριν το διάλειμμα με το κοινό να αποχαιρετά με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα τον εμβληματικό βιολονίστα.

Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος δέσποζε η «Παθητική» του Τσαϊκόφσκι, με την ορχήστρα, τεχνικά άρτια μεν να ακούγεται στην αρχή κάπως αποστασιοποιημένη κάτι που όμως σταδιακά βελτιώθηκε με αποτέλεσμα το υπαρξιακό, με στοιχεία που προϊδεάζουν τον Μάλερ, Adagio lamentoso, το κύκνειο άσμα του μεγάλου συνθέτη, που πέθανε λίγες μέρες μετά της ολοκλήρωση του, να συγκινεί. Εκτός από ορισμένα χαρακτηριστικά ορχηστρικά περάσματα που θυμίζουν το Μάλερ, η Έκτη Συμφωνία είναι η πρώτη που μεταθέτει το αργό μέρος για το τέλος, κάτι που αργότερα θα συμβεί και στην Ενάτη του Μάλερ, που επίσης κατά τραγικό τρόπο θα αποτελέσει την τελευταία και για εκείνον. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι ένα χρόνο περίπου νωρίτερα ο Ρώσος συνθέτης είχε διευθύνει στα εγκαίνια του Carnegie Hall.

Με ένα έξοχο, ίσως από ερμηνευτικής πλευράς την κορυφαία στιγμή του απογεύματος, απόσπασμα από τι παραλλαγές «Αίνιγμα» του Έλγκαρ Yoel Levi και η Φιλαρμονική του Ισραήλ αποχαιρέτησαν για φέτος τη Νέα Υόρκη.