«Η Κυρά της Θάλασσας» του Ibsen σε σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά

Σκηνή από την παράσταση του έργου "Η Κυρά της Θάλασσας" του Ibsen.

 

Ellida: Deres vilje mægter ikke et fnug over mig længer. For mig er De en død mand, – som er kommen hjem fra havet. Og som går did igen. Men jeg gruer ikke længer for Dem. Og jeg drages ikke heller.

 

Ο Henrik Ibsen.
Ο Henrik Ibsen.

Στη σκηνή του Θεάτρου Εκάτη (Εκάτης 11, Πλατεία Κυψέλης) είδαμε πρόσφατα (14/12) το θεατρικό έργο Η Κυρά της Θάλασσας (ορθότερα, Η Κυρία από τη Θάλασσα, Fruen fra havet) του Henrik Ibsen. Έργο γραμμένο το 1888, κατά την πλέον ώριμη δημιουργική περίοδο του υπερπολύτιμου δημιουργού-θεμελιωτή/πατέρα του ρεαλισμού στο θέατρο. Για ακόμη μια φορά, η γυναικεία μορφή δεσπόζει στον πυρήνα της πλοκής, ενεργοποιώντας την έμπνευση, αλλά κυρίως τον διαχρονικό προβληματισμό του Ibsen.

Η Ellida, κόρη φαροφύλακα, βρίσκεται παντρεμένη με τον γιατρό Edvard Wangel, ο οποίος από τον προηγούμενο γάμο του (η πρώτη του γυναίκα έφυγε νέα από τη ζωή), έχει δύο κόρες, τις Bolette και Hilde, που δεν απέχουν πολύ, κυρίως η μεγαλύτερη, σε ηλικία από την ίδια. Μένουν σε μια μικρή ορεινή πόλη της Βόρειας Νορβηγίας. Η Ellida έχει μεγαλώσει κοντά στη θάλασσα και το στοιχείο αυτό της λείπει στην περιοχή που ζει. Στην πορεία του έργου, ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι ευτυχισμένη από το γάμο της. Ένας από τους λόγους είναι ότι η θάλασσα, της λείπει. Ο ναυτικός, με τον οποίον ήταν κάποτε αρραβωνιασμένη, εμφανίζεται και την καλεί να τον ακολουθήσει. Εκείνη μετά από σκέψεις, τελικά αποφασίζει να μείνει πιστή στο γάμο και στον άντρα της.

Είναι γεγονός ότι υπάρχουν έργα του Ibsen τα οποία παρουσιάζονται συχνότερα (και δεν αναφερόμαστε μόνο στο Κουκλόσπιτο, Et Dukkehjem), ωστόσο, Η Κυρά της Θάλασσας, έχει μια ιδιαίτερη γοητεία, μυστηριακή. Η Ellida φέρνει στο νου την Senta του βαγκνερικού Ιπτάμενου Ολλανδού (Richard Wagner, Der Fliegende Holländer, πρώτη παγκόσμια παρουσίαση, Δρέσδη, 1843). Η μορφή του ναυτικού και της θάλασσας, στοιχειώνει τη σκέψη, τη φαντασία και την καρδιά των δύο ηρωίδων.

Βρήκαμε ότι η περιορισμένου μεγέθους σκηνή του Θεάτρου Εκάτη ταίριαζε στον πιο προσωπικό και ιδιαίτερο χαρακτήρα του έργου. Ανοίγοντας την πόρτα του θεάτρου για να εισέλθουμε στον χώρο, κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια προς την αίθουσα, και φθάνοντας σε αυτή αντικρίσαμε ένα ενδιαφέρον σκηνικό: αριστερά, το μπαλκόνι και η είσοδος του ορεινού νορβηγικού σπιτιού, μπροστά του, ο κήπος, κάπου στο βάθος ένα όρθιο πιάνο, δεξιά καλαμιές και βράχια, ενώ στο έδαφος πεσμένα φύλλα χρώματος σκούρου καφεκόκκινου, πολλά φύλλα, τα οποία τόσο με την φθινοπωρινή τους όψη όσο και με τη μυρωδιά τους καλούσαν τον θεατή να βιώσει την χαρακτηριστική υποβλητική ιψενική νορβηγική ατμόσφαιρα. Για την ακρίβεια, τα δρώμενα του έργου λαβαίνουν χώρα μέσα σε μερικές μέρες, κατά το τέλος του καλοκαιριού. Τα κοστούμια, επίσης ακολουθούσαν τον παραδοσιακό δρόμο, χωρίς κακόγουστους νεωτερισμούς (σκηνικά-κοστούμια, Μιχάλης Πανώριος). Το έργο είναι τόσο δεμένο με την εποχή του και πιστεύουμε ότι κάθε χρονική του μετάθεση καταστρέφει μεγάλο μέρος της ουσίας του.

Σκηνή από την παράσταση του έργου "Η Κυρά της Θάλασσας" του Ibsen.
Σκηνή από την παράσταση του έργου “Η Κυρά της Θάλασσας” του Ibsen.

Έτσι, η σκηνοθέτις Βαλεντίνη Λουρμπά πέτυχε να δώσει το στίγμα της ανάσας του ιψενικού chef-d’oeuvre πριν ακόμη από την έναρξη της ίδιας της παράστασης. Η ίδια, με γοητευτική σεμνότητα, συνδυασμένη με διαίσθηση, φαντασία και γνώση, πρότεινε μία ιδιαίτερης αφήγησης διδασκαλία του υπέροχα στοχαστικού όσο και συμβολικού αυτού κειμένου, επιλέγοντας τη σωστή και λειτουργική μετάφραση του Θιάσου Λεπτουργείον. Υπήρξε εύστοχη η αντιπαράθεση των δύο διαφορετικού  ύφους μουσικών έργων του  ρομαντικού Πολωνού μουσουργού Frédérick Chopin, που επέλεξε ως βασική μουσική επένδυση της παράστασης για την υπογράμμιση των αντιθετικών συναισθημάτων: άλλοτε τρυφερών  (Berceuse, Op. 57) και άλλοτε ανήσυχων, περίπου εφιαλτικών (ταραχώδεις πρώτες σελίδες της Σονάτας αρ. 2, Op. 35, Grave). Η προσθήκη κάποιων Λυρικών Κομματιών (Lyriske stykker, για πιάνο) του συμπατριώτη και φίλου του Ibsen, μουσουργού Edvard Grieg, ασφαλώς θα είχε προσθέσει στην όλη ατμόσφαιρα.

Στον κεντρικό ρόλο της Ellida, η Δώρα Τζερουνιάν με απλά μέσα τόνισε το απόμακρο  και αινιγματικό στοιχείο του χαρακτήρα της ηρωίδας, προσθέτοντας γενναιόδωρα και μια θέρμη στον ρόλο, που σπάνια εισπράττουμε.

Ο Ανδρέας Μαριανός επιστρατεύοντας όλη του τη θεατρική εμπειρία  πρόσφερε έναν Doktor Wangel, σύζυγο της ηρωίδας, σοβαρό, συναισθηματικά ώριμο, μα και γεμάτο από -σχεδόν πατρική- κατανόηση για τους προβληματισμούς της γυναίκας του.

Οι δύο νεαρές ηθοποιοί, Ελένη Σταυράκη (Bolette) και Ποπέτα Σούκου (Hilde), έφεραν μια αυθόρμητη έκφραση φρεσκάδα στους ρόλους των θυγατέρων του Doktor Wangel.

Ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος οδήγησε προσεκτικά στην επιφάνεια τα υπαινικτικά στοιχεία της προσωπικότητας του Arnholm, πρώην καθηγητή της Bolette και πρώην αγαπητικού της Ellida, που τώρα έρχεται να ζητήσει το χέρι της πρώτης υποστηρίζοντας ότι κοντά του θα μπορέσει να δει τον κόσμο. Η όλο ζωντάνια σκηνή του διαλόγου μεταξύ Arnholm-Bolette κατατάσσεται στα πιο δυνατά σημεία της παράστασης καθώς υπήρξε πειστικό το στήσιμο των έντονων αρχικών αντιδράσεων και αντιρρήσεων της ηρωίδας από τη Σταυράκη, στην πρόταση γάμου του ηλικιακά μεγαλύτερου καθηγητή. Μία άρνηση η οποία στη συνέχεια αναιρείται, και μάλιστα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, όταν η νεαρή συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για τη μοναδική ευκαιρία να ξεφύγει από το περιορισμένου ενδιαφέροντος τόπο κατοικίας της και να δει τον έξω κόσμο κοντά του. Ακόμη, λοιπόν, μια εγκλωβισμένη νέα της εποχής που δεν είναι ικανοποιημένη από τη ζωή.

Ο Κωνσταντίνος Καρακώστας απέδωσε με την κατάλληλη δόση καλλιτεχνικής εκφραστικότητας τον ρόλο του γλύπτη Lyngstrand, ο οποίος ονειρεύεται να σμιλεύσει ένα γλυπτό μιας κοιμωμένης και του χαμένου εραστή της που πνίγηκε στη θάλασσα.

Ο κομβικής σημασίας ρόλος του Ξένου, ναυτικού και πρώην αρραβωνιαστικός της Ellida, που διέπραξε φόνο και κρύβεται ταξιδεύοντας στις θάλασσες, και ο οποίος μετά από χρόνια επιστρέφει για να διεκδικήσει την Ellida, ανατέθηκε, δίχως αυτό να αναφέρεται στο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης, στον Μαριανό. Ο τελευταίος, με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό και κατάλληλα φωτισμένος σαν οπτασία (φωτισμοί, Παναγιώτης Μανούσης), άρθρωνε με νόημα τις φράσεις του Ξένου, ο οποίος ζητά  από την ηρωίδα να τον ακολουθήσει. Βρήκαμε ενδιαφέρουσα την ιδέα του συσχετισμού των δυο ανδρών, η οποία μάλλον υπαινισσόταν ότι η Ellida ανακάλυπτε κάτι κοινό στα πρόσωπά τους (βεβαίως, έτσι χάθηκε η αμεσότητα του διαλόγου μεταξύ των Ξένου και Wangel στην τρίτη πράξη). Μήπως το κοινό αυτό στοιχείο που έβλεπε η Ellida, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω σκηνοθετική άποψη, ήταν η στιβαρή ανδρική μορφή, που είχε τόσο ανάγκη να έχει κοντά της για ασφάλεια, και η οποία τελικά συμπλήρωνε το άλλο κομμάτι του εαυτού της, εκείνο δηλαδή που επιθυμούσε την απόλυτη ελευθερία και την υπέροχη έμπνευση που της παρείχε τόσο απλόχερα η λατρεμένη της θάλασσα; Έτσι, στην παράσταση που είδαμε, διευκολύνεται ακόμη περισσότερο στην επιλογή της, να ακολουθήσει τον δρόμο της λογικής και να μείνει τελικά κοντά στον άντρα της.

Ο Ibsen, ύστερα από τόσες τραγικές καταλήξεις σε άλλα προγενέστερα έργα του, και με άλλες, ίσως ακόμη τραγικότερες σε έργα που θα ακολουθούσαν, προσφέρει μια καταληκτική στιγμή αισιοδοξίας και χαράς, με τρόπο μάλλον σαφή, δείχνοντας ότι όντως μπορεί μια γυναίκα εκείνης της εποχής να βρει λύτρωση μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή και ζεστασιά, εκεί ακριβώς όπου επιλέγει να μείνει η Ellida.

Εντούτοις, κάθε φορά που διαβάζουμε ή παρακολουθούμε επί σκηνής αυτό το αθάνατο ιψενικό αριστούργημα, το οποίο με τον εξομολογητικό του ύφος άνοιξε τον δρόμο στον τομέα της ψυχολογίας που ονομάζουμε ψυχανάλυση, διερωτόμαστε σχετικά με το αν όντως, ακόμη και μετά από τη διαβεβαίωση του ιδιοφυούς δημιουργού μέσω των λόγων αγάπης του ζευγαριού, η Ellida, αυτή η πολυσύνθετη όσο και ψυχικά ανήσυχη ιψενική  μορφή, μετά από λίγο καιρό δεν θα είχε και πάλι την ανάγκη να αναζητήσει τον παράξενο ναυτικό της, τον οποίον είχε διώξει λέγοντάς του ότι ο ίδιος δεν σημαίνει τίποτε για εκείνη (For mig er De en død mand, για μένα είσαι ένας νεκρός άνθρωπος). Αυτός για ακόμη μια φορά εγκαταλείπεται μόνος στη θάλασσα. Μιας θάλασσας την οποία εκείνη τόσο έχει ανάγκη για να υπάρξει και που πάντα θα εξακολουθεί να φαίνεται στον ορίζοντα.

Αλλά ας διακόψουμε αυτές τις σκέψεις και ας ακολουθήσουμε τον μέγα Ibsen (συγγραφέα που πάντα επιθυμεί να ενεργοποιεί την σκέψη του αναγνώστη/θεατή του) στον θρίαμβο της αληθινής αγάπης και της έξοχης ευγνωμοσύνης, συναισθημάτων που μόνο ανώτερες ψυχές (σαν της Ellida;) είναι σε θέση να βιώσουν πλήρως.

Πάντως, στο αμέσως επόμενο δημιούργημά του ο Νορβηγός ψυχογράφος ξεδιπλώνει τις περιπέτειες της Hedda Gabler (1890), άλλης μίας γυναικείας ύπαρξης που δεν νιώθει ευτυχισμένη μέσα στον γάμο της. Τα δεδομένα αλλάζουν όταν στη ζωή της εμφανίζεται ξαφνικά ένας πρώην εραστής. Στο έργο αυτό, ωστόσο, δεν υπάρχει χώρος για αισιοδοξία: η κατάληξη της ηρωίδας (και του εραστή της) είναι τραγική και απόλυτη.

 

 

 

 

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα